Το δικαίωμα κάθε προσώπου για διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του σε εύλογο χρόνο κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η παραβίαση του ατομικού αυτού δικαιώματος που αφορά στον εύλογο χρόνο της δίκης δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση και το θύμα μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο είτε με πρωτογενή αίτηση είτε με αγωγή κατά της Δημοκρατίας, Ν.2(Ι)/2010. Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται τόσο σε φυσικά όσο και σε νομικά πρόσωπα, ακόμη και σε εταιρεία που βρίσκεται υπό εκκαθάριση. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία υπέχει υποχρέωση να παρέχει στα δικαστήρια τα μέσα που απαιτούνται για εκδίκαση των υποθέσεων σε σύντομο χρόνο, εναγόμενος στην αγωγή ή καθ’ ου η αίτηση στην πρωτογενή αίτηση είναι ο Γενικός Εισαγγελέας ενεργώντας εκ μέρους της Δημοκρατίας στη βάση του άρθρου 10 του Ν.2(Ι)/2010 και του άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Εναπόκειται στον κάθε διάδικο να φροντίζει για εκδίκαση της υπόθεσής του το συντομότερο και να μη βαρύνεται με αναβολές, ώστε εάν υπάρξει παραβίαση του δικαιώματος για σύντομη δίκη να μπορεί να αξιώσει από τη Δημοκρατία αποζημιώσεις για τυχόν χρηματική ζημιά, έξοδα και δαπάνες που αποδεδειγμένα έχει υποστεί λόγω της παραβίασης, αποζημιώσεις για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσης και δικηγορικά έξοδα.

Το θέμα αφορά τόσο αστικές υποθέσεις ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και περιλαμβάνει υποθέσεις ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων όσο και εφέσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ένδικο μέσο εξαρτάται από το κατά πόσον εκκρεμεί η υπόθεση προς εκδίκαση, οπόταν καταχωρείται πρωτογενής αίτηση, ή εάν η υπόθεση αποπερατώθηκε και εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, οπότε καταχωρείται αγωγή. Ο Ν.2(Ι)/2010 προβλέπει αποτελεσματικές θεραπείες για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διάγνωσης αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και προνοεί ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί εντός ενός χρόνου από την ημερομηνία της αποπεράτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη απόφαση ή ακόμη και ενόσω εκκρεμεί η υπόθεση εφόσον διαπιστώνεται παραβίαση. Η αγωγή ή η πρωτογενής αίτηση υποβάλλεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο αν αφορά υπόθεσή του ή στο Ανώτατο Δικαστήριο εάν η παραβίαση αφορά έφεση. 

Το δικαστήριο προκειμένου να κρίνει κατά πόσο παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα ή του αιτητή σε διάγνωση σε εύλογο χρόνο αστικών του δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε αγωγή ή σε πρωτογενή αίτηση, λαμβάνει υπόψη (α) το συνολικό χρόνο που εκκρεμεί ή που διήρκησε η διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην υπόθεση, (β) τη φύση της υπόθεσης, (γ) την τυχόν πολυπλοκότητα της, (δ) τη συμπεριφορά του ενάγοντα ή αιτητή στη διαδικασία της υπόθεσης, (ε) τη συμπεριφορά των δικαστικών Αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, (στ) τη συμπεριφορά άλλων Αρχών της Δημοκρατίας όπου είναι σχετική, στο στάδιο και στις διαδικασίες εκτέλεσης, και (ζ) οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες που εκάστοτε λαμβάνει υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα στην απόφαση που εξέδωσε στην Αγωγή αρ.2/2018 ημερ.15.7.2020, έθεσε το ερώτημα εάν ήταν δυνατό, με δεδομένες τις πρόνοιες του Νόμου, με μια και μόνη διαδικασία, δηλαδή της αγωγής, να επιδιώκεται θεραπεία για όλο το διάστημα που να αφορά την πρώτη αγωγή και την έφεση που επακολούθησε. Η απάντηση ήταν αρνητική, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις που αφορούν αποζημιώσεις για καθυστερήσεις πρωτοδίκως και κατ’ έφεση και αυτό δεν συναρτάται με το περιεχόμενο της πρώτης απόφασης. Κατά συνέπεια, εξέτασε το σχετικό χρόνο, τις αξιώσεις και τη μαρτυρία που εντάσσονταν χρονικά στο πλαίσιο της έφεσης. Κρίνοντας το χρονικό διάστημα από την καταχώρηση της έφεσης μέχρι την έκδοση απόφασης, σχεδόν 7 έτη, θεώρησε ότι δεν ήταν εύλογος χρόνος. Υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, η έφεση θα έπρεπε να εκδικαστεί και να εκδοθεί απόφαση σε ένα χρονικό διάστημα μέχρι τριών ετών. Κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα υπήρξε παραβίαση. Επρόκειτο για μια όχι ιδιαίτερα πολύπλοκη υπόθεση, τουλάχιστο στα νομικά της σημεία και οι δύο διάδικοι δεν συνέβαλαν με ενέργειες ή παραλείψεις τους για την καθυστέρηση. Δεν καταδείχθηκε χρηματική ζημιά και η όλη εξέλιξη των γεγονότων ενέταξε την υπόθεση στο πλαίσιο των γενικών αποζημιώσεων ως μη αυστηρώς υλική ζημιά για τη γενική ταλαιπωρία αναμονής της τελικής απόφασης, κρίνοντας ότι το ποσό των €5.000 συνιστά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, πλέον τόκοι και έξοδα.

Δικηγόρος στη Λάρνακα