Για να επιτευχθεί ο στόχος μιας κλιματικά ουδέτερης Ευρωπαϊκής Ένωσης έως το 2050, σύμφωνα με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, η ΕΕ πρέπει να αυξήσει τη φιλοδοξία της για την επόμενη δεκαετία και να επικαιροποιήσει το πλαίσιο πολιτικής της για το κλίμα και την ενέργεια.

Προς το σκοπό αυτό η Κομισιόν ενέκρινε μια δέσμη προτάσεων μέσω των οποίων οι ενωσιακές πολιτικές για το κλίμα, την ενέργεια, τη χρήση γης, τις μεταφορές και τη φορολογία θα προσαρμοστούν κατάλληλα ώστε να επιτευχθεί μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Πρόκειται για μια νέα αναπτυξιακή στρατηγική που αποσκοπεί στον μετασχηματισμό της ΕΕ σε μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία που διαθέτει μια οικονομία σύγχρονη, ανταγωνιστική και αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων, στην οποία ως το 2050 έχουν μηδενιστεί οι καθαρές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και όπου η οικονομική ανάπτυξη έχει αποσυνδεθεί από τη χρήση των πόρων. 

Αποσκοπεί επίσης στην προστασία, τη διατήρηση και την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου της ΕΕ, καθώς και στην προστασία της υγείας και της ευημερίας των πολιτών από κινδύνους και επιπτώσεις που σχετίζονται με το περιβάλλον. 

Ταυτόχρονα, η μετάβαση αυτή πρέπει να είναι δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς. Πρέπει να δίνει προτεραιότητα στον άνθρωπο και να μεριμνά για τις περιφέρειες, τους κλάδους και τους εργαζομένους που θα έρθουν αντιμέτωποι με τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Δεδομένου ότι θα επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές, η ενεργός συμμετοχή του κοινού και η εμπιστοσύνη στη μετάβαση είναι ύψιστης σημασίας για την αποτελεσματικότητα και την αποδοχή των πολιτικών. 

Επομένως στην Κύπρο, είναι αναγκαίο να επανεξεταστούν οι πολιτικές για τον εφοδιασμό με καθαρή ενέργεια όλης της οικονομίας, για τη βιομηχανία, την παραγωγή και την κατανάλωση, τις υποδομές μεγάλης κλίμακας, τις μεταφορές, τα τρόφιμα και τη γεωργία, τις κατασκευές, τη φορολογία και τις κοινωνικές παροχές. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, είναι απαραίτητο να αυξηθεί η αξία που αποδίδεται στην προστασία και την αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων, στη βιώσιμη χρήση των πόρων και στη βελτίωση της ανθρώπινης υγείας. Εκεί είναι που ο μετασχηματισμός είναι πιο αναγκαίος και που μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερα οφέλη για την οικονομία, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον της ΕΕ. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να προωθήσει και να επενδύσει στον αναγκαίο ψηφιακό μετασχηματισμό και σε ψηφιακά εργαλεία, καθώς αποτελούν σημαντικούς μοχλούς αλλαγών. 

Γενικό σημείο εκκίνησης του πακέτου αποτελεί η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ενώ ειδικότερο ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος (Κανονισμός 1119/2021). 

Η δέσμη Προσαρμογή στον στόχο του 55% (Fit for 55) είναι μια σειρά προτάσεων για την αναθεώρηση και την επικαιροποίηση της ενωσιακής νομοθεσίας και για την υλοποίηση νέων πρωτοβουλιών, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές της ΕΕ συνάδουν με τους κλιματικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η δέσμη προτάσεων αποσκοπεί στον καθορισμό ενός συνεκτικού και ισορροπημένου πλαισίου για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ, το οποίο να χαρακτηρίζεται από ισοτιμία και κοινωνική δικαιοσύνη, να διατηρεί και να ενισχύει την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της ΕΕ, εξασφαλίζοντας παράλληλα ίσους όρους ανταγωνισμού απέναντι στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών, και να υποστηρίζει τη θέση της ΕΕ ως ηγετικής δύναμης στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής παγκοσμίως.

