Η εκλογή του Νίκου Χριστοδουλίδη μπορεί να είναι το κυρίαρχο γεγονός της χθεσινής μέρας, αλλά το σημαδιακό γεγονός για τη δημόσια ζωή είναι ότι για πρώτη φορά τα δύο μεγάλα κόμματα δεν συμμετέχουν στην Κυβέρνηση. Κι αυτό είναι ηχηρό μήνυμα των πολιτών, που ελπίζουμε αυτή τη φορά να ληφθεί υπόψη από τις ηγεσίες.

Η συνεχής απομάκρυνση των ψηφοφόρων από τα κόμματα, που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία είκοσι χρόνια (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ απομάκρυναν από κοντά τους 103.138 πολίτες – σύγκριση βουλευτικών εκλογών 2001 και 2021), εκφράστηκε με τον πιο καταλυτικό τρόπο στις Προεδρικές. Εγκρίνοντας δυο υποψήφιους έξω από αυτό που θεωρείται κομματικό κατεστημένο. Κι αυτό απεικονίζεται όχι μόνο στην εκλογή Χριστοδουλίδη, αλλά και στο ποσοστό του Ανδρέα Μαυρογιάννη (48.08% με 189.522 ψήφους), που είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόμμα και τα σχήματα, που επίσημα τον στήριξαν, όπως είναι παρομοίως και το ποσοστό του Νίκου Χριστοδουλίδη (51.92% με 204.680 ψήφους).

Τα δύο μεγάλα κόμματα στριμώχνονται πλέον στην αντιπολίτευση με την έννοια ότι διεκδικούν το χώρο τους και το βαθμό αντιπολίτευσης που θα έχει το καθένα. Θα ήταν πολιτικά επικίνδυνο αν ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ μπορούσαν να συνεργαστούν ως αντιπολίτευση ανταποκρινόμενοι στα όνειρα περί υπέρβασης, που κάποια στελέχη του ΔΗΣΥ εξέφρασαν ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη Κυριακή. Ο νέος Πρόεδρος δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει σε τέτοιο ενδεχόμενο, είναι γνωστό ότι δίνονται μάχες εντός Κοινοβουλίου για να εγκρίνονται ή να απορρίπτονται τα κυβερνητικά νομοσχέδια, τα κονδύλια, ακόμα και οι προσλήψεις. Παρότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, επίσημης συνεργασίας δηλαδή ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, το πρόβλημα είναι ούτως ή άλλως στα χέρια των κομματικών ηγεσιών και ιδιαίτερα στα χέρια της ηγεσίας του ΔΗΣΥ.

Αφού πρώτα βρει τα πόδια της (έτσι όπως τα μπουρδούκλωσε!), θα είναι υποχρεωμένη να αποφασίσει αν θα αφήσει ξεκρέμαστους τους ψηφοφόρους του κόμματος και του Αβέρωφ Νεοφύτου, που κατά πλειοψηφία ψήφισαν τον κ. Χριστοδουλίδη- με κίνδυνο να τους χάσει για πάντα. Την ώρα, μάλιστα, που η φιλοσοφία του νέου Προέδρου, ειδικά στην οικονομία και τα επείγοντα ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης (ακρίβεια, δημοσιονομικά, μεταναστευτικό κ.λπ.), αλλά και τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, δεν φαίνεται να κοντράρονται με τη δική του φιλοσοφία.

Αυτό είναι ένα στοίχημα για τον Αβέρωφ Νεοφύτου, αλλά και για τον Νίκο Χριστοδουλίδη. Είναι προφανές ότι ο νέος Πρόεδρος θα επιχειρήσει να κάνει πράξη όσα έλεγε προεκλογικά περί Κυβέρνησης ευρείας αποδοχής. Αλλά, αυτό που έχει να αντιμετωπίσει πρώτα είναι την ηγεσία του δικού του κόμματος, που δείχνει ακόμα «θυμωμένη». Δεν τον εξυπηρετεί να συνεχιστεί αυτός ο «θυμός», και προφανώς θα επιδιώξει πρώτος την προσέγγιση. Όμως, θα χάσει την κοινωνία αν δεν είναι προσεκτικός και αναγκαστεί να μπει σε συναλλαγές.

Όσο δύσκολο και να είναι αυτό, δεν πρέπει να ξεχάσει ότι η κοινωνία των πολιτών σιχάθηκε τις πολιτικές συναλλαγές (τις ταυτίζει απόλυτα με τη διαφθορά) και ψήφισε Πρόεδρο, που δεν τις έκανε προεκλογικά και πήγε απευθείας στους πολίτες. Με τη λαϊκή εντολή, που έλαβε, έχει την έγκριση να εφαρμόσει την πολιτική του με καθαρότητα (ξεκάθαρα, όπως έλεγε ο ίδιος κατ’ επανάληψη) και να δημιουργήσει μια νέα εποχή για τον τόπο.

Ήδη η αρχή της νέας εποχής ξεκίνησε από το γεγονός ότι οι πολίτες τον βοήθησαν να πάει κόντρα στη διαχρονική κυριαρχία των δύο μεγάλων κομμάτων και να εξέλθει νικητής. Αυτό τού δίνει το ηθικό έρεισμα να κινηθεί με την κοινωνία, να ανταποκριθεί στα μηνύματα της (όπως ΔΕΝ ανταποκρίθηκαν οι κομματικές ηγεσίες τόσα χρόνια) και όχι να μπει σε μια διαδικασία συναλλαγών, που δεν θα ανοίξει το δρόμο για νέο ήθος στην πολιτική και στη διοίκηση του κράτους. Η πρώτη του ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι ο διορισμός των υπουργών του. Ασφαλώς δεν θα αγνοήσει τα κόμματα, αλλά αν με οποιονδήποτε τρόπο δώσει στο Υπουργικό Συμβούλιο κομματική ταυτότητα, έστω και διακομματική, θα είναι η πρώτη απογοήτευση και θα είναι καθοριστική για το στοίχημα που έχει να κερδίσει στη συνέχεια εκ μέρους της κοινωνίας που τον εμπιστεύτηκε.