«Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα» είναι ο τίτλος που είχε δώσει σε έναν δίσκο του ο Παπάζογλου το 1995. Τον εμπνεύστηκε από μια πρόχειρη ταμπέλα που βρισκόταν στη σκοπιά του στρατιωτικού φυλακίου στον Άγιο Κασσιανό. Η πουρούδα του ποδηλάτου κρεμόταν πάνω στο χαράκωμα. Μοιάζει με αξεσουάρ μιας εποχής που δεν υπάρχει πια, παρόλον ότι ο κατοχικός στρατός δεν μετακινήθηκε ούτε πόντο. Ίσως να τον έχουμε συνηθίσει και δεν μας κάνει αίσθηση, δεν μας προκαλεί φόβο, δεν αισθανόμαστε να κινδυνεύουμε, γι’ αυτό και η πουρούδα μάς είναι άχρηστη.

Σαν να ’ταν χθες που βγαίναμε στους δρόμους για να διαδηλώσουμε ζητώντας δικαιοσύνη. Για την Κύπρο, την Παλαιστίνη, τους Κούρδους, όλους εκείνους που πασκίζουν για ένα καλύτερο αύριο. Πάνε κι αυτά. Κι αν έμειναν μερικά, περισσότερο μοιάζουν με επετειακές υποχρεώσεις ρουτίνας. Tώρα τα παιδιά στη Λευκωσία γιορτάζουν το Halloween, που είναι πιο trendy από την εξέγερση του Πολυτεχνείου ή την καταδίκη του ψευδοκράτους, και δυσκολεύονται να καταλάβουν για ποιο από όλα τα «όχι» τσακώνονται οι πολιτικοί μας: Για εκείνο του Μεταξά το ’40, για εκείνο του Τάσσου το 2004 ή για το «όχι» της Βουλής στο πρώτο κούρεμα; Το ψευδοκράτος είναι δίπλα μας. Κανείς δεν το αναγνωρίζει, αλλά υπάρχει. Και έχει από όλα, μέχρι και κάμερες στους δρόμους. Από αυτές που το δικό μας κράτος ακόμη να αποκτήσει κι ας δαπανήσαμε εκατομμύρια και θυσιάσαμε πολλούς ανθρώπους. «Αχόρταγος ο Μολώχ της ασφάλτου» λένε οι ειδήσεις. Τα έχουμε με τον Μολώχ, αλλά οι κύριοι που πήραν τη μίζα ζουν ανάμεσά μας.  

O Μιχάλης Παπαπέτρου είχε πει κάποτε ότι όποιος παίξει την πουρού έξω από τη Βουλή παίρνει όσα ζητήσει. Ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους, ο ήχος της πουρούδας του λαϊκισμού ακούγεται πιο έντονα και είναι μετρημένοι οι πολιτικοί που έχουν το θάρρος να προτάξουν ένα αληθινά πατριωτικό «όχι», που θα τους κάνει πιο πολύ ωφέλιμους παρά αρεστούς. Αλλά, βλέπετε, οι πολιτικοί μας όταν έρχονται οι εκλογές δεν χρειάζονται πουρούδα για να μειώσουν τα αποχετευτικά τέλη ή να αρχίσουν τη συζήτηση για αποζημίωση των κουρεμένων. 

Όσο πάει η πολιτική γίνεται παιχνίδι. Κάτι σαν ριάλιτι σόου, με ίντριγκες, κουτσομπολιά, αποχωρήσεις, καταγγελίες, προβολή, χρήμα και επαγγελματική αποκατάσταση. Ο πολίτης-τηλεθεατής συμμετέχει από την άνεση του καναπέ του και αναδεικνύει το καλύτερο ταλέντο, τον καλύτερο μαχητή, τον καλύτερο σεφ, τον καλύτερο τραγουδιστή, τον καλύτερο χορευτή, τον καλύτερο πολιτικό. Και σαν συνειδητοποιημένος που είναι, ασκεί το αναφαίρετο δικαίωμα του follow ή του unfollow, κάνει like, επιδοκιμάζει ή επικρίνει, χαίρεται, θυμώνει, εκτονώνεται και παραμένει ενεργό μέλος της συμμετοχικής δημοκρατίας μας, που πάνω και έξω από πρωτόκολλα κάνει τον Ντάνο τόσο θεσμικό, ώστε να γίνεται δεκτός από τον πρόεδρο της Βουλής.

«Όταν κινδυνεύεις call me», θα μπορούσε να γράφει η digital οθόνη της smart ζωής μας, που τρέχει μέσα στους λαβύρινθους των Mbps και αδυνατεί να ακούσει τον ήχο μιας ταπεινής πουρούδας, που επιμένει να μας θυμίζει αυτά που υποτίθεται ότι δεν ξεχνούμε.