Πρόσφατα υπήρξε μια διαφορά μεταξύ Προέδρου και Γενικού Ελεγκτού όσον αφορά τις αρμοδιότητές του τελευταίου. Το θέμα ξεκίνησε με την έντονη θέση του πρώτου ότι, ο Γενικός Ελεγκτής ξεπερνά τις αρμοδιότητές του και εισέρχεται σε θέματα πολιτικής που εκφεύγουν των επιταγών του Συντάγματος. Ο Γενικός Ελεγκτής αντέδρασε, λέγοντας ότι ενεργεί πάντα μέσα στα πλαίσια του νόμου και του Συντάγματος. Ουδέποτε ασκεί πολιτική. Ξεκινώ με την προσωπική μου άποψη, ότι είναι αδιανόητο οποιοσδήποτε αξιωματούχος, περιλαμβανομένου και του αρχηγού του Κράτους, να καθορίζει ή να οριοθετεί τις εξουσίες του και κατ’ επέκταση να αποκλείει επέμβαση σε αυτές από άλλους. Μια τέτοια ενέργεια είναι και αντισυνταγματική, και αντιδημοκρατική. Εάν επιτρεπόταν, θα άνοιγε τον δρόμο σε οποιονδήποτε αξιωματούχο να απλώνει το χέρι του σε ξένα χωράφια καταλήγοντας έτσι, τολμώ να πω, σε δικτατορικές εξουσίες οι οποίες θα καθορίζονται από τον ίδιο που τις ασκεί. 
Όμως, ευτυχώς το Σύνταγμά μας δίνει λύση με το Άρθρο 139 αυτού, το οποίο προβλέπει για την περίπτωση σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ Οργάνων και Αρχών της Δημοκρατίας. Η αρμοδιότητα αυτή, ανατέθηκε από το Σύνταγμα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Αυτό το δικαστήριο καταργήθηκε από το δίκαιο της ανάγκης, ελπίζουμε όμως ότι θα επανέλθει. Η αρμοδιότητά του στο μεταξύ ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Συνεπώς, παρά να βγαίνει ένας πολιτειακός αξιωματούχος και να οριοθετεί την εξουσία του προς όφελός του, ευλογώντας έτσι τα γένια του και να αντιδρά ο επηρεαζόμενος άλλος αξιωματούχος με τη δική του ερμηνεία των συνταγματικών εξουσιών, θέαμα δυσάρεστο, ας προσφεύγουν στο αρμόδιο δικαστικό όργανο που προβλέπει το Σύνταγμα για να τους δώσει τη λύση. Είναι απαράδεκτο να διαπληκτίζονται εξωδίκως, δεδομένης της πιο πάνω πρόνοιας του Συντάγματος που δίνει τη σωστή και δημοκρατική λύση. Αυτού του είδους οι αντιπαραθέσεις μεταξύ αξιωματούχων του κράτους, χωρίς προσφυγή στο δικαστήριο, δημιουργούν προβλήματα και σύγχυση στο λαό. Οι εξουσίες και των δύο πιο πάνω αξιωματούχων είναι καθορισμένες στο Σύνταγμα και θα μπορούσαν να λυθούν και εξωδίκως με μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των διαφόρων διαφωνούντων αξιωματούχων. 
Οι εξουσίες του Γενικού Ελεγκτή που κρίθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως πολιτικές, είναι, πιστεύω, αποτέλεσμα καλόπιστης παρερμηνείας. Και τούτο διότι, ο έλεγχος της Δημοκρατίας για τις πληρωμές και τις πράξεις που αναθέτει το Σύνταγμα στον Γενικό Ελεγκτή και το δικαίωμα του να επιθεωρεί όλους τους σχετικούς  λογαριασμούς βιβλίων, αρχείων και καταστάσεων, ενέχει το στοιχείο της κρίσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα ορισμένων εξόδων που πρέπει να ληφθεί υπόψιν για να αντιληφθεί ο Γενικός Ελεγκτής αν η Α, ή Β πληρωμή ήταν δικαιολογημένη. Αυτό δεν γίνεται για την άσκηση πολιτικής αλλά για τον έλεγχο της ορθότητας των εξόδων, όπως απαιτεί το Άρθρο 116 του Συντάγματος. Από την άλλη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως αρχηγός του κράτους έχει δικαίωμα να καθορίζει και τις αναγκαίες πληρωμές σύμφωνα με τον προϋπολογισμό. Συνεπώς, συμπίπτουν εν μέρει τα ενδιαφέροντα των δύο πιο πάνω αξιωματούχων. Είναι όμως αδιανόητο να αποφασίζουν οι ίδιοι σε περίπτωση διαφωνίας ποιου αρμοδιότητα είναι η Α ή Β, λογιστική πράξη. Εάν το θέμα πάρει κάποιες διαστάσεις, τότε η λύση είναι αυτή που προβλέπει και το Σύνταγμα και την ανέφερα πιο πάνω. Σε ένα μοντέρνο, πολιτισμένο κράτος δικαίου, οι συζητήσεις που έγιναν ήταν φθοροποιές, τόσο για τους ίδιους τους αξιωματούχους όσο και για τη διακυβέρνηση του τόπου. Συνεπώς, εκφράζεται η ελπίδα, τέτοια προβλήματα να μη δημιουργούνται.