Η μάχη φαίνεται πάνω τους. Βρεγμένοι, με σκισμένα ρούχα και ματωμένοι. Από τους 22 άνδρες που ξεκίνησαν από την Ελλάδα, οι έξι ήταν νεκροί. «Είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Έχανα πολύ αίμα. Με κουβάλαγαν από τα πόδια και το χέρι», περιγράφει στον «Φ» ο 84χρονος, σήμερα, κυβερνήτης της ακταιωρού «Φαέθων», Δημήτρης Μητσάτσος, ο οποίος πλήρωσε με το αίμα και τη σωματική του ακεραιότητα τα ιδανικά του, μαχόμενος στο πρώτο πολεμικό πλοίο της Κύπρου το 1964. Η ζωή του κρεμάστηκε από μια κλωστή, όμως τον έσωσε ο πρόσφατα εκλιπών γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης. Με αφορμή το θάνατο του, ο κυβερνήτης μιλά για τον αφανή ήρωα, ο οποίος για πέντε ώρες συνέχιζε να τον χειρουργεί, ενώσω τους βομβάρδιζαν οι Τούρκοι.

Εκείνη την περίοδο, εξηγεί, η κατάσταση ήταν έκρυθμη στην Κύπρο λόγω της τουρκανταρσίας. «Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να βοηθήσει στέλνοντας αρχικά μια μεραρχία 10.000 ανδρών. Όμως, οι Τουρκοκύπριοι ήταν οχυρωμένοι στα Κόκκινα και στη Μανσούρα και εφοδιάζονταν από την Τουρκία. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί η ένοπλη εξέγερση ήταν από τη θάλασσα. Ζητήθηκαν χρήματα από Κυπρίους και προσφέρθηκε να βοηθήσει ο Αναστάσης Λεβέντης». Βρέθηκαν δύο μικρά καράβια που είχαν κατασκευαστεί το 1935, επί Χίτλερ στη Γερμανία. 

 

  

Επρόκειτο για δύο πρόχειρα επισκευασμένες ακταιωρούς, το «Αρίων» και το «Φαέθων», τις οποίες ανέλαβε να εξοπλίσει και να επανδρώσει το Πολεμικό Ναυτικό. Αρχηγός της αποστολής και παράλληλα κυβερνήτης του «Φαέθων», ορίστηκε ο 27χρονος, τότε, Δημήτρης Μητσάτσος. «Αυτά τα καράβια ήταν πολύ παλιά και είχαν διάφορα προβλήματα, όμως η αποστολή έπρεπε να γίνει γρήγορα», είπε και διευκρίνισε ότι στο ταξίδι τους σταμάτησαν οι μηχανές και το καράβι έμπαζε νερά, τα οποία έβγαζαν με κουβάδες. 

«Ξεκινήσαμε από τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας χωρίς σημαία, ενώ το πλήρωμα είχαμε ψεύτικα ονόματα, προσποιούμενοι ότι είμαστε Κύπριοι εθελοντές ναυτικοί, οι οποίοι έσπευδαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους». Φτάνοντας στην Πάφο, 26 Ιουλίου 1964, το πλοίο ύψωσε κυπριακή σημαία, τοποθέτησε τα πυροβόλα και έλαβε διαταγές. Το «Φαέθων» συμμετείχε σε πολεμικές συγκρούσεις, μεταξύ των οποίων στη Μανσούρα. Ωστόσο, αντιμετώπιζε μηχανικό πρόβλημα. «Μας έστειλαν στο καραβοστάσι στον Ξερό. Στις 8 Αυγούστου 1964 είδα ένα αεροπλάνο να κάνει βόλτες. Ήμουν αρκετά έμπειρος για να καταλάβω ότι αναζητούσε κάποιον στόχο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από το “Φαέθων”. Κάλεσα το πλήρωμα. Είπα πως όποιος φοβάται, όποιος έχει παιδιά, μπορεί να αποχωρήσει. Κανείς δεν έφυγε», είπε με έκδηλη συναισθηματική φόρτιση και πρόσθεσε: «Από τη μια πλευρά ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού είμαι περήφανος. Όμως, από την άλλη πλευρά λυπάμαι αφάνταστα γιατί έξι (σ.σ. και ένας Κύπριος που τους ακολούθησε στην πορεία) σκοτώθηκαν».

  

Με μόλις ένα πυροβόλο να δουλεύει από τα πέντε που τους προμήθευσαν, κατάφεραν να χτυπήσουν ένα αεροπλάνο. «Για περίπου 50 λεπτά δίναμε μάχη. Τα αεροπλάνα ερχόντουσαν κατά δύο, τέσσερα. Επιτίθονταν και έφευγαν». Όταν ξεκίνησε η μάχη, το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο μακριά από την ακτή. «Έπρεπε να το ξεκινήσω και να προβώ σε κάποιους ελιγμούς, ώστε να αποφύγω τις βόμβες, τις ρουκέτες και φυσικά τους πολυβολισμούς. Είχαμε μόλις μια μηχανή να λειτουργεί. Προσπάθησα να τους αποφύγω, πηγαίνοντας δίπλα σε κάποια μεγάλα αμερικανικά φορτηγά πλοία». 

