Τον Νοέμβριο του 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστείλε αιτιολογημένη γνώμη στην Κύπρο [INFR(2022)2069] για τη μη ορθή εφαρμογή των δεσμεύσεων της για μείωση διαφόρων ατμοσφαιρικών ρύπων, βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2284.

Αναλύοντας και αξιολογώντας και όλες τις άλλες πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη (όπως προβλέψεις εκπομπών για το 2025 και το 2030, επικαιροποιημένα εθνικά προγράμματα ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ή επικαιροποιημένες πολιτικές και μέτρα), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι Κύπρος, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Πορτογαλία και Σουηδία εξακολουθούσαν να μην τηρούν τις δεσμεύσεις για μείωση.

Οι Ελβετοί ηλικιωμένοι

Στις πιέσεις προς τα κράτη για λήψη ουσιαστικών μέτρων προς αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής προστέθηκε και η δαμόκλειος σπάθη του ΕΔΑΔ, καθότι προ ολίγων ημερών, στις 9/4/2024, με μία εμβληματικής σημασίας περιβαλλοντική απόφαση καταδίκασε την Ελβετία, κρίνοντας ότι παραβίασε το δικαίωμα ένωσης ηλικιωμένων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθότι απέτυχε να θέσει σε εφαρμογή ικανοποιητικές πολιτικές για περιορισμό συνεπειών της κλιματικής κρίσης, επιβαρύνοντας την ποιότητα ζωής ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας.

Η απόφαση έχει ιδιαίτερη σημειολογία, αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι η πρώτη φορά που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδικάζει ένα κράτος για έλλειψη πρωτοβουλιών στο πεδίο της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.

Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι υπήρξαν κενά στη διαδικασία των ελβετικών αρχών να θεσπίσουν το σχετικό εθνικό κανονιστικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας τους να ποσοτικοποιήσουν, μέσω προϋπολογισμού άνθρακα ή άλλως, εθνικούς περιορισμούς εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Επιπλέον, όπως αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές, το κράτος είχε προηγουμένως αποτύχει να επιτύχει τους προηγούμενους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι αρχές δεν ενήργησαν εγκαίρως και με κατάλληλο και συνεπή τρόπο όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή του σχετικού νομοθετικού και διοικητικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, η Ελβετία είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησης και δεν είχε συμμορφωθεί με τις θετικές υποχρεώσεις της, βάσει του άρθρου 8 ΕΣΔΑ στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.

Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι τα ελβετικά δικαστήρια δεν είχαν ασχοληθεί σοβαρά ή και καθόλου με την αγωγή. Δεν είχαν παράσχει πειστικούς λόγους για τους οποίους θεώρησαν περιττή την εξέταση του βασίμου των καταγγελιών. Δεν είχαν προβεί σε επαρκή εξέταση των αδιάσειστων επιστημονικών στοιχείων σχετικά με την αλλαγή του κλίματος και του επείγοντος χαρακτήρα όσον αφορά τις υφιστάμενες και αναπόφευκτες μελλοντικές επιπτώσεις της αλλαγής αυτής σε διάφορες πτυχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ούτε είχαν εξετάσει την αντιμετώπιση του ζητήματος της νομιμοποίησης της προσφεύγουσας ένωσης, ένα ζήτημα που δικαιολογούσε ξεχωριστή αξιολόγηση ανεξάρτητα από τη θέση των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τις καταγγελίες των μεμονωμένων προσφευγουσών.

Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν περαιτέρω νομικές οδοί ή διασφαλίσεις διαθέσιμες στην προσφεύγουσα ένωση ή στις μεμονωμένες προσφεύγουσες / μέλη της ένωσης, το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας ένωσης σε δικαστήριο είχε περιοριστεί με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θιγεί η ίδια η ουσία του δικαιώματος.

Τέλος, το ΕΔΑΔ τόνισε τον καίριο ρόλο που διαδραμάτισαν τα εθνικά δικαστήρια στις διαφορές για την κλιματική αλλαγή, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη νομολογία που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα σε ορισμένα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τονίζοντας τη σημασία της πρόσβασης στη δικαιοσύνη στον τομέα αυτό. Επιπλέον, δεδομένων των αρχών της κοινής ευθύνης και της επικουρικότητας, εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, να διασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση.

Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης, υπό την ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (αρ6 παρ.1).