Το συνολικό πακέτο αποτελείται από οκτώ κανονισμούς, πέντε οδηγίες, μία στρατηγική για τα δάση και δύο αποφάσεις που αποτελούν τμήμα των δυο οδηγιών του συστήματος εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπών (ΣΕΔΕ) και ειδικότερα της γενικής οδηγίας και της ειδικότερης οδηγία για αεροπορικές εκπομπές.

Η επίτευξη κοινωνικά δίκαιης μετάβασης μέχρι το 2030 θα γίνει μέσω: 

α) κοινωνικό ταμείο κλιματικής αλλαγής (2025-2032) 

β) η προώθηση επενδύσεων και μέτρων για τη στήριξη των πολιτών 

γ) η διάθεση μέρους των εσόδων από τα δικαιώματα στους τομείς των κτηρίων και μεταφορών, 

δ) η διατήρηση της αρχής της αλληλεγγύης σε Κανονισμό επιμερισμού των προσπαθειών και ΣΕΔΕ, 

ε) η αναδιανομή των δικαιωμάτων, 

στ) ο συνδυασμός κριτηρίων ΑΕΠ και αποδοτικότητας του κόστους, 

ζ) το ενισχυμένο ταμείο εκσυγχρονισμού, η) το  ενισχυμένο ταμείο καινοτομίας.

Επίσης, η ανταγωνιστική μετάβαση περιλαμβάνει:

1. η προώθηση του βιομηχανικού μετασχηματισμού

2. η τιμολόγηση του άνθρακα

 3. η αύξηση των δεσμευτικών στόχων στο τομέα της ενέργειας

 4. η προώθηση της καθαρής κινητικότητας και των καυσίμων

 5. η αναθεώρηση των προτύπων CO2 για τα οχήματα και μικρά φορτηγά

 6. η αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων

 7. η προώθηση των βιώσιμων καυσίμων

Τέλος, η πράσινη μετάβαση προνοεί:

α) η προώθηση δράσεων σε τομείς χρήσης γης, δασοπονίας και γεωργίας

β) η εισαγωγή φιλόδοξων στόχων για τις φυσικές καταβόθρες της ΕΕ

 γ) η ενίσχυση των κριτηρίων βιωσιμότητας για τη βιοενέργεια

 δ) η παροχή κινήτρων για καλές πρακτικές για τη βιομάζα

 ε) η νέα ενωσιακή στρατηγική για τα δάση.

Τα αναμενόμενα οφέλη του πακέτου τόσο για την ΕΕ όσο και για την Κύπρο είναι:

  •  Μείωση των εκπομπών
  •  Προώθηση της έρευνας και καινοτομίας
  •  Αλλαγή προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης
  •  Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
  •  Αντιμετώπιση της Ενεργειακής Φτώχειας
  •  Μείωση της εξωτερικής ενεργειακής εξάρτησης
  •  Βελτίωση της υγείας και ευημερίας
  •  Ανάδειξη του περιβαλλοντικού προφίλ με πολλαπλά σωρευτικά οφέλη συμπεριλαμβανομένου και του τουρισμού.
  •  Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας

Μηδενικοί ρύποι για καινούργια οχήματα

Η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι τα αυστηρότερα πρότυπα εκπομπών CO2 για αυτοκίνητα και φορτηγά θα επιταχύνουν τη μετάβαση στην κινητικότητα μηδενικών εκπομπών, απαιτώντας μείωση των μέσων εκπομπών νέων αυτοκινήτων κατά 55% από το 2030 και 100% από το 2035 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021 και κατά  50% και 100% για τα νέα ημιφορτηγά αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, όλα τα νέα αυτοκίνητα και ημιφορτηγά που θα έχουν ταξινομηθεί από το 2035 θα έχουν εκπομπές μηδενικών εκπομπών.

Το ΣΕΔΕ αντιμετωπίζει την απανθρακοποίηση του υφιστάμενου στόλου οχημάτων ενώ τα πρότυπα οχημάτων είναι η κινητήρια δύναμη για την απαλλαγή από τις εκπομπές των νέων αυτοκινήτων. 

