«Σε λίγες μέρες συμπληρώνω 90 χρόνια ζωής. Την ξεχωριστή αυτή επέτειο θέλω να την γιορτάσω μαζί με πρόσωπα αγαπημένα: την οικογένεια μου, συναγωνιστές και φίλους που παραστάθηκαν στη διαδρομή μου, καθώς και δημοσιογράφους που με τίμησαν. Όλους εσάς σας περιμένω την Κυριακή 14 του Νιόβρη στις 6 το απόγευμα στο Scale να πιούμε παρέα ένα ποτήρι και να θυμηθούμε…

Ρένος Λυσιώτης».

Διάβασα ξανά και ξανά την πρόσκληση αυτή που ήρθε πριν λίγες μέρες στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο και σε λίγα λεπτά μιλούσα με τον Ρένο Λυσιώτη, αφού τηλεφώνησα στον ένα από τους δύο αναγραφόμενους στην πρόσκληση τηλεφωνικούς αριθμούς. Πέρασαν τριάντα(!) χρόνια από την προηγούμενη συνομιλία μας αλλά… συνεχίσαμε από εκεί που μείναμε σε εκείνη την πρώτη συνέντευξη που του πήρα τον Δεκέμβρη 1992, μιλώντας ο ένας στον άλλο στον ενικό και με τα μικρά μας ονόματα. Και όπως την πρώτη φορά, η κουβέντα μας εμπεριέχει την άνεση μιας φυσικής και αβίαστης οικειότητας που δεν μου φαίνεται να έχει και μεγάλη διαφορά από αυτήν μικρών παιδιών…

Την επόμενη μέρα (Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021) τον συνάντησα στο δικηγορικό του γραφείο σε πάροδο της λεωφόρου Μακαρίου στο κέντρο της Λευκωσίας που είναι και έδρα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων. Είχα φροντίσει από το βράδυ να ξαναδιαβάσω κάποιες βασικές σταθερές της ζωής του, ιδιαίτερα μέσα από αναφορές του ιστορικού Πέτρου Παπαπολυβίου που έγραψε ότι «ο Ρένος Λυσιώτης γεννημένος το 1931, ήταν από τα πιο μορφωμένα στελέχη της ΕΟΚΑ, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και γιος του γνωστού ποιητή Ξάνθου Λυσιώτη. Πριν από τη σύλληψή του από τις αποικιακές διωκτικές Αρχές, τον Νοέμβριο του 1956, υπήρξε δικηγόρος υπεράσπισης αγωνιστών της ΕΟΚΑ, ενώ ήταν μέλος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας. Μετά τη σύλληψή του γνώρισε και αυτός τη φρίκη των βασανιστηρίων του κολαστηρίου της Ομορφίτας και μέχρι τον Μάρτιο του 1958 κλείστηκε κατά σειρά στα κρατητήρια της Πύλας, της Κοκκινοτριμιθιάς και του Πυροΐου. Πριν συλληφθεί διετέλεσε υπεύθυνος της νεολαίας της ΕΟΚΑ και της ΠΕΚΑ του τομέα Λευκωσίας, ενώ ως κρατούμενος ήταν μέλος των επιτροπών των σιδηροδέσμιων αγωνιστών».

 

 

Ο Ρένος Λυσιώτης με υποδέχτηκε με πλατύ χαμόγελο στο γραφείο του και –προς μεγάλη μου χαρά- το ίδιο ακμαίος, ζωηρός, πνευματικά ανήσυχος και αυθόρμητος όπως ήταν στα 61 του όταν τον είχα πρωτο-συναντήσει. Έζησε πρόσφατα το πένθος από την απώλεια της αγαπημένης του συζύγου Μίριαμ που πέθανε το 2018 και με την οποία «ήταν μαζί 56 χρόνια» όπως με πληροφόρησε, όμως προσαρμόζεται στην πραγματικότητα της απουσίας της, «πάντα με τη σκέψη και την καρδιά του δοσμένη σε αυτήν». Πριν καλά-καλά καθίσω, μού  ενεχείρησε τα πέντε βιβλία του – το 2011 η κόρη του Βέρα εξέδωσε το «Γιγάντιες Ψυχές» που περιλαμβάνει ομιλίες του για τον αγώνα της ΕΟΚΑ και συνεντεύξεις του σε δημοσιογράφους. Ακολούθησαν το 2012 το βιβλίο του «Το ημερολόγιο του D.P 743» και το 2016 το «Στρατάρχα μου παραδίδομαι!… και 19 άλλες ιστορίες». Στη συνέχεια εξέδωσε το 2018 το λεύκωμα φωτογραφιών «Προσωπική Μαρτυρία – ο D.P. 743 στα Κρατητήρια Πύλας» και το 2019 το «Αγαπητέ μου Ρένο…η αλληλογραφία του D.P. 743 από τα Κρατητήρια (Νοέμβριος 1956-Μάρτιος 1958)».

