Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην έντυπη ειδική έκδοση «2025: Έτος Προκλήσεων και Ευκαιριών», η οποία περιλαμβάνει σημαντικές επώνυμες απόψεις και κυκλοφόρησε με τον «Φιλελεύθερου» την Κυριακή 12/1. Δείτε εδώ όλα τα άρθρα σε ηλεκτρονική μορφή

Κάθε φορά που τελειώνει ένας χρόνος και αρχίζει ο επόμενος, είθισται η διάθεσή μας να αλλάζει και ένα πνεύμα αισιοδοξίας να μας διακατέχει. Αυτό όμως συμβαίνει στη σφαίρα του επιθυμητού και των συναισθημάτων. Συνήθως η πραγματικότητα διαφέρει, κυρίως προς το χειρότερο. Δηλαδή οι προσδοκίες μας απέχουν πολύ από την πραγματική κατάσταση. Το ίδιο σε ένα μεγάλο βαθμό συμβαίνει και φέτος.

Στο κυπριακό πέρυσι συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Και όπως συνηθίζεται σε τέτοιες επετείους «ορκιστήκαμε» ότι παραμένουμε στις επάλξεις του «αγώνα», ότι δε ξεχνούμε, ότι δε θα φεισθούμε κόπων και προσπαθειών για δικαίωση και ότι δε θα δεχθούμε ποτέ τα τετελεσμένα της εισβολής και κατοχής. Η αλήθεια είναι όμως διαφορετική. Έχουμε μάθει να (συ) ζούμε με την κατοχή, έχουμε χαθεί στην καθημερινότητα και πολιτικά έχουμε εθισθεί στη μοναξιά της διακυβέρνησης του τόπου. Σε όλα τα προηγούμενα προσθέστε και τα πολλαπλά οικονομικά συμφέροντα που εξυπηρετούνται με τη συνέχιση της διαίρεσης της χώρας μας, εντός και εκτός Κύπρου.

Αυτά τα 50 χρόνια η Τουρκία, αξιοποιώντας τα δικά μας λάθη, την αναποφασιστικότητά μας, την ανωριμότητά μας και βεβαίως τη θέση ισχύος της, κατάφερε να φέρει τα πράγματα ένα βήμα πριν την οριστική διχοτόμηση. Υποστήκαμε μια βάρβαρη εισβολή και κατοχή ύστερα από δικά μας τραγικά λάθη και ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δε θελήσαμε να αξιολογήσουμε την κατάσταση ρεαλιστικά και να πολιτευτούμε ανάλογα. Ακόμα και ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού στην Κύπρο, ο αείμνηστος Γλαύκος Κληρίδης, δύο φορές δε τόλμησε να κάνει το επόμενο βήμα. Τον Αύγουστο του 1974 στη Γενεύη και κατά τη δεύτερη προεδρική του θητεία, αφού προηγουμένως σπατάλησε την πρώτη με αδιέξοδες κομματικές συνεργασίες και με επικίνδυνα πυροτεχνήματα όπως των πυραύλων s-300.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ιστορία έχει αναδείξει και αποδείξει πως, δυστυχώς, είμαστε πάντα ένα βήμα πίσω. Συνήθως αποδεχόμαστε αυτό που προτείνεται στο τραπέζι των συνομιλιών όταν καθίσταται προηγούμενο και όταν η Άγκυρα έχει ήδη προχωρήσει στο επόμενο. Όπως τώρα με την απαίτησή της για λύση δύο κρατών.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ποτέ σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας δεν ήμασταν έτοιμοι για ένα συμβιβασμό. Κατ’ επέκταση και η πλειοψηφία των Ελληνοκύπριων. Και όσο κι αν κατηγορούμε τον Ερντογάν και τον χαρακτηρίζουμε «σουλτάνο», επί ηγεσίας του το κυπριακό βρέθηκε όσο ποτέ ξανά κοντά σε λύση. Το 2004 με το σχέδιο Ανάν και το 2017 στο Κρανς Μοντανά. Ωστόσο, εξαιτίας της όλης στασιμότητας τα τελευταία χρόνια, καταντήσαμε να εκλιπαρούμε για έναρξη συνομιλιών. Δηλαδή για τη διαδικασία και όχι για την ουσία. Αν μάλιστα πιστεύουμε ότι φέτος θα πάμε σε συνομιλίες και η Τουρκία θα έρθει στο τραπέζι για να συζητήσει από εκεί που έμειναν τα πράγματα στο Κρανς Μοντανά, αυτοαπατόμαστε. Και πρέπει επίσης να καταλάβουμε πως εάν η πολιτική μας είναι πρωτίστως να καταδείξουμε την τουρκική πλευρά ως την αδιάλλακτη και πάλι θα κάνουμε μία τρύπα στο νερό. Και ενώ εμείς θα «τρυπούμε» το νερό, η Τουρκία θα προχωρά με τα σχέδια της και θα τσιμεντώνει όλο και περισσότερο την κατοχή και τη διαίρεση της χώρας μας.