Κύπρος και ρύποι

Στην Κύπρο οι αρμόδιοι απλά συνεχίζουν τις πολιτικές επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και την ταυτόχρονη ανακοίνωση αυξήσεων στις τιμές του ρεύματος για αγορά ρύπων, τους οποίους κατά παραδοχή τους προκαλούν οι αποφάσεις τους:

Στη σελίδα της ΑΗΚ διαβάζουμε ότι «η Κύπρος δεν διαθέτει πρωτογενείς πηγές ενέργειας, γι’ αυτό η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου βασίζεται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικά σε εισαγόμενα καύσιμα, κυρίως μαζούτ».

Είναι ως εκ τούτου αντιληπτό ότι πέραν της τεράστιας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, η ανεπάρκεια των κυπριακών αρχών να εφαρμόσουν τις υποχρεώσεις τους στοιχίζει πολλά εκατομμύρια στους φορολογούμενους, αφού εκτός από το ότι οι δαπάνες καυσίμων και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθαν το 2020 στα €664,3 εκατ., όπως αναφέρεται στον προϋπολογισμό της ΑΗΚ για το 2020, το επί της ουσίας «πρόστιμο» αγοράς ρύπων που πληρώνουμε οι πολίτες για τους ρύπους υπολογίζεται για το 2020 στα €85,6 εκ., έναντι €38,9 εκ. το 2019 και €37,8 εκ το 2018. Και το 2023 εκτινάχθηκε σχεδόν στα 300 εκατ. ευρώ!

Σε δηλώσεις της στο ΚΥΠΕ, στις 14/2/2022, η τότε πρόεδρος της ΑΗΚ, Δέσποινα Παναγιώτου Θεοδοσίου, δήλωσε ότι: «Η αγορά δικαιωμάτων θερμοκηπιακών ρύπων αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του κόστους παραγωγής της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ)». Παράλληλα, ενημερώνοντας την Kοινοβουλευτική Eπιτροπή Οικονομικών για τον προϋπολογισμό της Αρχής για το 2022, η κ. Παναγιώτου ανέδειξε τη συνεχόμενη αύξηση στο κόστος αγοράς δικαιωμάτων ρύπων, λέγοντας χαρακτηριστικά πως προϋπολογιζόμενη τιμή για το 2022, κατά τον χρόνο ετοιμασίας του προϋπολογισμού, ήταν €62 τον τόνο, στις 2 Φεβρουαρίου ανέβηκε στα €88, ενώ σήμερα (Φεβρουάριος 2022) είναι στα €94 τον τόνο. «Οπότε, υπάρχει ήδη μεγάλη αύξηση», είπε, προσθέτοντας πως οι αναμενόμενες εκπομπές θερμοκηπιακών ρύπων για το 2022 είναι 2,96 εκατ. τόνοι, σε σύγκριση με 2,91 εκατ. τόνους το 2021. Με τα σημερινά δεδομένα, η συνεισφορά της αγοράς των δικαιωμάτων στο κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού είναι στο 25%», πρόσθεσε η κ. Θεοδοσίου. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα το 2023 και δεν θα βελτιωθούν αισθητά μέσα στο 2024.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι πολίτες πληρώνουμε πολύ ακριβά τις διαχρονικές πολιτικές ανευθυνότητας των διορισμένων της ΑΗΚ και ΡΑΕΚ, που, ουσιαστικά χωρίς καμιά συναίσθηση ευθύνης απέναντι στους πολίτες και στο περιβάλλον, καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις, χωρίς να έχουν οιονδήποτε κόστος για τις αποφάσεις τους, που παραβιάζουν την Οδηγία (ΕΕ) 2016/2284 όπως  επίσης και η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου με τη χρήση μαζούτ, και πιο συγκεκριμένα της Οδηγίας (ΕΕ) 2001/18.

Πολιτική κοροϊδία και επιβάρυνση της κοινωνίας

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι, ενόσω αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις δεν έχουν κανένα κόστος για αυτές, θα συνεχίζουν να μην λαμβάνουν υπόψη ούτε το περιβάλλον, ούτε τις οικονομικές επιπτώσεις προς τους πολίτες.

Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί άμεσα η επιβολή προσωπικών συνεπειών για όποιον αξιωματούχο του κράτους παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, όπως πλέον θεσμοθέτησε το ΕΔΑΔ στην καταδίκη της Ελβετίας, στις οποίες να περιλαμβάνεται η οικονομική επιβάρυνσή του σε σχέση με την ζημιά που προκαλεί τόσο στο κράτος όσο και στους πολίτες, αλλιώς αυτό το φαινόμενο της πολιτικής κοροϊδίας, που συνεπάγεται περιβαλλοντική και οικονομική επιβάρυνση, απλά θα συνεχίζεται.

* Advocates-Legal Consultants