-Αγαπητέ Ρένο, θέλει… κότσια για να κάνει κάποιος πάρτι για τα 90ά του γενέθλια, δεν νομίζεις;

-…ίσως επειδή δεν νιώθω 90, ίσως επειδή νιώθω πολύ πιο… κάτω και χαίρομαι που έγινα 90! Χαίρομαι και είμαι περήφανος για ό,τι έκανα στη ζωή μου… και είμαι πιο περήφανος γιατί ό,τι έδωσα για την πατρίδα, το έδωσα χωρίς να θέλω ή να ζητήσω ποτέ κανένα αντάλλαγμα. Κι αυτό προσπαθώ να περάσω στα εγγόνια μου και στους νέους. «Να δίνετε στην πατρίδα χωρίς να θέλετε τίποτε από αυτήν». Δυστυχώς πολλοί σήμερα, μόνο ζητούν, δεν προσφέρουν. Κι εγώ έφτασα στα 90 μου χρόνια χωρίς να έχω ζητήσει και χωρίς να έχω πάρει τίποτε. Μόνο έδωσα. Κι αυτό με κάνει πολύ χαρούμενο. Ο πατέρας μου, έλεγε ότι το παν στη ζωή είναι η αγάπη. Και ακολουθώ αυτό το μότο –και η προσφορά στην πατρίδα είναι μεγάλη αγάπη.

-Σε σχέση με την προσφορά στην πατρίδα, δεν νιώθεις κάποια ματαίωση, από την αμφισβήτηση του αγώνα που παρατηρείται στις μέρες μας;

-Βλέπουμε δυστυχώς τα γεγονότα από την οπτική γωνιά του σήμερα. Εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε το μετά, βλέπαμε το τότε. Και τότε έπρεπε να γίνει κάτι, αν δεν θέλαμε να μείνουμε σκλάβοι. Και αν δεν κατορθώσαμε να εκπληρώσουμε εκείνο που ξεκινήσαμε, δεν είναι λάθος της ΕΟΚΑ. Η ΕΟΚΑ νίκησε. Η πολιτική έχασε…

 

Τα γηρατειά δεν είναι θέμα ηλικίας…

-Αντιλαμβάνομαι ότι ένα θέμα στα 90 σου χρόνια είναι ότι δεν έχεις γύρω σου τους φίλους και συνομήλικους σου, αφού πολλοί έχουν πεθάνει…

-Κοίταξε, το πρόβλημα δεν είναι ότι πεθαίνουν οι άνθρωποι, αλλά ότι πολλοί πεθαίνουν πριν… πεθάνουν! Εννοώ ότι είναι γέροι κι αυτό δεν έχει να κάνει απλά με την ηλικία… Μπορεί να είσαι γέρος από τα νεανικά σου χρόνια. Είσαι νέος αν νιώθεις νέος. Και πολλοί στα εξήντα και στα εβδομήντα είναι γέροι και πλέον δεν τους ενδιαφέρει τίποτε, δεν βλέπουν τι συμβαίνει γύρω τους, δεν κινούνται… όμως εγώ δεν νιώθω γέρος. Εξακολουθώ και οδηγώ το αυτοκίνητο μου… και κάνω τρέλες όπως όταν ήμουν τριαντάρης – πάω θέατρο, πάω για μπάνιο στην Αγία Νάπα, ερωτεύομαι… Πολλοί φίλοι μου που με επισκέπτονται μου λένε, «μα γράφεις ακόμα;». «Γιατί έρχεσαι δουλειά;». Ναι γράφω ακόμα και συνεχίζω να δουλεύω, γιατί αν δεν εργαστεί το μυαλό και το σώμα, τότε γηράσκεις. Θέλω να είμαι ενεργός, θέλω να ενδιαφέρομαι, θέλω να παρατηρώ, θέλω να βλέπω τα ωραία και να χαίρομαι, θέλω ν’ αγαπώ. Και βέβαια θέλω να συνεχίζω να κάνω συλλογές!

