Από την πρώτη στιγμή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία μαίνεται ένας παράλληλος πόλεμος, ο πόλεμος της πληροφορίας, ο οποίος συμπληρώνει τις εχθροπραξίες και τους βομβαρδισμούς. Ωστόσο, η διαμάχη στο πεδίο των εντυπώσεων δεν έχει αρχίσει να καταγράφεται τις μέρες της παρούσας σύγκρουσης, αφού από το 2014 και την έναρξη της ρωσοουκρανικής κρίσης έχει διαμορφωθεί ένα παράλληλο μέτωπο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της Ρωσίας, της Ουκρανίας και των χωρών της Ευρώπης, που αφορά τόσο την ίδια την κρίση όσο και το δίκαιο του πολέμου.

Η παρούσα διαμάχη διεξάγεται με την χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων και μεθόδων, αφού πέραν από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, το μέτωπο επεκτείνεται και στην χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στα επίσημα διαγγέλματα της πολιτικής ηγεσίας των χωρών που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται.

Επίσης, χέρι-χέρι με την καταστροφή του πολέμου προχωρεί η λογοκρισία της ενημέρωσης, αφού μετά την ποινικοποίηση από το Κρεμλίνο της διασποράς «ψευδών» ειδήσεων, πολλά δυτικά ΜΜΕ ανέστειλαν τις μεταδόσεις τους στη Ρωσία, προκειμένου να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους τους από ποινικές διώξεις, ενώ την ίδια ώρα η Κομισιόν αποφάσισε να απαγορεύσει την ελεύθερη μετάδοση δύο κρατικών ρωσικών ΜΜΕ.

Μπορεί να έχουν αλλάξει πολλά από τον πρώτο πόλεμο, που μεταδόθηκε ζωντανά στην τηλεόραση, τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 από το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNN, ωστόσο «η βασική διαφορά με το σήμερα είναι ότι τα ΜΜΕ δεν μεταδίδουν μόνο την εικόνα του πολέμου, αλλά μεταδίδουν αφηγήματα. Αποτελεί, δηλαδή, μέρος της στρατηγικής επικοινωνίας του κράτους και κατ ́επέκταση της πολεμικής του στρατηγικής», ανέφερε στον «Φ» ο Επισκέπτης Ερευνητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Διδάσκων του Πανεπιστημίου Πατρών, Δρ Νεόφυτος Ασπριάδης. 

«Αυτή η πρακτική», εξήγησε ο Δρ Ασπριάδης, «έχει δύο συνέπειες: Η πρώτη έχει να κάνει με την ίδια τη λειτουργία των ΜΜΕ, την ανεξαρτησία και την δεοντολογία της ενημέρωσης και η δεύτερη με τη στρατηγική χρήση τους», ενώ προσθέσε ότι «τα ΜΜΕ φαίνεται πως δεν μπορούν να λειτουργήσουν τελείως ανεξάρτητα από την πολιτική ηγεσία, ειδικά σε περιόδους κρίσης και πολέμου».

Επομένως, υποστήριξε, «εγείρονται δύο ζητήματα: Το ένα αφορά τον ρόλο των ΜΜΕ στον πόλεμο, δηλαδή κατά πόσο δύναται να λειτουργούν με τρόπο ανεξάρτητο, πράγμα που επιτάσσει η λογική του μέσου και κατά πόσο λειτουργούν με βάση τη λογική της εκστρατείας, δηλαδή τη διαδικασία λειτουργίας με βάση τη στρατηγική επικοινωνία, που επιτάσσει η πολιτική ηγεσία ή το πολιτικό σύστημα».  Τόνισε ότι «σε περιόδους κρίσεων η ανάγκη συστράτευσης με την πολιτική ηγεσία καθιστά την ανεξάρτητη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης ιδιαιτέρως δύσκολη, είτε για λόγους πατριωτισμού, είτε για λόγους ανάγκης».

