Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά εμφανίζονται φωνές στον δημόσιο διάλογο που καταλογίζουν ευθύνες αποκλειστικά στη δική μας πλευρά για το αδιέξοδο στο Κυπριακό. Κατηγορούν την πολιτική ηγεσία και την κοινωνία ότι δήθεν “δεν τολμούν”, “φοβούνται”, ή “δεν θέλουν” να κάνουν το μεγάλο βήμα προς τη συμφιλίωση και τη λύση. Μια λύση, η οποία για τους περισσότερους από αυτούς, δεν είναι άλλη από τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ). Αλλά σε αυτό το σημείο, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: τι απομένει πια για να αποδεχθούμε; Μερικοί απαντούν πως κατανοούν πως δεν έχουμε τίποτε άλλο να αποδεχθούμε αλλά «δεν έχουμε επιλογή» η μερικοί δεν απαντούν καν και επαναλαμβάνουν  το περί «τολμηρού βήματος» από την δική μας πλευρά.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει επανειλημμένως αποδεχθεί το πλαίσιο της ΔΔΟ ως βάση διαπραγμάτευσης από τη δεκαετία του 1970. Έχει κάνει μεγάλες υποχωρήσεις, έχει αποδεχθεί πολιτική ισότητα, εκ περιτροπής προεδρία, παραμονή σημαντικού αριθμού εποίκων, επιστροφή περιορισμένου αριθμού προσφύγων, περιορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα υπό το καθεστώς των ζωνών. Κι όμως, παρά αυτές τις συνεχείς υποχωρήσεις, η άλλη πλευρά δεν έχει μετακινηθεί ούτε ένα βήμα από τις μαξιμαλιστικές της θέσεις.

Μετά το σχέδιο Ανάν, το οποίο απορρίφθηκε δημοκρατικά από το 76% του ελληνοκυπριακού λαού, μας ζητήθηκε να επιστρέψουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ακόμα λιγότερα. Και το κάναμε. Στο Κραν Μοντανά το 2017 προσήλθαμε , παρά τις αντιδράσεις,  με πρόθεση συμφωνίας, αποδεχόμενος σχεδόν όλα τα κεφάλαια του πλαισίου Γκουτέρες. Η τουρκική πλευρά ήταν αυτή που αποχώρησε, απαιτώντας μόνιμες εγγυήσεις και παρουσία τουρκικού στρατού επ’ αόριστον.

Εδώ θυμίζω πως, παρόλες τις πολλές προσπάθειες, δεν δίνονται οι λεγόμενες συγκλήσεις στην δημοσιότητα, ούτε καν στα κόμματα. Δηλαδή δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς εννοούν όταν μας λεν  « να κάτσουμε σε συνομιλίες από εκεί που μείναμε στον Κραν Μοντάνα», που μείναμε στο Κραν Μοντάνα;

Και σήμερα, το καθεστώς στην Άγκυρα και τα κατεχόμενα προωθεί ανοικτά λύση δύο κρατών. Δεν μιλούν πια για ΔΔΟ, ούτε καν για συνομιλίες. Και όμως, οι υπερασπιστές της όποιας “λύσης” συνεχίζουν να στρέφουν τα βέλη τους προς τη δική μας πλευρά.

Η απορία είναι εύλογη και θεμελιώδης:

Αφού έχουμε αποδεχτεί όλα τα βασικά σημεία του πλαισίου της ΔΔΟ, τι ακριβώς ζητείται ακόμη από εμάς; Να αποδεχθούμε την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας; Την πλήρη νομιμοποίηση του εποικισμού; Τη μονιμοποίηση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας; Την υπονόμευση της ευρωπαϊκής λειτουργικότητας του κράτους;

Προσδοκούν πως το ερχόμενο Οκτώβριο, μετά τις «εκλογές» στα κατεχόμενα θα «εκλεγεί» πιο συγκαταβατικός ηγέτης των Τ/κ και πως θα είναι πάλι, η  τελευταία μας ευκαιρία για επίλυση του Κυπριακού. Ξεχνούν η κάνουν πως ξεχνούν, πως  κανένας ΤΚ ηγέτης δεν έχει την δύναμη να διαπραγματευτεί και να αντισταθεί στις επεκτατικές ορέξεις της Τουρκίας, όσο και να έχει την καλή θέληση, και επίσης  στα κατεχόμενα η πλειοψηφία πια δεν είναι οι ΤΚ αλλά οι έποικοι που πήραν «ταυτότητα» του ψευδοκράτους. Άρα , ας μην κοροϊδεύουμε και τους εαυτούς μας πως ο νέος ηγέτης είναι ηγέτης των ΤΚ , αλλά ο αγαπημένος των εποίκων.

Δεν πρόκειται για εμμονή ή άρνηση στη λύση. Είναι στάση ευθύνης και αυτοσεβασμού. Γιατί λύση χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς ελευθερία και χωρίς την εγγύηση της επιβίωσης του κυπριακού ελληνισμού, δεν είναι λύση, είναι συνθηκολόγηση. Η μόνη διέξοδος μας είναι να γίνουμε «σοβαρό» κράτος, με δυνατή οικονομία, άμυνα, και παράλληλα συνεργασία με τους Τκ που ακόμα πιστεύουν στην ΚΔ. Ας δουλέψουμε για απελευθέρωση, για αναίμακτη απελευθέρωση.

Όσοι, λοιπόν, μιλούν για “θαρραλέες αποφάσεις”, ας μας πουν καθαρά:

Ποια είναι η τελική γραμμή που μας ζητούν να διαγράψουμε; Και τι ακριβώς έχει μείνει για να παραχωρήσουμε;

*Σκηνοθέτης