Τελειωμό δεν έχουν τα χιλιάδες αιτήματα των ανά έτος εξεταζομένων για την άμεση αλλαγή του τρόπου εξέτασης για τη διεκδίκηση θέσεων στον δημόσιο τομέα.  Ωστόσο, για πέμπτη συνεχή χρονιά οι θέσεις που ενδεχομένως θα κενωθούν εντός του 2024 αναμένεται να πληρωθούν από άτομα που ήξεραν να απαντήσουν στο «αν όλα τα δένδρα είναι φυτά […]». 

Προκειμένου να αντιληφθούμε το βάθος του προβλήματος, αξίζει να διερευνήσουμε τα μειονεκτήματα του εν λόγω συστήματος αξιολόγησης.  Ήδη από το 2018, όταν και πρωτοξεκίνησε η ανωτέρω διαδικασία, έπειτα και από την έξοδο της χώρας από το μνημονιακό καθεστώς, αποφασίστηκε (!) ότι τα αντικείμενα στα οποία θα αξιολογούνται οι υποψήφιοι για διορισμό θα ήταν τα εξής:  Αριθμητική, Αφαιρετική και Λεκτική ικανότητα.  Ένα βασικό μειονέκτημα της όλης διαδικασίας είναι καθαρά νομικής φύσεως.  Με απόφασή της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερομηνίας 7 Ιουλίου 2023, σύμφωνα και με τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1998 έως 2021, εκδόθηκε ο κατάλογος των θέσεων εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία τόσο για τις κλίμακες Α2-5-7(ii) όσο και για τις Α8-Α10-Α11 συνδυασμένες αμφότερες.  Το πρώτο λάθος που εντοπίζεται είναι το γεγονός ότι οι πίνακες που δημοσιεύονται κάθε έτος δεν αντιπροσωπεύουν τις θέσεις που πράγματι, αλλά που ενδεχομένως θα κενωθούν μέσα στο επόμενο έτος από την ημερομηνία διεξαγωγής των εξετάσεων.  Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω πίνακας θέσεων είναι σχεδόν ο ίδιος αρχής γενομένης από το 2018 που ξεκίνησαν οι εξετάσεις, κάτι που δείχνει ότι απλώς αναδημοσιεύεται με τροποποίηση των εκάστοτε ημερομηνιών για το τυπικό της υπόθεσης.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιος που δεν γνωρίζει τη δομή και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας να θεωρήσει ότι όλες οι θέσεις που αναφέρονται στον πίνακα αυτό θα κενωθούν και άρα να τρέφει φρούδες ελπίδες για τον πολυπόθητο διορισμό του.  Επιπλέον, θα ανέμενε κανείς ότι ο πίνακας αυτός θα δημοσιευόταν τουλάχιστον ένα μήνα πριν τη λήξη της προθεσμίας των αιτήσεων για συμμετοχή στις εξετάσεις, βάσει και της αρχής της διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση, ούτως ώστε ο κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να δει, εάν και κατά πόσο πληροί τα εκ του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα κριτήρια.  Εντούτοις, για ακόμη μια φορά ο κρατικός μηχανισμός φαίνεται ν’ απέτυχε να είναι ακριβής, καθώς εκατοντάδες συμπολίτες μας υπέβαλαν αίτηση, πλήρωσαν τα απαιτούμενα τέλη συμμετοχής, χωρίς όμως να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιες θέσεις επρόκειτο να διεκδικήσουν.

«Ανενημέρωτος για χρόνια ο πίνακας με τις διαθέσιμες θέσεις»

Και μιας και μιλάμε για «εκ των προτέρων» ενημέρωση, είναι αδιανόητο σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος να μην γνωστοποιείται εξαρχής ότι εντός του επόμενου έτους πρόκειται να κενωθούν συγκεκριμένες θέσεις σε καθορισμένες υπηρεσίες.  Αντ’ αυτού, ένας πίνακας μη ενημερωμένος προσφέρεται στους υποψηφίους ως δέλεαρ.  Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού είναι το αρμόδιο και γνωρίζει από το προηγούμενο έτος ποιοι και πόσοι δημόσιοι υπάλληλοι θα συμπληρώσουν το όριο ηλικίας (65ο έτος) και άρα εκ του νόμου θα πρέπει να τερματισθεί η υπηρεσία τους.  Έτσι, αφήνοντας κατά μέρος τους λοιπούς λόγους αφυπηρέτησης π.χ. λόγω ασθενείας, πρόωρα κ.ο.κ., ένα μεγάλο μέρος των θέσεων που θα κενωθούν δύναται να είναι γνωστό από πριν στους υποψήφιους των κυβερνητικών εξετάσεων.