Συμπληρωματικά, η πρόταση Κανονισμού των υποδομών εναλλακτικών καυσίμων (ΥΕΚ) θα επισπεύσει και θα λειτουργήσει καταλυτικά στην προώθηση οχημάτων και στην διασφάλιση των δυνατοτήτων φόρτισης ανάλογα με τις πωλήσεις αυτοκινήτων μηδενικών εκπομπών. Τα ΚΜ θα έχουν την υποχρέωση να εγκαθιστούν σημεία φόρτισης και ανεφοδιασμού καυσίμων ανά τακτά διαστήματα σε μεγάλους αυτοκινητόδρομους: κάθε 60 χιλιόμετρα για ηλεκτρική φόρτιση και κάθε 150 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό με υδρογόνο. 

Ως σημαντικά οφέλη εν λόγω νομοθετικής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν : (α) η μείωση των  εκπομπών αερίων CO2 από τα οχήματα και τα ημιφορτηγά κατά 55-56% το 2035 και 83-89% το 2040 σε σχέση με το 2005, (β) η βελτίωση της ποιότητας τους αέρα και η μείωση της αέριας ρύπανσης σε αστικές κυρίως περιοχές (εκτιμάται ότι θα εξοικονομηθούν 50-60 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2030-2040 από την βελτίωση του αέρα), (γ) η μείωση του κόστους χρήσης των οχημάτων (μέση καθαρή εξοικονόμηση για πρώτο ιδιοκτήτη γύρω στα 300-600 ευρώ ετησίως το 2030 και γύρω στα 1000-2000 ευρώ για ένα νέο όχημα που θα αγοραστεί το 2035), (δ) θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, (ε) η μείωση εισαγωγών πετρελαίου (εκτιμάται σε 900-1100Mtoe για 2030-2050).

Πίεση σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις

Ενώ μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τα οφέλη των ενωσιακών πολιτικών για το κλίμα υπερτερούν σαφώς του κόστους αυτής της μετάβασης, οι πολιτικές για το κλίμα κινδυνεύουν να ασκήσουν βραχυπρόθεσμα πρόσθετη πίεση στα ευάλωτα νοικοκυριά, τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους χρήστες των μεταφορών. Γι’ αυτό και ο σχεδιασμός των πολιτικών στη νέα δέσμη μέτρων θα πρέπει να κατανέμει δίκαια το κόστος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της προσαρμογής σ’ αυτήν.

Επιπλέον, τα μέσα τιμολόγησης των ανθρακούχων εκπομπών αυξάνουν τα έσοδα που μπορούν να επανεπενδυθούν για την τόνωση της καινοτομίας, της οικονομικής ανάπτυξης και των επενδύσεων σε καθαρές τεχνολογίες. Προτείνεται ένα νέο Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, που θα παρέχει ειδική χρηματοδότηση στα κράτη μέλη για να βοηθήσει τους πολίτες να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις σε ενεργειακή απόδοση, νέα συστήματα θέρμανσης και ψύξης και καθαρότερες μετακινήσεις. Το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα θα χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, χρησιμοποιώντας ποσό ισοδύναμο με το 25 % των αναμενόμενων εσόδων από την εμπορία εκπομπών από τα κτίρια και τα καύσιμα οδικών μεταφορών. Θα παράσχει χρηματοδότηση ύψους €72,2 δισ. στα κράτη μέλη (για την Κύπρο προτείνεται η κατανομή €150 εκατ. περίπου) για την περίοδο 2025-2032, βάσει  στοχευμένης τροποποίησης του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου. Με πρόταση άντλησης πόρων από την αντίστοιχη χρηματοδότηση των κρατών μελών, το Ταμείο θα κινητοποιήσει €144,4 δισ. για μια κοινωνικά δίκαιη μετάβαση.