Η στρατηγική επικοινωνία μέρος του κεντρικού σχεδιασμού των κρατών

Στην παρούσα πολεμική διαμάχη, η στρατηγική επικοινωνία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα στον κεντρικό σχεδιασμό των κρατών και στοχεύει την παραγωγή συγκεκριμένων μηνυμάτων, όχι μόνο για τον επηρεασμό της κοινής γνώμης των κρατών, αλλά και για την αποδόμηση των αντιπάλων και την αποσταθεροποίηση του εσωτερικού του αντιπάλου. Προς αυτή την κατεύθυνση τα ΜΜΕ είτε «παίζουν» το παιχνίδι της εξουσίας, είτε προσπαθούν να μεταφέρουν την είδηση.

«Συνεπώς, στη Ρωσία, ειδικά με βάση το καθεστώς που υπάρχει, θα ήταν παράλογο να θεωρούμε πως τα ΜΜΕ θα συμμερίζονταν την άποψη που έχει η Δύση για τον πόλεμο. Αυτό εκ προοιμίου. Στην πράξη, η κυβέρνηση της Ρωσίας επιχείρησε να καταστήσει δεδομένη την υποστήριξη των ΜΜΕ στον πόλεμο», επεσήμανε ο Δρ Ασπριάδης.

«Πέρα από αυτό όμως», πρόσθεσε, «υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα:  Όταν τα ΜΜΕ αποτελούν μέρος της στρατηγικής επικοινωνίας ενός κράτους, τότε αναπόφευκτα γίνονται και αντικείμενο προς αντιμετώπιση.  Επομένως εξήγησε «στην αρχή του πολέμου θεωρήθηκε δεδομένο ότι τα ρωσικά ΜΜΕ θα μετέδιδαν το αφήγημα της Ρωσίας ή θα διοχέτευαν στη Δύση ψευδείς ειδήσεις και στοιχεία παραπληροφόρησης και γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο απαγορεύτηκε η πρόσβαση». 

Συμπλήρωσε ότι «για τον πρώτο καιρό του πολέμου η απαγόρευση αυτή είχε αποτέλεσμα. Αφενός, μπλόκαρε την ρωσική προπαγάνδα προς τη Δύση και απέτρεψε την ύπαρξη διφορούμενων και διασπαστικών τάσεων στο εσωτερικό μέτωπο της Δύσης, αυξάνοντας την ομοψυχία της. Αφετέρου, δημιούργησε μία σύγχυση στο επιτελείο της Ρωσίας, καθώς, όπως φάνηκε και στην κρίση του 2014, η παραπληροφόρηση θα ήταν κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της Ρωσίας, που θα βοηθούσε στον πόλεμο».  

«Η Ρωσία, μετά από αυτό», επεσήμανε ακολούθως, «άργησε να προωθήσει το στρατηγικό της αφήγημα προς την Δύση αλλά και να επιφέρει επικοινωνιακά και ψυχολογικά πλήγματα στο ίδιο το μέτωπο, ενώ αυτό έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στην ανάπτυξη «ανοσίας» στην ρωσική προπαγάνδα και όταν πλέον κατάφερε να βρει τρόπους να επανέλθει ήταν πολύ πιο δύσκολο να γίνει πιστευτή». 

 Εξήγησε ότι «αυτό δεν είχε γίνει το 2014, όπου η Δύση ήταν απροετοίμαστη να διαχειριστεί την συστηματική στρατηγική επικοινωνία της Ρωσίας και άργησε να αντιδράσει, επιτρέποντας την αρχική επικράτηση των αφηγημάτων της Μόσχας και κατ ́ επέκταση την νομιμοποίηση των ενεργειών της».

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, όπως ανέφερε ο Δρ Ασπριάδης , ότι «η κρίση της Ουκρανίας το 2014 επιτέλεσε την πρώτη δοκιμή συστηματικής και συγκροτημένης χρήσης όλων των διαθέσιμων μέσων επικοινωνίας (ΜΜΕ, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, Ρητορικός λόγος επισήμων,) με σκοπό την αποσταθεροποίηση του εσωτερικού μετώπου του αντιπάλου».

Η επιθετική στρατηγική επικοινωνία, ο πληροφοριακός πόλεμος, αλλά και οι ψυχολογικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούνταν από το σύστημα και των δύο πλευρών, με στόχο τη διαμόρφωση αντιλήψεων των αντιπάλων πλευρών και τη νομιμοποίηση ή απονομιμοποίηση των ενεργειών τους ή αυτών των αντιπάλων.