Προχωρώντας, το δεύτερο μειονέκτημα είναι στενά συνδεδεμένο με το πρώτο.  Η μη ορθή ενημέρωση εκ των προτέρων των πολιτών για το ποιες θέσεις θα κενωθούν (τουλάχιστον κατά προσέγγιση αντί ενός γενικόλογου καταλόγου) οδηγεί τους τελευταίους σε πλάνη περί του τι πρόκειται να διεκδικήσουν, αφού υπήρξαν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου, ενώ παρακάθησαν τις εν λόγω εξετάσεις, δεν κενώθηκε θέση για την οποία να πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα (π.χ. καθορισμένο πτυχίο σε συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο) και άρα η επιτυχία τους κατέστη άνευ αντικειμένου.  Έπειτα, η πλάνη αφορά και στο οικονομικό ζήτημα, καθώς εάν γνωρίζω ότι για παράδειγμα δεν θα κενωθεί θέση την οποία μπορώ να διεκδικήσω, γιατί να συμμετάσχω στις εξετάσεις πληρώνοντας πενήντα ευρώ;  Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, η συμμετοχή κάποιου στις κυβερνητικές εξετάσεις γίνεται με παραπλανητικό τρόπο από πλευράς κρατικής πολιτικής, ενώ το ποσό που εισπράττει το ίδιο το κράτος καθίσταται χωρίς αντίκρισμα, παραβιάζοντας συνάμα και την πάγια νομολογημένη αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη δημόσια διοίκηση.  Αναλογιζόμενοι ότι οι φετινοί υποψήφιοι για πρόσληψη στο δημόσιο έφθασαν τις 15000, εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς το ποσό που εισέρρευσε στα δημόσια ταμεία μέσω μιας διαδικασίας οριακά παραπλανητικής.  Συναφές με το οικονομικό είναι και το θέμα της παραπαιδείας που ανθεί παραδοσιακά στον τόπο μας.

«Μεροληπτικό το περιεχόμενο των εξετάσεων»

Τρίτο και φαρμακερό μειονέκτημα είναι φυσικά το περιεχόμενο των εν λόγω εξετάσεων.  Σε κανένα τμήμα του δημόσιου τομέα -τουλάχιστον όπως είναι διαμορφωμένος μέχρι στιγμής- δεν θα ζητηθεί να γνωρίζεις πόσα κιλά χαλκού υπάρχουν σε ένα δοχείο, ούτε εάν το πρώτο με το τέταρτο σχήμα μοιάζουν και άρα υπάρχει μοτίβο αλλά ούτε και εάν ο Δ έχει συγγένεια θείου με την Ν ή αν το εκάστοτε συμπέρασμα ακολουθεί λογικά τις δηλώσεις (!).  Υπάρχει επομένως, αναντιστοιχία ανάμεσα στο περιεχόμενο των εξετάσεων και τα καθήκοντα που θα κληθούν να εκτελέσουν οι μελλοντικοί δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ την ίδια στιγμή ο τρόπος αυτός εξέτασης δεν αξιολογεί τις πραγματικές γνώσεις του υποψηφίου, παρά μόνο τον υποβάλλει σ’ ένα ατέρμονο κυνηγητό με τον χρόνο (40 λεπτά κάθε εξέταση) και σε μια αχρείαστη κούραση συνοδευόμενη από την προαναφερθείσα αβεβαιότητα.  Τα γνωστικά αντικείμενα που εξετάζονται πόρρω απέχουν από τις γλωσσικές αλλά και τις γενικές γνώσεις που οφείλει να έχει ένας δημόσιος λειτουργός και ταυτόχρονα, εμποδίζουν μεγάλη μερίδα πτυχιούχων μη θετικών επιστημών από το να εργαστούν κατά τρόπο άνισο.  Ένα απλό παράδειγμα:  Ο υποψήφιος που θα διοριστεί για πρώτη φορά στη θέση Λειτουργού Μετανάστευσης και Ασύλου θα πρέπει να ξέρει να εφαρμόσει τον Κανονισμό του Δουβλίνου αναφορικά με το μεταναστευτικό ζήτημα και πάντως όχι να γνωρίζει «πως όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη»(ερώτημα Κυβερνητικών Εξετάσεων 2018). 

Πράγματι, οι κυβερνητικές εξετάσεις πρέπει να παραμείνουν, προκειμένου να αξιολογούνται οι υποψήφιοι.  Τι αξιολόγηση όμως θέλουμε;  Μα φυσικά μια αντάξια των προσόντων αλλά και των καθηκόντων που θα κληθούν να εκτελέσουν και όχι επιφανειακά πασαλείμματα που κάθε άλλο παρά προάγουν τόσο την αξιοκρατία όσο και τη διαφάνεια.  Εξειδικευμένες και στοχευμένες εξετάσεις απαιτούνται και κυρίως, επί του εκάστοτε νομικού πλαισίου είναι το ζητούμενο και όχι μεροληπτικές λύσεις ανάγκης. 

*Υποψήφιος Δρ. , Φιλόλογος – Δημοσιογράφος (nearchos_k@rocketmail.com)