Πλοία γεμάτα με πρόσφυγες, «γαλαζοαίματους» ως επί το πλείστον, ευγενείς μέλη της κοινωνικής ελίτ, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, κόμηδες και κόμισσες, ακόλουθους της τσαρικής αυλής, αλλά και ένστολους, αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, προσέγγισαν στο λιμάνι της Αμμοχώστου τον Μάρτιο – Απρίλιο του 1920. 

Τότε, πριν από 102 χρόνια, η Κύπρος έγινε μάρτυρας ιδίοις όμμασι των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου, αλλά και της ξένης στρατιωτικής επέμβασης από δυτικές χώρες – συμμάχους στην Αντάντ στην αχανή Ρωσία, την Ουκρανία και άλλες περιοχές που εντάχθηκαν στη νεοσύστατη Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ή Σοβιετική Ένωση, όπως αλλιώς ονομαζόταν). Οι ίδιες πόλεις, όπου μαίνονται σήμερα μάχες, καθώς και πολλές άλλες περιοχές, σπαράσσονταν και τότε από αιματοχυσία (Κίεβο, Χάρκοβο, Χερσώνα, Οδησσός, Κριμαία, αλλά και Μπέλγκοραντ…). 

Πολλοί ήταν οι Ρώσοι, καθώς επίσης άνθρωποι άλλων εθνοτήτων, που αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες και να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες, είτε γιατί συμμετείχαν με τα φιλοτσαρικά στρατεύματα στον πόλεμο εναντίον της επανάστασης, είτε γιατί κινδύνευαν λόγω του ότι ανήκαν στην τάξη των «ευγενών», που θεωρούνταν στυγνοί καταπιεστές του λαού. 

Μετά από αλλεπάλληλες επαναστάσεις, το 1917 ανατράπηκε το μισητό για τον λαό καθεστώς του τσάρου στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Στην εξουσία ανήλθαν τελικά τα «σοβιέτ των εργατών και των αγροτών», με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας (των «Μπολσεβίκων»), υπό τον Βλαντιμήρ Λένιν. Ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Την αιματοχυσία σε όλη την επικράτεια της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας επιδείνωσε η ξένη στρατιωτική επέμβαση. Δυτικές χώρες σύμμαχοι στην Αντάντ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, με πρωτοστάτες τη Γαλλία, την Αγγλία, την Πολωνία κ.ά., απέστελλαν στρατιωτικά αποσπάσματα με στόχο την καταστολή της επανάστασης. 

Διαπράχθηκαν πολλές φρικτές βιαιότητες. Οι απώλειες ήταν αμέτρητες. Έχασαν τη ζωή τους περίπου εννιά εκατομμύρια άνθρωποι. Οι ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις δυτικών χωρών στην ΕΣΣΔ συνεχίζονταν μέχρι και τη δεκαετία του 1930. 

Το 1920, όταν διαφάνηκε ότι ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Λευκή Φρουρά, όπως ονομάζονταν τα αντεπαναστατικά στρατεύματα (έναντι της Κόκκινης Φρουράς),  πολλοί πολέμιοι της επανάστασης, αλλά και μέλη της κοινωνικής ελίτ επιβιβάζονταν σε πλοία και αναχωρούσαν άρον – άρον από τη χώρα, εγκαταλείποντας τεράστιες περιουσίες. Έπαιρναν μαζί τους μόνο ορισμένα τιμαλφή, καθώς επίσης ιερά εικονίσματα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλοί πρόσφυγες επιβάτες σε γαλλικά πλοία αναγκάστηκαν να παραδώσουν σε αξιωματικούς και ναύτες τα πολύτιμα αντικείμενα που κατείχαν. Πολλοί Ρώσοι πρόσφυγες έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, σε ελληνικά νησιά του Αιγαίου, όπως τη Λήμνο, στο λιμάνι του Πειραιά και αλλού, κυρίως από το λιμάνι της Οδησσού.