Σημείωσε ακόμη ότι το 2014 η στρατηγική επικοινωνία της Ρωσίας και της Δύσης περιλάμβανε συγκεκριμένα ρητορικά σχήματα, τα οποία βλέπουμε να επαναλαμβάνονται και στη σημερινή συγκυρία, όπως η εκατέρωθεν μετάθεση ευθυνών, ενώ ένα άλλο πλαίσιο επικοινωνίας, το οποίο επαναχρησιμοποιείται έντονα και από τις δύο πλευρές» είναι αυτό της «προπαγάνδας», το οποίο σε σχέση με το 2014, έχει μετονομαστεί σε «παραπληροφόρηση». «Σε αυτή την περίπτωση και τα δύο μέρη επιδιώκουν την αποδόμηση της ρητορικής του αντιπάλου και ως εκ τούτου προσπαθούν με την χρήση της προπαγάνδας να διασπείρουν την αμφισβήτηση και να επιφέρουν την απώλεια της εμπιστοσύνης στα αντίστοιχα ακροατήρια», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, μία άλλη έκφανση της στρατηγικής επικοινωνίας αποτελεί η διαδικασία στρατηγικής διαμόρφωσης εικόνων. Συγκριτικά με την κρίση του 2014, ο Δρ Ασπριάδης, ανέφερε πως τότε «η επικρατούσα εικόνα, όπως διαμορφώθηκε, μέσα από τη ρητορική του προέδρου Μπάρακ Ομπάμα, ήταν η εικόνα του θύματος για την Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα, η εικόνα για τη Ρωσία ήταν αυτή του ιμπεριαλιστή, αλλά χωρίς να υπάρχει έντονη αναφορά».

«Η διαφορά με την κρίση του 2014», όπως εξήγησε, «ήταν ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν άμεση εμπλοκή στο ζήτημα και για τον λόγο αυτόν η ρητορική τους δεν ήταν έντονη, ενώ αντίθετα στη σημερινή συγκυρία οι ΗΠΑ πρωτοστατούν στη σύγκρουση και αποτελούν τον κύριο αντίπαλο της Ρωσίας, αφού η στρατηγική διαμόρφωση εικόνας χρησιμοποιήθηκε για λόγους δόμησης αποτρεπτικής ισχύος»

Σημείωσε ακόμη ότι «ο πληροφοριακός πόλεμος συντελείται ανάμεσα σε ισάξιους στο πεδίο αυτό αντιπάλους και επιχειρεί σε δύο επίπεδα: Στο ένα να θωρακίσει το εσωτερικό μέτωπο από τα στρατηγικά αφηγήματα του αντιπάλου, ενώ στο άλλο να (ανα)διαμορφώσει τις αντιλήψεις στο μέτωπο του εχθρού», τονίζοντας ότι «η επιτυχία σε αυτή τη σύγκρουση ενδεχομένως να επιφέρει πιο καίρια αποτελέσματα ακόμα και από τον ίδιο τον πόλεμο».

-Επικοινωνιακή στρατηγική νομιμοποίησης της επέμβασης από το Κρεμλίνο

Όσον αφορά την επικοινωνιακή στρατηγική του Κρεμλίνου, ο Δρ Ασπριάδης ανέφερε ότι «οι  στρατηγικές αφηγήσεις, που χρησιμοποίησε κατά βάση το Κρεμλίνο ξεκίνησαν πριν από τον πόλεμο, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την επέμβαση, αφού ένας από τους σκοπούς της χρήσης της στρατηγικής επικοινωνίας στη διεθνή πολιτική είναι η παραγωγή στρατηγικών αφηγήσεων, οι οποίες νοηματοδοτούν, αλλά και επιχειρούν να νομιμοποιήσουν τις ενέργειες του κράτους».

«Οι αφηγήσεις αυτές», όπως εξήγησε, «κινήθηκαν στο πλαίσιο της ναζιστικοποίησης της Ουκρανίας και της εμφάνισης της ηγεσίας της ως ναζιστές, ενώ κινητοποιήθηκε επίσης  το αφήγημα της καταπάτησης των δικαιωμάτων αλλά και της απειλής κατά της ζωής των ρωσόφωνων κατοίκων στις περιοχές του Ντονμπάς». 

