“Ο αντιπρόσωπος δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο ενώ ο ψευδαντιπρόσωπος τον εαυτό του”
Η εκπροσώπηση άλλου προσώπου προϋποθέτει την ύπαρξη εξουσιοδότησης κυρίως μέσω γενικού ή ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, αναλόγως της περίπτωσης και η διενεργούμενη συναλλαγή είναι έγκυρη, ισχυρή και δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο. Σύμφωνα με τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ.149, αντιπρόσωπος που διορίστηκε για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου, μπορεί η πληρεξουσιότητα του να είναι ρητή ή εξυπακουόμενη και δεν απαιτείται αντάλλαγμα για τη σύσταση αντιπροσωπείας. Η πληρεξουσιότητα θεωρείται ρητή όταν αυτή παρέχεται προφορικά ή γραπτά και εξυπακουόμενη ή σιωπηρή όταν αυτή συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης, δηλαδή οτιδήποτε έχει λεχθεί ή γραφτεί ή η συνήθης πορεία των συναλλαγών μπορεί να θεωρηθούν ως περιστατικά της υπόθεσης. Αντίθετα πρόσωπο που παριστάνει ψευδώς τον εαυτό του ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο άλλου, και με τον τρόπο αυτό εξωθεί τρίτο να συναλλαγεί μαζί του υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο. Σε αυτή την περίπτωση ο ψευδοαντιπρόσωπος υποχρεούται να αποζημιώσει τον τρίτο για κάθε απώλεια ή ζημιά που αυτός υπέστη από την συναλλαγή αυτή, αν το πρόσωπο που προβάλλεται ως αντιπροσωπευόμενος δεν εγκρίνει τις πράξεις του.
Υπάρχουν δηλώσεις, έγγραφα και συναλλαγές που διενεργούνται από αντιπρόσωπο του οποίου η πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται από το Νόμο να είναι γραπτή και να πιστοποιείται από αρμόδια αρχή ή πιστοποιούντα υπάλληλο. Ο Νόμος σε άλλες περιπτώσεις απαιτεί η εξουσιοδότηση να είναι γραπτή και προσηκόντως κεκυρωμένη, αλλιώς η συναλλαγή που διενεργήθηκε μπορεί να ακυρωθεί. Το θέμα μπορεί επίσης να εξεταστεί από τη σκοπιά της έγκρισης ή αποκήρυξης της πράξης από το πρόσωπο που αυτή αφορά ή του κωλύματος αν από την όλη συμπεριφορά αυτού εμποδίζεται να αρνείται την εγκυρότητα της πράξης ή της συναλλαγής.
Σε σχέση με συναλλαγές που αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία, όπως είναι η μεταβίβαση και η υποθήκευση ακινήτου μέσω πληρεξουσίου εγγράφου, ο Νόμος 9/65 απαιτεί όπως ο αντιπρόσωπος αποδείξει στο Διευθυντή του Κτηματολογίου ότι το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου διενεργείται η δήλωση παραχώρησε στον αντιπρόσωπο το πληρεξούσιο έγγραφο, προσηκόντως κεκυρωμένο από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου αν αυτό πιστοποιείται από πιστοποιούντα υπάλληλο. Συνεπώς, αν το πληρεξούσιο έγγραφο δεν είναι νόμιμα πιστοποιημένο, μπορεί να προκαλέσει την ακύρωση της μεταβίβασης ή της υποθήκευσης του ακινήτου. Για αυτό, ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να ενημερώνει για τις πράξεις του το πρόσωπο για το οποίο ενήργησε ώστε να μην υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης αυτών. Ο αντιπροσωπευόμενος, έχοντας γνώση της πράξης ή της συναλλαγής που έγινε για λογαριασμό του, οφείλει να την εγκρίνει ρητά ή σιωπηρά, ή να την αποκηρύξει το συντομότερο.
Ζήτημα μπορεί να εγερθεί και με τον τρίτο όταν αυτός δεν αποδέχεται τη νόμιμη εξουσιοδότηση ιδιαίτερα γενικό πληρεξούσιο έγγραφο και αρνείται να εκτελέσει την εντολή αντιπροσώπου που ενεργεί συγχρόνως και προσωπικά. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση που εξέδωσε το Επ. Δικ. Λάρνακας ημερ.06.10.2023 σε διαφορά μεταξύ τραπεζικού ιδρύματος και πελατών. Η τράπεζα μέσω υπαλλήλου της αρνήθηκε να δεχθεί γενικό πληρεξούσιο έγγραφο που ο πελάτης προσκόμισε και ζητούσε να προσθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό του τη σύζυγο και τη θυγατέρα του, για να αποφύγει την απομείωση καταθέσεων του πριν το κούρεμα. Παρά την εντολή, η τράπεζα μέσω του υπαλλήλου της αδικαιολόγητα και αντισυμβατικά δεν προχώρησε στην προσθήκη τους με αποτέλεσμα να απομειωθεί το ποσό στο συγκεκριμένο λογαριασμό.
Το Δικαστήριο έθεσε τα ακόλουθα ερωτήματα στην ανάλυση της νομικής πτυχής της υπόθεσης: (α) κατά πόσο τα γενικά πληρεξούσια από τη σύζυγο και τη θυγατέρα εξουσιοδοτούσαν τον αντιπρόσωπο να υπογράψει οποιαδήποτε έγγραφα απαιτούσε η τράπεζα, (β) κατά πόσο η τράπεζα και ο υπάλληλος της ορθά αρνήθηκαν, με βάση το περιεχόμενο των γενικών πληρεξουσίων εγγράφων που ο αντιπρόσωπος τους παρουσίασε, την προσθήκη της συζύγου και της θυγατέρας στο λογαριασμό, και (γ) κατά πόσο η τράπεζα και ο υπάλληλος μπορούν να κριθούν, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, ως υπεύθυνοι για τη ζημιά που προκλήθηκε στον αντιπρόσωπο, τη σύζυγο και τη θυγατέρα του.
Το Δικαστήριο απάντησε θετικά τα ερωτήματα προς όφελος του πελάτη και κατέληξε ότι η τράπεζα κατά παράβαση των καθηκόντων της και αντισυμβατικά αρνήθηκε να εκτελέσει μια καθόλα νόμιμη και επιτρεπτή οδηγία του αντιπρόσωπου προκαλώντας του ζημιά. Ο καταλυτικός ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο υπάλληλος, καθώς επίσης και η θέση εξουσίας που κατείχε, καθιστούν πρόδηλο ότι ενήργησε πλημμελώς και η τράπεζα φέρει ευθύνη για τις πράξεις του και εξέδωσε απόφαση για το ποσό της απομείωσης.
Δικηγόρος στη Λάρνακα