Το ΓΛΩΣΣΟΣΚΟΠΙΟ πρόσφατα παρουσίασε τις βασικές αλλαγές, που σημειώθηκαν στη γλώσσα μας κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου (323- 30 π.Χ.). Παρ’ όλες τις αλλαγές, οι πρόγονοί μας, καθοδηγούμενοι από την προγονοπληξία, συνέχιζαν να έχουν για γλωσσικό οδηγό και πρότυπό τους τη γλώσσα της κλασικής αρχαιότητας, ήτοι αυτήν τού 5ου και 4ου αι. π.Χ.
Αποτέλεσμα της πιο πάνω αντιμετώπισης, για επιστροφή, δηλαδή, στην «τέλεια» γλώσσα των κλασικών χρόνων, ήταν και η επινόηση των τόνων και των πνευμάτων, που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά τον 2ο αι. π.Χ.
Κατά την περίοδο αυτήν, οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι χρησιμοποίησαν πέντε τονικά σημάδια, που ήταν οι τρεις τόνοι, ήτοι η οξεία, η βαρεία και η περισπωμένη, και τα δύο πνεύματα, που ήταν η ψιλή και η δασεία.
Στο σημερινό ΓΛΩΣΣΟΣΚΟΠΙΟ θα γίνει λόγος μονάχα για τους τρεις τόνους, ενώ τα δύο πνεύματα θα αποτελέσουν αντικείμενο αναφοράς σε μελλοντική έκδοση. 
Από τους τρεις τόνους, η οξεία, που είχε το σχήμα του σημερινού τόνου στο μονοτονικό σύστημα (΄), σημειωνόταν πάνω από την τονισμένη συλλαβή τής κάθε λέξης και είχε ως στόχο της να δείξει πως το φωνήεν με την οξεία έπρεπε να τονιστεί σε ήχο ψηλότερο (σε ήχο οξύ, εξού και η ονομασία «οξεία»). Αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν με τα υπόλοιπα, μη τονισμένα, φωνήεντα της λέξης.
Ο δεύτερος τόνος, που ήταν η βαρεία (είχε το ίδιο σχήμα με την οξεία, με τη διαφορά ότι αυτή είχε μερική κλίση προς τα δεξιά και όχι στα αριστερά, όπως η οξεία), δεν είχε καμιά απολύτως αξία. Η παρουσία της δήλωνε πως δεν έπρεπε να ακουστεί οξύς τόνος στις συλλαβές που έφεραν το σύμβολο της βαρείας. Στα πρώτα στάδια της χρήσης των τονικών σημείων, η βαρεία σημειωνόταν σε όλες τις άτονες συλλαβές μιας λέξης, εκτός, δηλαδή, από τη συλλαβή με την οξεία. Σε κατοπινό στάδιο, η βαρεία σημειωνόταν μονάχα στις μονοσύλλαβες λέξεις, όπως και στις λεγόμενες βαρύτονες λέξεις, δηλαδή τις λέξεις που τονίζονταν στη λήγουσα, αρκεί να μην ακολουθούσε οποιοδήποτε σημείο στίξης.
Το τρίτο τονικό σημάδι, εκτός, δηλαδή, από την οξεία και τη βαρεία, ήταν η περισπωμένη, που έμοιαζε με το σχήμα μικρής κυματιστής γραμμής. Ο τόνος αυτός έμπαινε μόνο στη λήγουσα ή και στην παραλήγουσα μιας λέξης, αρκεί να εδικαιολογείτο η τοποθέτησή της από σχετικούς κανόνες. Η προπαραλήγουσα, όταν τονιζόταν, έπαιρνε πάντοτε οξεία και σε καμιά περίπτωση περισπωμένη. Ο τόνος της περισπωμένης αποτελούσε στην ουσία την ένωση δύο τόνων, ενός ψηλού τόνου (μιας οξείας) και ενός χαμηλού τόνου (μιας βαρείας ), ήτοι ^. Στο πρώτο μέρος της τονιζόμενης με περισπωμένη συλλαβής έπρεπε να ακούεται ψηλός τόνος και στο δεύτερό της μέρος χαμηλός. Εξυπακούεται πως η συλλαβή με την περισπωμένη πάνω από αυτήν, περιείχε είτε ένα μακρόχρονο φωνήεν είτε ένα μακρόχρονο δίφθογγο, αφού οι βραχύχρονες συλλαβές, όταν τονίζονταν, έπαιρναν πάντοτε οξεία. Με άλλα λόγια, η περισπωμένη δήλωνε ότι η φωνή έπρεπε να ανέβει στο πρώτο μέρος της τονιζόμενης συλλαβής και να κατέβει στο δεύτερό της μέρος.
Βασικά, η περισπωμένη βοηθούσε τους σπουδαστές, όπως και όλους γενικά τους αναγνώστες, έτσι που αυτοί να είναι σε θέση να προφέρουν πιο σωστά, και σύμφωνα με την προφορά της κλασικής αρχαιότητας, διάφορες λέξεις, που τις συναντούσαν στη μελέτη των κλασικών κειμένων. Στο πέρασμα του χρόνου, η περισπωμένη κατάντησε να είναι εντελώς αχρείαστη και περιττή και δεν εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό σκοπό, επειδή στο μεταξύ είχε γίνει η εξομοίωση των βραχύχρονων και των μακρόχρονων φωνηέντων. 
Από όσα λέχθηκαν πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι τα τονικά σημάδια δεν έχουν καμιά σχέση με την κλασική αρχαιότητα, αλλά ήταν μεταγενέστερο εφεύρημα των αλεξανδρινών φιλολόγων.   

*Φιλόλογος