Πρόσθεσε ότι «ένα άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι το αφήγημα που ανέπτυξε στον λόγο του του ο Πρόεδρος Πούτιν πριν την εισβολή, το οποίο αφορούσε την «διόρθωση λαθών του παρελθόντος». Εξήγησε ότι «αυτό ήταν ένα νέο στρατηγικό αφήγημα, το οποίο δεν αποσκοπούσε στην επίτευξη διεθνούς νομιμοποίησης αλλά στη δημιουργία ενός νέου δόγματος που ενδεχομένως να καθορίσει την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας». 

Μία άλλη διάσταση της στρατηγικής επικοινωνίας του Κρεμλίνου είναι η διαμόρφωση της διεθνούς εικόνας της, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η οπτικοακουστική επικοινωνία. «Η εικόνα της με τον πόλεμο, τουλάχιστον στην Δύση, έχει αποκτήσει μία ιδιαιτέρως αρνητική χροιά, πράγμα που ενισχύεται και από την πολιτική ρητορική των Ευρωπαίων ηγετών και του Αμερικανού Προέδρου (βλ. τον χαρακτηρισμό «εγκληματία πολέμου» για τον Πούτιν). Η προσπάθεια ανάταξης της εικόνας, τόσο μέσω βίντεο όσο και μέσω hashtag,  γίνεται και μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των πρεσβειών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα να αποτελεί η στάση αλλά και η χρήση που κάνει η ρωσική πρεσβεία στην Ελλάδα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Δρ Ασπριάδης.  

Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε, «προωθούνται εικόνες που ενισχύουν το αφήγημα της Ρωσίας για την ναζιστοποίηση της Ουκρανίας, γίνονται προσπάθειες ανατροπής των αφηγημάτων που προωθούνται από την Ουκρανία και τη Δύση, μέσω βίντεο–factsheet κλπ».

«Επίσης, ένα άλλο στοιχείο», συμπλήρωσε, «είναι οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά της Ελλάδας σχετικά με τη στάση της χώρας αλλά και πολιτικών προσώπων», εξηγώντας ότι «η προσπάθεια αυτή αποτελεί μέρος μιας συγκροτημένης διαδικασίας διαμόρφωσης της εικόνας της Ρωσίας αλλά και της αποδόμησης άλλων χωρών, όπως στην προκειμένη η Ελλάδα, οι οποίες εκδήλωσαν έντονα την συμπαράσταση προς την Ουκρανία».  Σημείωσε ότι «η αποδόμηση βασίζεται στην αμφισβήτηση των αφηγημάτων της Δύσης χαρακτηρίζοντας τα απλώς ως «αντιρωσική προπαγάνδα» άρα κάτι που δεν υφίσταται ή είναι ψευδές». Συνεπώς, όσοι τα ακολουθούν και τα ενστερνίζονται αναπαράγουν απλώς τα ψεύδη». 

Ανέφερε ακόμη ότι «συνήθως, μέχρι τώρα oı προσπάθειες αποδόμησης της εικόνας των αντιπάλων σε συγκρούσεις μεγάλων δυνάμεων αφορούσαν τις ίδιες τις εμπλεκόμενες μεγάλες δυνάμεις. Βλέπουμε τώρα με την περίπτωση της ρωσικής πρεσβείας στην Ελλάδα ότι για τη Ρωσία η κάθε χώρα παίζει ξεχωριστό ρόλο, και μία μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο επικοινωνιακά, όπως και οι ΗΠΑ. Είναι σαν να μην αφήνεται τίποτα στην τύχη του».

-Η Ουκρανία συνέθεσε ένα αφήγημα ηρωισμού

Σχολιάζοντας ακολούθως την επικοινωνιακή στρατηγική του Κιέβου, ο Δρ Ασπριάδης ανέφερε ότι «η Ουκρανία κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να βρεθεί και επικοινωνιακά στη θέση του θύματος». Σημείωσε ότι «πέραν από την ουσία του ζητήματος, ότι αποτελεί δηλαδή μια χώρα σε άμυνα, που παλεύει για την επιβίωσή της, οι πολίτες της χώρας κατάφεραν να κινητοποιήσουν το αφήγημα του αδυνάτου, σε συνάρτηση με αυτόν του αγωνιστή, πράγμα που συνθέτει ένα αφήγημα ηρωισμού». 

