Μια γυναίκα, κατά μία σχολή σκέψης, είναι ενήλικος άνθρωπος θηλυκού βιολογικού φύλου. Κατά μια άλλη, προοδευτικότερη και πιο «συμπεριληπτική» προσέγγιση, γυναίκα είναι οποιοσδήποτε αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια – ανεξαρτήτως γενετικής ή βιολογικής υπόστασης. Στο όνομα της «κοινωνικής προόδου», η πραγματικότητα επαναπροσδιορίζεται με τρόπο που συχνά εκτοπίζει την έννοια της νομικής βεβαιότητας και υπονομεύει τη λειτουργικότητα βασικών δικαιικών κανόνων.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου στις 16 Απριλίου 2025 επανέφερε στο επίκεντρο μια αλήθεια, κάποτε αυταπόδεικτη, μα πλέον αμφισβητούμενη, και ενίοτε προκλητική: ότι ο όρος «φύλο» στον Νόμο περί Ισότητας (Equality Act 2010) αναφέρεται στον βιολογικό, και όχι στον κοινωνικό προσδιορισμό του φύλου. Πρόκειται για μια ρηξικέλευθη απόφαση, όχι μόνο λόγω της ουσίας της, αλλά κυρίως διότι τολμά να αντισταθεί στο ρεύμα μιας ιδεολογικά φορτισμένης προσέγγισης που επιχειρεί να μετατρέψει την έννομη τάξη σε εργαλείο επικύρωσης υποκειμενικών ταυτοτήτων (που πλέον ποικίλουν!).
Η σημασία της απόφασης υπερβαίνει τα όρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Κύπρος, ως κράτος που ακολουθεί το σύστημα του Κοινοδικαίου (Common Law), οφείλει να μελετήσει σοβαρά τη νομολογιακή αυτή εξέλιξη. Αν και η κυπριακή έννομη τάξη είναι ανεξάρτητη, αντλεί – όπως και η ίδια η Δικαιοσύνη αναγνωρίζει – ερμηνευτική καθοδήγηση από τη βρετανική νομολογία. Η εν λόγω απόφαση προσφέρει ένα νομικό αντίβαρο στην ασαφή, σχεδόν ενοχική στάση που τηρείται έναντι του ζητήματος στην Κύπρο.
Η απόπειρα εξάλειψης της έννοιας του βιολογικού φύλου στο όνομα της κοινωνικής αποδοχής οδηγεί όχι στην ισότητα, αλλά στη διάρρηξη της αρχής της αναλογικότητας και στην αδυναμία του νόμου να προσφέρει σαφές και εφαρμόσιμο πλαίσιο προστασίας για όλους. Όπως ορθώς τόνισε το Δικαστήριο, η διάκριση ανάμεσα στον βιολογικό και στον νομικά αναγνωρισμένο προσδιορισμό φύλου (gender vs sex) δεν συνεπάγεται αποκλεισμό, αλλά λειτουργεί ως βάση για τη συνύπαρξη δύο συστημάτων προστασίας δικαιωμάτων.
Η απόφαση του Δικαστηρίου υπενθυμίζει επίσης ότι το δίκαιο δεν είναι κώδικας ηθικών επιθυμιών ή κοινωνικών τάσεων. Είναι ένα εργαλείο εξισορρόπησης δικαιωμάτων και λειτουργίας της κοινωνίας εντός προβλέψιμου, ορθολογικού πλαισίου.
Ας φανταστούμε έναν κατηγορούμενο που, ενώ γνωρίζει πού βρίσκεται το θύμα απαγωγής, επιλέγει να σιωπήσει. Κατά το Σύνταγμα, έχει δικαίωμα σιωπής. Το δίκαιο τον προστατεύει, παρά το γεγονός ότι η κοινωνία μπορεί να τον στιγματίσει ηθικά. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του φύλου: ο νόμος επιλέγει να προστατεύσει έννοιες και όρια για να διασφαλίσει τη συνοχή και την εφαρμοσιμότητά του, όχι για να προσφέρει ηθική αποδοχή σε όλους τους αυτοπροσδιορισμούς.
Αντί επιλόγου: Ο δημόσιος διάλογος σήμερα νοσεί. Η επιβολή της λεγόμενης «woke» ατζέντας έχει μετατρέψει κάθε διαφωνία σε δήθεν πράξη μίσους και περιθωριοποίησης. Σ’ αυτόν τον εκτροχιασμό, ήρθε η ρηξικέλευθη αυτή απόφαση του Βρετανικού Δικαστηρίου να προσφέρει θεσμικό εξαγνισμό, ξεκαθαρίζοντας πως η διαφωνία δεν ισοδυναμεί με αποκλεισμό και πως η οριοθέτηση δεν συνιστά άρνηση.