Τα οφέλη της άμεσης δράσης για την προστασία των ανθρώπων και του πλανήτη είναι σαφή: καθαρότερος αέρας, πιο δροσερές και πράσινες πόλεις, υγιέστεροι πολίτες, χαμηλότερη χρήση ενέργειας και λογαριασμοί, ευρωπαϊκές θέσεις εργασίας, τεχνολογίες και βιομηχανικές ευκαιρίες, περισσότερος χώρος για τη φύση και υγιέστερος πλανήτης για τις μελλοντικές γενιές. Η πρόκληση που βρίσκεται στο επίκεντρο της πράσινης μετάβασης της Ευρώπης είναι να διασφαλιστεί ότι τα οφέλη και οι ευκαιρίες που προκύπτουν απ’ αυτήν θα είναι διαθέσιμα σε όλους, όσο το δυνατόν ταχύτερα και δικαιότερα. Χρησιμοποιώντας τα διάφορα εργαλεία πολιτικής που είναι διαθέσιμα σε επίπεδο ΕΕ, μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι ο ρυθμός των αλλαγών είναι επαρκής, αλλά δεν προκαλεί υπερβολικούς κλυδωνισμούς.

Αναπροσαρμόζονται οι στόχοι λόγω πανδημίας

H αναθεώρηση του κανονισμού Επιμερισμού των Προσπαθειών (ESR) στοχεύει στην αύξηση του στόχου μείωσης των εκπομπών σε τομείς εκτός ΣΕΔΕ κατά 40% έναντι του υφιστάμενου 30% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2005. Αυτό συνεπάγεται πιο φιλόδοξους στόχους και για τα κράτη μέλη (ΚΜ). Οι νέοι στόχοι των ΚΜ κυμαίνονται από το 10% έως το 50% σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2005. Σε προηγούμενο κανονισμό οι στόχοι των ΚΜ κυμαίνονταν από 0 (για Βουλγαρία) έως 40%. Για την Κύπρο ο εν λόγω στόχος ανέρχεται σε 32% σε σχέση με προηγούμενο που ήταν 24%.

Σημειώνεται ότι για τον καθορισμό του στόχου χρησιμοποιήθηκαν κριτήρια ΑΕΠ σε συνδυασμό με την αρχή της αποδοτικότητας του κόστους ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ των κατά κεφαλήν εκπομπών των ΚΜ. 

Το βασικό πεδίο εφαρμογής και η αρχιτεκτονική του κανονισμού διατηρείται, ήτοι διατηρείται η δυνατότητα των ΚΜ να αποφασίσουν για τον τρόπο που θα επιτύχουν το στόχο με βάση την αρχή της λογοδοσίας και της επικουρικότητας, διατηρείται το υφιστάμενο πεδίο εφαρμογής σε κτήρια (άμεση χρήση καυσίμων, όχι ηλεκτρική ενέργεια), μικρές βιομηχανίες,  γεωργία (εκπομπές εκτός CO2), διαχείριση αποβλήτων και των μεταφορών (εκτός της αεροπορίας και της διεθνούς ναυτιλίας). 

Σημειώνεται ότι οι εν λόγω τομείς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονταν μέχρι σήμερα σε ΣΕΔΕ, ήταν υπεύθυνοι για το 60% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ. Σε αναθεωρημένη πρόταση, ο κανονισμός θα συνεχίσει να καλύπτει τους τομείς των οδικών μεταφορών και των κτηρίων, παράλληλα όμως με τη συμπερίληψη τους σε ΣΕΔΕ.

Σε σημαντικό βαθμό διατηρούνται και οι υφιστάμενες ευελιξίες του συστήματος, ήτοι τα ΚΜ μπορούν να «αποταμιεύουν και να δανείζονται» δικαιώματα εκπομπών.

Τα  ΚΜ μπορούν επίσης να επωφελούνται από αποθεματικό ασφαλείας υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και εφόσον επιτυγχάνεται ο συνολικός στόχος μείωσης των εκπομπών της ΕΕ. 

Σε νέα πρόταση  προτείνεται και η δημιουργία πρόσθετου αποθεματικού για όλα τα ΚΜ  με βάση τις «μη χρησιμοποιούμενες» απορροφήσεις αερίων του θερμοκηπίου που παράγονται στην ΕΕ.  Παράλληλα, αναπροσαρμόζεται η πορεία για την επίτευξη των στόχων για τα έτη 2023-2025 και 2026-2030 ώστε να ληφθούν υπόψη και οι αβεβαιότητες που προκάλεσε η πανδημία. 