Επεσήμανε ακόμη ότι «η εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους πολίτες επέτρεψε πέρα από την εύκολη διοχέτευση των μηνυμάτων τον ευκολότερο επηρεασμό της δυτικής κοινής γνώμης», εξηγώντας ότι «οι ιστορίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης των πολιτών θεωρήθηκαν από τους πολίτες της Δύσης αδιαμεσολάβητες και ως εκ τούτου αληθινές και ίσως απαλλαγμένες από κάθε είδους προπαγάνδα». «Αυτό», εξήγησε, «διευκόλυνε την αφομοίωση τους και συνέθετε την εικόνα του θύματος για την Ουκρανία», προσθέτοντας ότι «ενδεχομένως μέσα σε αυτά να υπήρχαν και ορισμένα τα οποία να ήταν προϊόν μιας οργανωμένης από την ουκρανική ηγεσία στρατηγικής επικοινωνίας, όμως μέσα στον γενικότερο «βομβαρδισμό» των μηνυμάτων δεν ήταν δυνατόν να ξεχωρίσουν». 

Ανέφερε ακολούθως ότι «το έναυσμα βέβαια γι’ αυτή την πρακτική το έδωσε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, ο οποίος είχε βγει με τους συνεργάτες στην αρχή να δηλώσει ότι δεν έφυγε από την χώρα», εξηγώντας ότι «ήταν μια κρίσιμη καμπή, όχι μόνο για την ενίσχυση του ηθικού, αλλά και για την στρατηγική, που έπρεπε να ακολουθήσει ο λαός ως πράξη αντίστασης». 

Υποστήριξε εν κατακλείδι ότι «μπορεί όλοι να μην είναι στρατιώτες και να έχουν όπλα, όλοι όμως έχουν ένα κινητό. Όσο προχωράει όμως ο πόλεμος τα πράγματα θα δυσκολεύουν και τα αφηγήματα μπορεί να αλλάζουν. Όμως η αρχική εικόνα δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα άπαξ και έχει αφομοιωθεί».

– Τα social media, oι influencers και τα fake news

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την πολεμική διαμάχη βαρυσήμαντος είναι ο ρόλος, που διαδραματίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να έχουν πρόσβαση σε πλατφόρμες, όπως το Facebook, το WhatsApp, το Twitter και το Instagram, έχουν καταστεί  τα τελευταία χρόνια μια ισχυρή δύναμη για πολιτικές και πολιτιστικές επιδράσεις, ενώ αφαιρώντας τους μεσάζοντες από τη μεταφορά μηνυμάτων, εικόνων και νοημάτων, έγιναν εργαλείο για την άμεση ενημέρωση, αλλά και για την καλλιέργεια προπαγάνδας σε εκατομμύρια ανθρώπους.

Mε την κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία, εκατομμύρια άνθρωποι στράφηκαν στο TikTok για να ενημερωθούν σε πραγματικό χρόνο για το τι συμβαίνει εκεί, γεγονός που δεν άφησε αναξιοποίητο ο Λευκός Οίκος, αφού φρόντισε να ενημερώσει κορυφαίους αστέρες του TikTok για τους στρατηγικούς στόχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τους influencers και τη δημοφιλή πλατφόρμα για την προώθηση των επικοινωνιακών του στόχων.  Από την άλλη το telegram αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή στη διάδοση βίντεο, καθώς φέρεται να το χρησιμοποιεί τεράστιος αριθμός ανθρώπων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι για πρώτη φορά μια εμπόλεμη σύρραξη είναι σαν να αναμεταδίδεται ζωντανά μέσω των social media από χιλιάδες διαφορετικές ιδιώτες αναμεταδότες. Μπορεί να είχαμε δει κάτι ανάλογο τα προηγούμενα χρόνια και σε άλλες περιπτώσεις, αφού χαρακτηριστική ήταν η συνεισφορά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στα κάθε λογής κινήματα, από την Αραβική Άνοιξη μέχρι τις κινητοποιήσεις στην Ανατολική Ευρώπη, εντούτοις, όπως υποστήριξε ο Δρ Ασπριάδης, «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν σε αυτή τη σύγκρουση ίσως μεγαλύτερο ρόλο από κάθε άλλη μέχρι τώρα».