Θα μου πει κάποιος ότι, αφού η τουρκική πλευρά δε θέλει λύσει και δεν υποχωρεί για να επιτευχθεί συμφωνία, ότι και να κάνουμε είναι άνευ σημασίας. Αυτή είναι όμως μια απλοϊκή και επικίνδυνη προσέγγιση.

Το 2004 είχαμε ενώπιόν μας ένα σχέδιο για το κυπριακό, για πρώτη φορά μετά την τουρκική εισβολή, επειδή αξιοποιήσαμε τις συγκυρίες και κυρίως την αμοιβαία επιθυμία Δύσης – Ευρώπης από τη μια και Άγκυρας από την άλλη, για στενότερη σχέση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας. Δυστυχώς όμως χάσαμε το τρένο διότι κατά το τελευταίο μίλι ενεργήσαμε ως συνήθως. Θυσιάσαμε το κυπριακό για την ανάδειξη στην εξουσία και «τσιμεντώσαμε» περαιτέρω την κατοχή. Και το ορόσημο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας χάθηκε οριστικά.

Σχεδόν 13 χρόνια μετά, το 2017, βρεθήκαμε περίπου στην ίδια απόσταση για επίλυση του κυπριακού διότι στο κάδρο είχαν μπει οι ενεργειακοί πόροι της περιοχής. Επειδή οι Δυτικοί και κυρίως οι ΗΠΑ, προσδοκούσαν σε αξιοποίηση του φυσικού αερίου της περιοχής για υποβοήθηση της απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Τώρα κινδυνεύουμε να χάσουμε κι αυτό το ορόσημο.

Κι ενώ εμείς στη συνέχεια επενδύαμε στις ψευδαισθήσεις ότι το φυσικό αέριο θα ήταν  ένα «όπλο» που θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα στο κυπριακό υπέρ μας, η Τουρκία δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Επένδυσε σε ερευνητικά πλοία και άρχισε έρευνες εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και παράλληλα άρχισε να εμπλέκει στην αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της Κύπρου τρίτες χώρες. Πρώτα τη Λιβύη, τώρα τη Συρία και στο βάθος ποιος;

Εάν επομένως το ερώτημα είναι «και τι να κάνουμε;», η απάντηση είναι απλή: να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Και όταν το αποφασίσουμε να πορευτούμε ανάλογα. Τοποθετώντας πάνω απ’ όλα το εθνικό μας πρόβλημα και μετά όλα τα υπόλοιπα. Προχωρώντας πλέον με μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα, πάντα όμως με ρεαλισμό. Καθότι, όσα σχεδιάζουμε σήμερα και όσα νομίζουμε ότι έχουμε πετύχει, είναι εν πολλοίς στον αέρα. Δυστυχώς…