-Συλλογές;

-Άρχισα με συλλογή… ππιριλιών που κάποτε ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχα. Οι μπίλιες. Όταν ήταν άρρωστος ο αδελφός μου με μεσογειακή  αναιμία, παρακαλούσα τον Θεό να ζήσει και το μοναδικό πράγμα που είχα να χαρίσω ήταν οι μπίλιες μου. Και βγήκα μεσάνυχτα στη βεράντα του σπιτιού μου επί της Μακαρίου και τις έριξα κάτω, σαν να έκανα θυσία. Αργότερα άρχισα τη συλλογή γραμματοσήμων και νομισμάτων, πινάκων ζωγραφικής Κυπρίων ζωγράφων. Έχω τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι και συνεχίζω να συλλέγω μνήμες. Μ’ αρέσει να συλλέγω μνήμες…

Περί του χρήματος και του θανάτου…

-Στόχος σου ως επιχειρηματίας ήταν να αποκτήσεις περισσότερα χρήματα;

-Το χρήμα για μένα, πάντα ήταν απλώς ένα μέσο για να μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς. Τίποτε παραπάνω. Δεν μπορεί το χρήμα να σου φέρει ευτυχία ή χαρά –αντίθετα, συχνά όταν σε καταλάβει η απληστία για το χρήμα, σου δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Ήθελα να κάνω πράγματα. Μπορούσα να είμαι απλώς ένας δικηγόρος και τίποτε άλλο, αλλά έχω το μεράκι της δημιουργικότητας. Και λάβε υπόψη ότι προέρχομαι από συντηρητική οικογένεια, αλλά ουδέποτε ήμουν κομφορμιστής, ήμουν πάντα εναντίον! Οι άνθρωποι της προηγούμενης γενιάς και της δικής μου, συνήθως συμπεριφέρονταν όπως τους ήθελε η κοινωνία να συμπεριφερθούν. Εγώ δεν το μπορούσα αυτό και δεν δεχόμουν τίποτε ως δεδομένο.

-Σε απασχολεί ο φόβος του θανάτου;

-Με ρώτησες και στην πρώτη συνέντευξη πριν 30 χρόνια για τον θάνατο! Τότε ναι, υπήρχε ο φόβος του θανάτου, αλλά σήμερα… όχι δεν με απασχολεί αυτό το θέμα. Ξέρω ότι θα έρθει… αλλά προς το παρόν θέλω να ξυπνώ το πρωί να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και να νιώθω καλά γιατί δεν έβλαψα κανένα στη ζωή μου. Δεν έκανα τίποτε στη ζωή μου για το οποίο να ντρέπομαι, δεν πήρα ποτέ τίποτε. Παρόλο που μετά τον αγώνα, μου προσφέρθηκαν σε διαφορετικές περιπτώσεις διάφορες θέσεις και δημόσια αξιώματα, αρνήθηκα όλες τις προσφορές και βέβαια ουδέποτε αναμίχθηκα ενεργά σε κόμματα. Έχω απόψεις, ψηφίζω, αλλά δεν ήθελα ποτέ να είμαι μέλος οποιουδήποτε κόμματος γιατί θέλω να είμαι ελεύθερος και να έχω τη δική μου πολιτική βούληση.

-Κάνεις νέους φίλους, εκτός από τους παλιούς που ήδη έχεις;

-Είμαι άνθρωπος που επιλέγω τους φίλους μου… με μια ματιά θα έλεγα. Και πολύ λίγες φορές έκανα λάθος σε αυτό τον τομέα. Π.χ. σε γνώρισα και μιλήσαμε μια φορά πριν 30 χρόνια, αλλά ήξερα και ξέρω ότι μπορούμε να τα βρούμε, μπορούμε να πούμε τα πάντα, μπορώ να σε εμπιστευτώ.

«Θέλει απλά να είναι πατέρας και άνθρωπος»

«Το βιβλίο αυτό είναι ένα δώρο αγάπης και τιμής προς τον πατέρα μου Ρένο Λυσιώτη», γράφει η Βέρα Λυσιώτη στον πρόλογο του βιβλίου «Γιγάντιες Ψυχές» του 2011.

Και προσθέτει: «Όταν ήμουν μαθήτρια του δημοτικού σχολείου, είχα γράψει σε μια έκθεση ότι ο πατέρας μου είναι ο ήρωάς μου, το ίνδαλμά μου. Του την έδειξα περήφανη κι εκείνος με διόρθωσε τρυφερά λέγοντάς μου πως θέλει απλά να είναι πατέρας και άνθρωπος. Μεγαλώνοντας έγινε για μένα ο καλύτερος φίλος. Θαυμάζω την ηρεμία του, τη γαλήνη, τη δύναμη της καρδιάς, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο. Κάθε χρόνο στη γιορτή της 1ης Απριλίου, βλέπω το πιο ωραίο του χαμόγελο. Σηκώνεται πρωί, φορά το καλύτερό του κοστούμι, ξεδιπλώνει τη γαλανόλευκη κι ετοιμάζεται να παρελάσει με τους αγωνιστές. Κάθε φορά, όσο κι αν περνούν τα χρόνια, εκείνος περπατά ανάλαφρος, υψώνει τη σημαία υπενθυμίζοντάς μας ξανά και ξανά, την πιο τιμημένη σελίδα της ιστορίας μας. Κι αν οι συνθήκες στην πατρίδα μας έχουν αλλάξει, κι αν δεν ξέρουμε τι αλλαγές θα φέρει το μέλλον, εγώ θα είμαι πάντα περήφανη που μεγάλωσα έχοντας πατέρα τον Ρένο Λυσιώτη, τον ιδεαλιστή που μου υπενθυμίζει ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αγαπούν αστείρευτα και αληθινά».