 Πρόσθεσε ότι «αποτελούν ένα μέσο που έχει άμεση πρόσβαση στην κοινή γνώμη ανεξαρτήτως συνόρων και αυτό από μόνο του τα καθιστά ένα ισχυρό όπλο στη διαμόρφωση της οπτικής των πολιτών». Συμπλήρωσε ότι «μέσα από τα social media προωθείται το στρατηγικό αφήγημα, αλλά ταυτόχρονα στήνονται και διαφόρων ειδών καμπάνιες, είτε βοήθειας είτε ακόμα και συνεννόησης πολιτών για ασφαλή καταφύγια μέσα στις πόλεις, που δέχονται επιθέσεις».  

Ανέφερε ακόμη  ότι «πέραν από το πεδίο της μάχης υπάρχει και ο «πόλεμος των hashtag», όπου ανεβαίνουν εικόνες, αφηγήσεις ή ακόμα και παροτρύνσεις. Υπάρχει από την μία το #boycottRussia, που καλεί σε μποϊκοτάζ εταιριών, οι οποίες συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, ενώ από την άλλη υπάρχει και το #stophatingRussians, που βγήκε πρόσφατα και αποτελεί μια προσπάθεια να αλλάξει το αφήγημα των Δυτικών για τα αρνητικά συναισθήματα και την αρνητική εικόνα για την Ρωσία. Συνοδεύτηκε με σχετικά βίντεο, τα οποία σε γενικές γραμμές παρουσιάζουν ότι η Ρωσία υφίσταται ένα ηθικό αποκλεισμό ίσως και στα όρια του ρατσισμού. Παρατηρείται, λοιπόν, και πάλι η Ρωσία με δυτικά πρότυπα να προσπαθεί να αλλάξει το αρνητικό αφήγημα και την περιθωριοποιημένη εικόνα της στη Δύση».

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι από την έναρξη της εισβολής βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μπαράζ από fake news. Ωστόσο, έχουμε δει αρκετές ψηφιακές «απομιμήσεις» να καταρρίπτονται σε πραγματικό χρόνο, με το πραγματικό υλικό να επαληθεύεται από μια ομάδα εκπαιδευμένων ερευνητών από αίθουσες ειδήσεων και διάφορες εθελοντικές οργανώσεις.

Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο σε τηλεοπτική σύνδεση, όπου φαίνεται δημοσιογράφος με σορούς πίσω του, ενώ το βίντεο απεικονίζει διακρατική διαμαρτυρία για την κλιματική αλλαγή.

Ένα άλλο θολό βίντεο, το οποίο εχει καταγράψει 12 εκατομμύρια προβολές στο TikTok και σχεδόν ένα εκατομμύριο προβολές στο Twitter, υποτίθεται ότι δείχνει μια Ουκρανή κοπέλα να αντιμετωπίζει έναν Ρώσο στρατιώτη, ενώ στην πραγματικότητα, το βίντεο δείχνει την Παλαιστίνια Ahed Tamimi, 11 ετών τότε, να αντιμετωπίζει έναν Ισραηλινό στρατιώτη, μετά τη σύλληψη του μεγαλύτερου αδελφού της, το 2012.

Μια άλλη εικόνα, που αποτυπώνει δύο παιδιά να αποχαιρετούν μια ομάδα των ουκρανικών ενόπλων  δυνάμεων έχει κερδίσει εκατομμύρια likes και shares, αλλά η εικόνα ήταν παλιά , αφού δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2016!

Καταληκτικά, ας έχουμε στον νου ότι στη μέση ενός λεγόμενου πολέμου της πληροφορίας, όπως και στη μέση ενός χερσαίου πολέμου, είναι εύκολο να κάνουμε εκτιμήσεις πολύ νωρίς και να παρασυρθούμε από απλές αφηγήσεις, ενώ αυτό που φαίνεται να έχει νόημα τώρα μπορεί να μην έχει νόημα αύριο και τα πλάνα που βλέπουμε μπορεί να ερμηνευτούν εντελώς διαφορετικά μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου.