«Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό, πήρα δρόμους και σοκάκια, την αγάπη μου να βρω…» 
Κι εμείς παίρναμε δρόμους και δρομάκια, πάνω από φαράγγια και γκρεμούς, μέχρι να φτάσουμε στο χωριό, όπου ανεβαίναμε κάποιες Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές, αφού «εμηνούσαμε» από πριν την άφιξή μας στους παππούδες. Το Σάββατο, αγνάντευαν τον ορίζοντα, μέχρι να ξεπροβάλει από τη στροφή του δρόμου το λευκό Ford Escort που οδηγούσε ο πατέρας. Μας περίμεναν στην ανηφόρα, καμαρωτοί και γεμάτοι λαχτάρα. Σκύβαμε τότε με την αδελφή και τους φιλούσαμε το χέρι, ενώ αυτοί μας φιλούσαν στο μέτωπο, γεμίζοντάς μας με ευχές. 
Φτερά φύτρωναν στους ώμους μας, μα κανείς μεγάλος δεν τα έβλεπε. Πετούσαμε με τη Νάτια ώς την αυλή, όπου μας περίμεναν, σταθερές παρουσίες, τα δυό γαϊδουράκια και τα «εποχικά» ζώα, το γουρουνάκι, το μικρό κατοικίδιο της αυλής του καλοκαιριού, το οποίο κανακεύαμε. Μια σχέση που κρατούσε μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων, αφού είχε γίνει πια «ο σιοίρος», που θυσιαζόταν, στον βωμό των λουκανίκων, των τιτσιρίδων και άλλων βρώσιμων καλών. Το ίδιο συνέβαινε και με τα κοτοπουλάκια του Πάσχα που ενώ την άνοιξη τα ζεσταίναμε στις παλάμες μας, γίνονταν όρνιθες, στο ζουμί των οποίων η γιαγιά, έκανε σούπα, ραβιόλες και μακαρονάκια πασπαλισμένα με μπόλικη αναρή και δυόσμο.
Μετά το φαγητό, μας έδειχνε τα πράγματα που είχε αγοράσει από τον πραματευτή, ο οποίος περνούσε μια φορά τον μήνα από το χωριό. Μαντίλια και υφάσματα με τον πήχη, φιλέ για τα μαλλιά, μα και κατσαρόλες πλουμιστές, ανοξείδωτα σκεύη, που κοσμούσαν τα ράφια της, δίπλα από τα γανωμένα χάλκινα «ατζειά». Τα πλαστικά είχαν αρχίσει την επέλασή τους στο νησί, έτσι τα «μουσιαμμάτινα» λουλουδάτα τραπεζομάντιλα και τα πλαστικά άνθη κοσμούσαν πλέον το τραπέζι. 
Στο ερμάρι και το μπαούλο της γιαγιάς, μαζί με τα λινά και τα ταΐστά που φύλαγε για την προίκα μας, έπαιρναν θέση φαντεζί συνθετικά σεντόνια που της είχε πλασάρει ο πραματευτής από τον οποίον αγόραζε και χρωματιστές κουβαρίστρες. Τα δειλινά, την ώρα της σχόλης, όταν καθόταν να «πομωρίσει» με τις γειτόνισσες, με το νήμα πάντα περασμένο γύρω από το δάκτυλό της, έφτιαχνε με το σμιλί τραπεζομάντιλα και σκεπάσματα. Ξεχύνονταν τα λουλούδια στα μαύρα φουστάνια των γιαγιάδων σαν την άνοιξη του Botticelli και με τα μαγικά τους χέρια που ό τι έπιαναν φτουρούσε, τα άνθη γινόντουσαν σκεπάσματα, λιβάδια μυρωδάτα με τα οποία μας σκέπαζαν τα βράδια και γλυκοκοιμόμασταν.
Πολλοί έκοψαν το νήμα, αποποιούμενοι τις ρίζες και τα χωριά τους. Τραγική ειρωνεία, αφού χιλιάδες άλλοι ξεριζώθηκαν από τα δικά τους, βίαια με την τουρκική εισβολή του ’74, εξαναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν και να ζουν μακριά από τα σπίτια τους. 
Οι λιγοστοί πραματευτάδες γυρνούν πια από χωριό σε χωριό, σε πανηγύρια. Εκεί διανυκτερεύουν, στήνουν και διαλαλούν την πραμάτεια τους, όσο κρατά η γιορτή, με χρώματα, μυρωδιές, φίλτρα μαγικά που σμίγουν με τα λιβάνια από τις λιτανείες και μας φέγγουν, πέρα από τα σκοτάδια της πόλης, οδηγώντας μας πίσω εκεί που ξεκινήσαμε…
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας κοιμήθηκαν κι εμείς ξυπνήσαμε σε πόλεις που από περιβόλια τ’ ουρανού «πήραν ανάπτυξη» και έγιναν αγνώριστες. Κάθε πόλη και τη λεωφόρο της, με ακριβές μπουτίκ και καφέ. Τα Σάββατα κατακλύζονται από ανδροπαρέες και γυναικοπαρέες, που στέκονται αδιαμαρτύρητα στην ουρά για να πάρουν καφέ σε χάρτινο κυπελλάκι. Αυτοί που δεν θα άντεχαν να σταθούν ουρά στην τράπεζα ή σε ένα δημόσιο νοσηλευτήριο. 
Φεύγοντας, σταματούν σε «μπουτίκ-ναούς», απ’ όπου ψωνίζουν πρόεδροι, υπουργοί, βουλευτές, δικαστές, γιατροί, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αγοράζουν ρούχα με λογότυπα γνωστών οίκων, αππάρους, κουρκουτάδες, γουρουνάκια και κουνελάκια. Με αυτά παρελαύνουν στη Βουλή, σε φιλανθρωπικά τέια και δείπνα κομμάτων, όπου κόβουν την πίτα για το νέον έτος. 
Από την άλλη, ο ιός των «influencers» απλώνεται επικίνδυνα στο νησί, κάτι σαν τη γρίπη των χοίρων. Γυναίκες-αράχνες πιάνουν στα δίχτυά τους κακομάζαλες «followers», που θαυμάζουν τα ρούχα και την κακογουστιά τους και τις μιμούνται. 
Τα καφενεία με καφέ στη χόβολη αποτελούν ιστορία για τους θαμώνες των πολυεθνικών καφετεριών του Σαββάτου, όπου οι καφέδες φτιάχνονται σε μηχανές, από εξειδικευμένους μπαρίστες. Ο κόσμος προοδεύει και πάει μπροστά, μόνο εγώ, φαίνεται, οδηγώ με όπισθεν στη λεωφόρο Μακαρίου, Σάββατο πρωί με τον Νίκο Ξυλούρη στο ραδιόφωνο…
«Χώρες και χωριά, σαν τα έρημα πουλιά, θα γυρίζω αχ να φωνάζω,
τη δική μας καταντιά…! 
Πέστε μου κυρές, παντρεμένες γριές και νιες
η δική μου αγάπη πού ‘ναι και χαλάλι οι πραματειές». 
(Στίχοι και μουσική Κώστα Μουντάκη)  

dena.toumazi@gmail.com