Η κατάσταση δεν ήταν καλή. Μέρος του καραβιού είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Ενώ υπήρχαν και νεκροί από το πλήρωμα. «Σκέφτηκα ότι αντί να αφήσω να το βουλιάξουν, να το ρίξω στην παραλία. Δεν ήθελα να γραφτεί στην Ιστορία ότι οι Τούρκοι βούλιαξαν το πρώτο πολεμικό πλοίο της Κύπρου. Ήταν εξάλλου και μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί και το πλήρωμα. Οι διαταγές που έδινα ως κυβερνήτης, διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι δεν εκτελούντο από το πηδάλιο. Τρέχω στη γέφυρα. Ο πηδαλιούχος νεκρός. Δεν υπήρχε κανείς άλλος. Παίρνω το πηδάλιο, όμως, χτυπούν και τη γέφυρα. Σκοτώθηκαν τρεις άντρες, ενώ σφαίρες διαπερνούν και το δεξί μου χέρι. Συνέχισα στο πηδάλιο, κάνοντας ελιγμούς με το ένα χέρι και το ένα πόδι μέχρι που φτάσαμε στην παραλία και το καράβι χώθηκε στην άμμο».

Τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις στους ναυαγούς. «Φανταζόμουν ότι θα το έκαιγαν. Όπως και έγινε, όταν του έριξαν βόμβες ναπάλμ. Από τη θερμότητα έλιωσαν ακόμη και τα σίδερα στην προβλήτα». Ο κ. Μητσάτσος αρκετά τραυματισμένος στο χέρι και το πόδι καταβάλει μεγάλη προσπάθεια. Τον βοηθούν να βγει από τη θάλασσα. 

Η σωτήρια επέμβαση του Ανδρέα Δημητριάδη

Στο νοσοκομείο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Υπήρχαν και άλλοι τραυματίες. Ένας γιατρός αντίκρισε τον κ. Μητσάτσο απεφάνθη ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι για εκείνον. «Είχα ακούσει να λέει κάποιος “Ασ’ τον να πεθάνει”. Παρακάλεσα, τότε, μια νοσοκόμα να με βοηθήσουν». 

Υπό αντίξοες συνθήκες τον ανέλαβε ο γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης. Παρά τους πολτοποιημένους μύες, το κομματιασμένο οστό και το σχεδόν νεκρό χέρι, ο γιατρός αποφασίζει να προσπαθήσει να το σώσει αντί να τον ακρωτηριάσει. «Εκ των υστέρων έμαθα ότι αυτό το χειρουργείο διήρκησε για περίπου πέντε ώρες. Στο μεταξύ οι Τούρκοι βομβάρδιζαν το νοσοκομείο. Εκείνος έχανε τα εργαλεία του. Έγιναν ζημιές στο θάλαμο, ενώ κινδύνευε να χαθεί και ο ίδιος». Τρεις μέρες αργότερα, έχοντας και τα δύο του χέρια, αναχωρούν από το αεροδρόμιο Λευκωσίας για την Ελλάδα, όμως χρειάστηκε να αλλάξουν πορεία λόγω των Τούρκων. «Πολλές ώρες αργότερα θα προσγειωνόμασταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Εκεί μας παρέλαβε το Ελληνικό Ναυτικό και μας μετέφερε στο ναυτικό νοσοκομείο Πειραιώς, το οποίο δεν δούλευε». Έπρεπε να μείνει μυστική η αποστολή τους από τυχόν κατασκόπους, έτσι ήταν κρυμμένοι. «Δεν υπήρχε γιατρός να με δει. Σε δυο μέρες το χέρι έπαθε γάγγραινα. Άρον – άρον με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Υποβλήθηκα σε διάφορες εγχειρήσεις και τελικά το κόψανε». 

Πολλά χρόνια μετά και αφού ήραν το απόρρητο της αποστολής, οι δύο άντρες Δημήτρης Μητσάτσος και Ανδρέας Δημητριάδης, θα ξανασυναντηθούν. Όπως θυμάται ο κυβερνήτης, ήταν σε κάποιο στούντιο όπου θα μιλούσαν για τα γεγονότα που αποκαλύφθηκαν. «Με βλέπει με το χέρι το κομμένο. Με ρωτάει “το χέρι;”. 

Ο άνθρωπος δεν άντεξε και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, μου μετέφερε ότι αγωνιούσε και ότι προσπαθούσε για ώρες ώστε να το σώσει». Όπως σημειώνει, με τον πρόσφατο θάνατο του γιατρού, για τον ίδιο και το πλήρωμα του «Φαέθων» έκλεισε μια αρκετά τραγική σελίδα. «Μας βοήθησε να ζήσουμε. Θέλησα να επαναφέρω αυτήν την ιστορία ως φόρο τιμής. Πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι η Κύπρος έχει και αφανείς ήρωες, όπως ο Ανδρέας Δημητριάδης». 

Η αποκάλυψη της Ιστορίας

Από το 1964 μέχρι το 2016, για 53 χρόνια, δεν τους τίμησε κανείς. «Εκείνη τη χρόνια ήρθη το άκρως απόρρητο που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη αποστολή. Για αυτό και έγινα πλοίαρχος και θεωρούμε εν ενεργεία». Μετά το «Φαέθων», ο κ. Μητσάτσος επισκέφτηκε την Κύπρο για πρώτη φόρα το 2006. «Δεν μου επιτρεπόταν να έρθω. Κατά την επίσκεψη μου πήγα στο νεκροταφείο Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία, όπου μου είχαν πει ότι ήταν θαμμένοι οι έξι νεκροί του πληρώματος». Έκτοτε γίνονταν ετήσιο μνημόσυνο, μέχρι που τα οστά επέστρεψαν στην Ελλάδα.