Τέλος στο… μπάχαλο, την ανομοιομορφία και την αδιαφάνεια που φαίνεται να επικρατεί με τα πόθεν έσχες των ελεγχόμενων πολιτικών προσώπων επιχειρεί να βάλει πρόταση νόμου που ετοίμασε από κοινού η Επιτροπή Θεσμών, η οποία προβλέπει ορθότερη υποβολή της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων και καλύτερο έλεγχο της δήλωσης από διοριζόμενους ελεγκτές. Η πρόταση νόμου κατατέθηκε σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση σκοπός της πρότασης είναι η τροποποίηση του περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου για τον εξορθολογισμό του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για το πόθεν έσχες και την πλήρωση κενών και άλλων δυσλειτουργιών που παρατηρήθηκαν κατά την εφαρμογή του. Ειδικότερα, η πρόταση νόμου συνιστά ενοποίηση αριθμού προτάσεων νόμου, οι οποίες είχαν κατατεθεί και συζητηθεί κατά την παρελθούσα βουλευτική περίοδο, με τη συμπερίληψη στο κείμενο των προνοιών των εν λόγω σχεδίων νόμου, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως.

Σημειώνεται ότι ο όρος δήλωση προνοεί τη δήλωση του υπόχρεου προσώπου που περιλαμβάνει και τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του. Με τον όρο «υπόχρεο πρόσωπο» εννοείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι Υπουργοί, οι Υφυπουργοί, οι Βουλευτές και οι Ευρωβουλευτές.

Με βάση την τροποποίηση που προτείνεται, κάθε υπόχρεο πρόσωπο οφείλει εντός τεσσάρων μηνών από την ανάληψη του αξιώματός του και σε διάστημα τεσσάρων μηνών από την απώλεια ή παραίτηση από αυτό, να καταθέτει δήλωση περιουσιακών στοιχείων. Περαιτέρω, η κατάθεση της δήλωσης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ανά διετία από την ανάληψη του αξιώματος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Προβλήματα σε δηλώσεις Πόθεν Έσχες βουλευτών

Επιπλέον, η Επιτροπή για το πόθεν έσχες προς εκπλήρωση των προβλεπόμενων εξουσιών της θα αναθέτει το έργο του ελέγχου του περιεχομένου των κατατεθειμένων δηλώσεων σε νόμιμους ελεγκτές, ο διορισμός των οποίων θα γίνεται κατά την έναρξη της βουλευτικής περιόδου για χρονική περίοδο πέντε ετών. Οι διοριζόμενοι νόμιμοι ελεγκτές θα προβαίνουν στο δέοντα έλεγχο των κατατεθειμένων δηλώσεων προς διαπίστωση της πληρότητας, της ορθότητας και της αλήθειας των περιληφθέντων σε αυτές περιουσιακών στοιχείων, αλλά και σε συγκριτικό έλεγχο αυτών με τις αμέσως προηγούμενες κατατεθειμένες δηλώσεις εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο ή σκόπιμο.

Δέον να τονιστεί ότι σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι υπόχρεο πρόσωπο έχει περιλάβει σε κατατεθειμένη δήλωση οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οποίου η πηγή δεν δικαιολογείται ή οποιαδήποτε διαφοροποίηση περιουσιακών στοιχείων χωρίς επαρκείς επεξηγήσεις, το πρόσωπο αυτό υπόκειται στις διατάξεις περί δήμευσης του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου. Περαιτέρω, όποιος παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο το έργο της Επιτροπής και των διοριζόμενων ελεγκτών είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και στις δύο ποινές μαζί.

Σε μία παράλληλη εξέλιξη, σήμερα συνήλθε η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το πόθεν έσχες υπό την Πρόεδρο της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου και σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας προέβη σε έλεγχο συμμόρφωσης προς την υποχρέωση κατάθεσης δήλωσης περιουσιακών στοιχείων, όπως και ορθότητας του περιεχομένου τους. Συναφώς, και αφού διεξήλθε τις υποβληθείσες δηλώσεις η ειδικά συσταθείσα υπηρεσιακή ομάδα, κατέληξε στα ακόλουθα:

(α) Υπήρξε έλεγχος συμμόρφωσης προς την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακών στοιχείων πλην μίας περίπτωσης.

(β) Έχει διαπιστωθεί ανομοιομορφία στον τρόπο παράθεσης των στοιχείων και ως εκ τούτου θα αναληφθούν ενέργειες προς επίτευξη της δέουσας ομοιομορφίας και ακολούθως θα γίνει δημοσιοποίηση στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής.

Η Επιτροπή αποφάσισε, επίσης, να υποβάλει στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί το ζήτημα της ευρύτερης αναθεώρησης του θεσμικού πλαισίου για το πόθεν έσχες, τις εισηγήσεις της ως προς τα κενά που έχουν παρατηρηθεί στον τύπο της προβλεπόμενης δήλωσης μαζί με άλλες εισηγήσεις της επί της ουσίας.