Η εφημερίδα «Ελευθερία» δημοσίευσε στις 27.3.1920 την είδηση ότι ατμόπλοιο, που μετέφερε 1.359 Ρώσους πρόσφυγες, προσάραξε ανοικτά του λιμανιού της Αμμοχώστου. Ωστόσο, οι Βρετανοί κυρίαρχοι του νησιού δεν επέτρεψαν την αποβίβασή τους. Επικαλέστηκαν το γεγονός ότι μεταξύ των προσφύγων υπήρχαν 50 ασθενείς. Από αυτούς μάλιστα οι 25 έπασχαν από εξανθηματικό τύφο, που είναι επικίνδυνη μολυσματική ασθένεια. Έτσι οι Βρετανοί ανάγκασαν το ατμόπλοιο να αναχωρήσει για την Αίγυπτο, όπου οι Ρώσοι πρόσφυγες θα περνούσαν από λοιμοκαθαρτήριο. 

Ύστερα από δύο μέρες κατέφθασε στην Αμμόχωστο ατμόπλοιο, το οποίο μετέφερε 750 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 8 ήταν γιατροί, 38 νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, πολλοί πληγωμένοι και ασθενείς. Οι πλείστοι επιβαίνοντες ήταν στρατιώτες της Λευκής Φρουράς του στρατηγού Ντενίκιν. Ξεχώριζε η παρουσία δύο στρατηγών και αρκετών συνταγματαρχών, «φέροντες άπαντες τα μετάλλιά των επί του στήθους των», σύμφωνα με το δημοσίευμα. 

Ήρθαν Σάββατο, αλλά τους επιτράπηκε η αποβίβαση τη Δευτέρα και την Τρίτη. «Το θέαμα ήτο φρικτόν», έγραφε ο ανταποκριτής της «Ελευθερίας». Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα παραπήγματα της Αγγλικής φρουράς, που μετατράπηκαν σε απέραντο νοσοκομείο, όπως σημείωσε ο δημοσιογράφος. 

Ακολούθησαν και άλλες τέτοιες αφίξεις Ρώσων προσφύγων στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ανάμεσα στους Ρώσους πρόσφυγες που έφτασαν στην Κύπρο ήταν και ο γιος του πρώην αρχικαγκελάριου της Ρωσίας, Αλεξάντρ Γκορτσιακόφ, γόνος μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες ευγενών της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν επίσης μπαλαρίνες του Μπαλέτου Μαριίσνκσι της Αγίας Πετρούπολης και μουσικοί του Κενσερβατορίου της Μόσχας. Ήταν ακόμη καθηγητές Πανεπιστημίου, συγγραφείς, γιατροί, δημοσιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες κ.ά. 

Όλοι μεταφέρονταν αρχικά στο στρατόπεδο της Αγγλικής φρουράς στον Καράολο, όπου κρατούνταν σε καραντίνα, σαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αργότερα επιτράπηκε στους Ρώσους πρόσφυγες να κυκλοφορούν κατά ομάδες στην Αμμόχωστο. Η πόλη άλλαξε όψη. Αυτή την εικόνα περιέγραψε ενθουσιωδώς εντυπωσιασμένος ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Ελευθερία», στις 3.4.1920:

 «Εκεί όπου προ μακρού έβλεπε τις μορφάς απαισίας (σ.σ. εννοούσε τους μελαμψούς Ινδούς στρατιώτες!) και όπου ήτο τάφος και κόλασις, τώρα περιφέρονται ξανθαί και χαρίεσσαι κόραι του Βορρά και αντηχούν αργυρόηχοι γέλωτες». 

Οι Κύπριοι κινητοποιήθηκαν για να συνδράμουν τους Ρώσους πρόσφυγες. Ένας από τους λόγους ήταν το ομόθρησκο Ελλήνων και Ρώσων. Μετά από σχετική αρχιερατική εγκύκλιο, πραγματοποιήθηκε έρανος στις εκκλησίες. Οι δίσκοι που περιφέρονταν ανάμεσα στους πιστούς γέμιζαν από τους οβολούς που εναπόθεταν σε αυτούς οι πιστοί. 

Σταδιακά οργανωνόταν η αναχώρηση Ρώσων προσφύγων για άλλες χώρες, παρά τις αντιδράσεις τους όσον αφορά τη χώρα προορισμού τους. Άλλοι έφευγαν και άλλοι έρχονταν όμως. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, ενδεχομένως πέρασαν από την Κύπρο περίπου 6.000 Ρώσοι πρόσφυγες.