Σημειώνεται ότι για την επίτευξη των στόχων σε κάθε ΚΜ, σημαντική αναμένεται να είναι η συνεισφορά των αναθεωρημένων προτάσεων για την ενεργειακή απόδοση, τις ΑΠΕ, τα πρότυπα CO2 για τα οχήματα και τα ημιφορτηγά, το ΣΕΔΕ καθώς και η πρόταση κανονισμού για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων.

? Αλλαγή χρήση γης και δασοπονίας 

Στόχος της αναθεώρησης του κανονισμού σχετικά με τη συμπερίληψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας (LULUCF) είναι η παροχή κινήτρων στα ΚΜ  προκειμένου να αναπτύξουν και να βελτιώσουν τις φυσικές  καταβόθρες άνθρακα, ενώ παράλληλα επιδιώκεται η γενικότερη απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου. 

Βασικά οφέλη από την τροποποίηση του κανονισμού θα αποτελέσουν: (α) η προώθηση των βιώσιμων καλλιεργειών με την βοήθεια και των ψηφιακών λύσεων, (β) η προώθηση της γεωργοδασοκομίας και την αγροοικολογίας, (γ) η δενδροφύτευση 3 δισεκατομμυρίων δέντρων μέσω της στρατηγικής για τα δάση, (δ) η επανύγρανση αποστραγγισμένων τυρφώνων, (ε) η βιώσιμη χρήση της βιόμαζας, (στ) η εκτατική κτηνοτροφία σε λειμώνες, (ζ) η προώθηση προτύπων υγιεινής διατροφής.

Η αναθεώρηση του Κανονισμού LULUCF θέτει έναν συνολικό στόχο της ΕΕ για την απομάκρυνση άνθρακα από φυσικές καταβόθρες, που ισοδυναμεί με 310 εκατομμύρια τόνους εκπομπών CO2 έως το 2030. Πρόκειται για αύξηση της τάξης του 15%, σε σύγκριση με τις τρέχουσες ετήσιες απορροφήσεις περίπου -268 Mt. 

Σημαντική καινοτομία, αποτελεί η προσπάθεια της Επιτροπής να προωθήσει μετά το 2030, τη μετάβαση σε ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικής που θα καλύπτει δραστηριότητες που σχετίζονται με τη γεωργία, τη δασοκομία και τη χρήση της γης (AFOLU), στο πλαίσιο ενός ενιαίου εργαλείου κλιματικής πολιτικής μετά το 2030.

Ειδικότερα, ως προς τους στόχους, προτείνεται προσέγγιση τριών σταδίων: (α) οι υφιστάμενοι κανόνες θα ισχύουν μέχρι το 2025, (β) το 2026-2030 θα εφαρμοστούν οι νέοι στόχοι. (γ) επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας σε τομέα χρήσης γης, δασοκομίας και γεωργίας μέχρι το 2035 με υπολογισμό αναθεωρημένων στόχων για τα ΚΜ. Παράλληλα θα πρέπει η πρωτογενής παραγωγή τροφίμων και βιομάζας να καταστεί κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2035, θέτοντας την ΕΕ σε πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα το 2050.

Στόχος για την Κύπρο είναι η συνεισφορά σε απορροφήσεις κατά 352 χιλιάδες τόνους εκπομπών μέχρι το 2030. Όσον αφορά την περίοδο μετά το 2030, τα ΚΜ έχουν την υποχρέωση να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να συμβάλουν στον συλλογικό στόχο της κλιματικής ουδετερότητας το 2035 μέσω των ΕΣΕΚ, τα οποία θα επικαιροποιηθούν μέχρι τα μέσα του 2024. 

Νέο σημαντικό στοιχείο στον Κανονισμό αποτελεί ο συνυπολογισμός των φυσικών διαταραχών (δασικές πυρκαγιές, ξυλοφάγα έντομα, σκαθάρια) στη συμμόρφωση των κρατών μελών με τους στόχους και μετά το 2026. 

Επιπλέον, αναμένονται δύο επιπρόσθετα μέτρα διευκόλυνσης, ήτοι η πρωτοβουλία για την ανθρακοδεσμευτική γεωργία και η πιστοποίηση των απορροφήσεων άνθρακα.