Η Βέρα αφιερώνει το βιβλίο «στους εναπομείναντες ρομαντικούς επαναστάτες και στον αγαπημένο μου γιο Φάνο με την ελπίδα να του σταθεί χρήσιμο στη ζωή του».

 

Όταν τα αρώματα ήταν σε… φιζόποτσες!

– Στα 24-25 σου χρόνια μπήκες στο τεράστιο καμίνι του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Το ότι έζησες μιαν εκρηκτική νεότητα δεν κάνει την υπόλοιπη ζωή σου να μοιάζει ανιαρή και αδιάφορη;

-Όταν τέλειωσε ο αγώνας κι επανήλθα στο δικηγορικό γραφείο, πέρασα τις πιο δυστυχισμένες ώρες της ζωής μου. Το 1955, στα 24 χρόνια μου, ήμουν μαζί με τον Γλαύκο Κληρίδη στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του Ιωάννη Κληρίδη και υπήρξα δικηγόρος μελλοθανάτων ή συλληφθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ όπως του Παναγίδη, του Κουτσόφτα, του Χοιροπούλη, ενώ έγινα μέλος της οργάνωσης λίγο αργότερα. Συνεπώς, στη διάρκεια του αγώνα κυριολεκτικά είχα στα χέρια μου ζωή και θάνατο. Μετά τον αγώνα, η ζωή ήταν πάρα πολύ ανιαρή, δεν ήξερα τι να κάνω.

Σκεφτόμουν «μα θα περάσω έτσι όλη μου τη ζωή;». Να μην ξεχνούμε ότι εκείνη την εποχή οι πιο πολλοί δικηγόροι δεν ασχολούνταν με την ποινική νομική… άντε να υπερασπίσεις κάποιο μεθυσμένο ή να κάνεις κάποια συμβόλαια… Και στάθηκα τυχερός γιατί πήγα το καλοκαίρι του 1959 στην Κερύνεια να κάνω μπάνιο και γνώρισα μια πολύ όμορφη νεαρή Εγγλέζα που έγινε η αφορμή να… βρω δημιουργική διέξοδο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. Καθώς τη φιλούσα, μου άρεσε η μυρωδιά του αρώματός της, τη ρώτησα τι ήταν και μου έδειξε το άρωμα Nina Ricci, Paris. 

Λίγες μέρες μετά, πήρα το αεροπλάνο και πήγα στο Παρίσι… τους είπα ότι είμαι από την Κύπρο και θέλω να γίνω αντιπρόσωπός τους… ούτε που ήξεραν πού είναι η Κύπρος. Το 1959 δεν υπήρχαν αρώματα στην Κύπρο, εκτός από την κολόνια Λανίτη μέσα σε μια… φιζόποτσα. Το 1960 έγινα αντιπρόσωπος της Nina Ricci και έκανα αυτή την εργασία παράλληλα με το δικηγοριλίκι. 

Στη συνέχεια έκανα την μπουτίκ Tiffany και το γραφείο εμπορικών -και ιδιωτικών- πληροφοριών Argus Information Service. Συνέχισα με τη δημιουργία της πρώτης εταιρείας φρουράς και ασφαλείας στην Κύπρο και αργότερα με τη σύσταση του γραφείου δημοσκοπήσεων. Και πρέπει να σου πω ότι συνεχίζω και έρχομαι κάθε μέρα στο γραφείο. Δεν μπορώ να κάθομαι και να μην κάνω τίποτε.

Τους πρώτους δύο μήνες του κορωνοϊού που αναγκάστηκα να μείνω στο σπίτι, έφτιαξα 24 αρχεία με υλικό που δεν είχα ταξινομήσει και ήταν σκορπισμένο εδώ κι εκεί από χρόνια. Π.χ. ταξινόμησα όλα τα γράμματα που αντάλλαξα με μια κοπέλα όταν ήμουν ερωτευμένος πριν παντρευτώ. Ταξινόμησα τα προγράμματα όλων των θεατρικών παραστάσεων που παρακολούθησα όταν ήμουν φοιτητής στο Λονδίνο πριν το 1955, με βάση την ημερομηνία τους. Ταξινόμησα φυλλάδια του αγώνα με την ημερομηνία τους, που ρίχνονταν στους δρόμους. Επίσης ταξινόμησα οικογενειακά γράμματα –π.χ. το γράμμα του πατέρα μου που εκφράζει τον έρωτά του στη μάνα μου…