Πώς να μη σταθείς μ’ απορία μπροστά σε τούτο το χαμόγελο της γριούλας, που την έχει αράξει στο παγκάκι στο πάρκο. Του την έφερε πάλι του χάρου που τη γυρόφερνε μέρες. Χαμογελαστή, με μια λάμψη ανεξήγητη στα μάτια δεν μιλά, ό,τι έχει να πει το λέει η λάμψη αυτή. Τι να τα κάνει τα λόγια; Πώς να σου εξηγήσει τη λαχτάρα της να ζήσει; Πώς να σου δώσει να καταλάβεις πως όταν είσαι 80 χρόνων, ίσα-ίσα τότε, δεν υπάρχουν εξηγήσεις για την αγάπη της ζωής. Γιατί αγαπάς τον ήλιο ακόμα και μέσα από το σφαλισμένο παραθύρι που τον κρύβει κι εμποδίζει τις αχτίδες του να σε ζεστάνουν. Γιατί αγαπάς τα λουλούδια ακόμα κι αν το ψηλό κάγκελο δεν σ’ αφήνει να τα πλησιάσεις. Γιατί χαίρεσαι κάθε στιγμή της ζωής, αρπάζεσαι απελπισμένα απ’ την ύστατη ελπίδα κι αρνιέσαι πεισματικά ν’ αφήσεις το νήμα να κοπεί, λες και είναι δουλειά δική σου. Γιατί, αφού στα 80 σου χρόνια, ε, όσο να ’ναι δεν θα σου λείπουν κάτι αρθριτικά που σε ταλαιπωρούν, κάτι σφάχτες στην πλάτη που σε διπλώνουν στα δύο, κάτι σάλτα της καρδιάς που δουλεύει πια σαν ξεκούρδιστο ξυπνητήρι, κάτι ποδάρια που δεν υπακούουν σε καμία εντολή. Γιατί λαχταράς τόσο τη ζωή που τώρα πια μόνο μικροχαρές έχει να σου δώσει κι αυτές αν ευαρεστηθεί ν’ ανοίξει την παλάμη έτσι πού και πού, ίσα για να σε ξεγελάσει πως κάτι παίρνεις.
Απάντηση σ’ όλα τούτα δίνουν μόνο οι βαθιές ρυτίδες που έσκαψαν το πρόσωπο, εκείνο το φίλντισι που είχε κάποτε για δέρμα. Ατσαλάκωτο, δροσερό, ήταν ο καθρέφτης της άγνοιάς της για τη ζωή. Τότε, με το παραμικρό θα σκιαζότανε και θα ’λεγε: «Άει στην ευχή παλιοζωή». Τότε, πόσες φορές, σαν τόσους νέους κι άπειρους, δεν θα ’πε: «Τι να την κάνω τέτοια ζωή, ας πάει στην ευχή». Μα λίγο-λίγο κάθε καημός και μια γραμμούλα λεπτή στην αρχή, αδιόρατη. Κάθε χαρά σκάβει πιο βαθιά τα λακάκια στα μάγουλα. Όλα τούτα είναι πια παράσημα που όχι μόνο δεν θέλεις τώρα να τα πετάξεις μαζί μ’ ένα κουφάρι άδειο, μα περήφανα τα επιδεικνύεις και λες «αυτό όταν έχασα τούτο, εκείνο όταν κέρδισα τ’ άλλο». Γιατί η γιαγιά τώρα έμαθε πως η ζωή είναι αυτά τα δύο μαζί, πίκρα και χαρά, γέλιο και κλάμα. Ζωή είναι να βρίσκεις το κουράγιο να δίνεις ένα χέρι στο διπλανό να σηκώσει το βάρος που τον πλακώνει. Τη ζωή την απαρνιέσαι και τη νιώθεις ασήκωτο βάρος στα 16, στα 20 άντε και λίγο μεγαλύτερος. Τότε τη ζωή τη βλέπεις σαν όνειρο. Ξυπνητός ονειρεύεσαι πλούτη, δόξα, μια αλυσίδα από χαρές και επιτυχίες. Κάθε μέρα σε προικίζει με πίκρα, δάκρυ, σε ρίχνει σ’ ένα πάλεμα στήθος με στήθος με τις δυσκολίες, τις κακίες, τις στερήσεις. Και τότε γίνεται λίγο-λίγο το θαύμα. Τη θέση του ονείρου την παίρνει η λαχτάρα να ζήσεις ακριβώς για να παλέψεις, για να πεις «πάει κι αυτό», «αύριο θα ’ρθει κάτι άλλο». Μα προπαντός θα ’ρθει ένα αύριο όπως και να ’ναι.
Στα 80 δεν την αφήνεις έτσι εύκολα τη ζωή, γιατί ξέρεις. Και θέλεις να ζήσεις. Έτσι όπως είσαι. Καμπουριασμένη, με τα ζαρωμένα σου χέρια, τις καφετιές κηλίδες παντού, τ’ άσπρα μαλλιά, τα δόντια «δώρο» που σε δυσκολεύουν. Τα νιάτα και την ομορφιά άλλων καιρών τα ’χεις θάψει στη μνήμη. Ξυπνάς όλο και πιο πρωί, χαίρεσαι το φως, τον ήλιο, το χαμόγελο των εγγονιών σου. Στη μάχη της πείρας με τ’ όνειρο, νικητής είναι η πείρα που σ’ έκανε να δεις τη ζωή αυτό που είναι: ένα όνειρο.
Τι μάθημα ζωής μέσα από δύο αστραφτερά μάτια. Τι μάθημα ζωής από ένα σκεβρωμένο πλάσμα, αραχτό σ’ ένα παγκάκι.