Η παραπληροφόρηση και η διάδοση ψεύτικων ειδήσεων δεν είναι κάτι καινούργιο. Πάντα υπήρχαν οι καλοθελητές που είτε εσκεμμένα είτε γιατί παραπλανήθηκαν έπεφταν στην παγίδα να πιστέψουν μια ψεύτικη είδηση, ένα γεγονός που δεν έγινε ποτέ.
Αυτό που διαφοροποιεί την κατάσταση στις μέρες μας είναι το εύρος και η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνονται. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, μια φήμη, μια είδηση που δεν ισχύει, φτάνει από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και ανακυκλώνεται με έναν τρομακτικά γρήγορο ρυθμό, μέσα στον οποίο η αλήθεια απλά διαλύεται και δεν έχει καμία πιθανότητα να ακουστεί. Παρατηρούμε πως όσο αυξάνεται η ποσότητα και η ταχύτητα μετάδοσης πληροφοριών στο διαδίκτυο, άλλο τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος παραπληροφόρησης. Και σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανέφερε στον «Φιλελεύθερο», ο Νίκος Αλετράς, λέκτορας στην Επεξεργασία Φυσικής Γλώσσας στο τμήμα Υπολογιστών του Πανεπιστήμιου του Σέφιλντ, τονίζοντας πως είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως τα fake news διαδίδονται πλέον πιο γρήγορα από τα πραγματικά γεγονότα.
Η μεγάλη εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων, ο τεράστιος αριθμός χρηστών, η αδυναμία των εταιρειών να θεσπίσουν αυστηρούς ελέγχους στο περιεχόμενο που διακινούν και η έλλειψη προθυμίας εκ μέρους των περισσότερων Κυβερνήσεων να θεσπίσουν αυστηρά ρυθμιστικά πλαίσια είναι οι λόγοι που σύμφωνα με τον Έλληνα ειδικό βλέπουμε στις μέρες μας να καταγράφεται ένας τόσο τεράστιος όγκος ψευδών ειδήσεων. Και το ερώτημα που εύλογα προβάλλει είναι τι μπορεί να γίνει και με ποιον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ειδικά σε μια εποχή κατά την οποία πολλοί άνθρωποι ανησυχούν και λαμβάνουν συνταρακτικές ειδήσεις και που γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να παραμείνει κανείς ήρεμος και να ελέγξει την εγκυρότητα μιας πληροφορίας.
Η τεχνολογία, επεσήμανε ο δρ Αλετράς, μπορεί να προσφέρει χρήσιμα εργαλεία για την αυτόματη ανίχνευση και ανάλυση φαινομένων όπως η διαμοίραση και διάδοση ψευδών ειδήσεων. Είναι για αυτό τον λόγο που η ομάδα του στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ ανέπτυξε μια μέθοδο, που να προβλέπει με ακρίβεια γύρω στο 80% αν κάποιος χρήστης του Twitter είναι πιθανό να διαδώσει περιεχόμενο από μη αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Στο μέλλον, θα πρέπει να δούμε τέτοια εργαλεία να μπαίνουν σε εφαρμογή, προκειμένου να περιοριστεί το φαινόμενο των fake news όσο το δυνατόν περισσότερο. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι σημαντικό οι Κυβερνήσεις να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να καθορίσουν πιο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία των πλατφορμών και των κοινωνικών δικτύων, ενώ και οι ίδιοι οι χρήστες πρέπει να είναι πιο ενημερωμένοι και να βρίσκονται σε εγρήγορση και όχι να δέχονται αβίαστα ως αληθινή οποιαδήποτε πληροφορία βρουν μπροστά τους στο ίντερνετ.
-Σε ποιο ποσοστό οι ειδήσεις και οι πληροφορίες που διακινούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατατάσσονται στην κατηγορία των fake news;
-Το φαινόμενο της διασποράς ψευδών ή μη διασταυρωμένων ειδήσεων είναι πολύ συχνό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θα ήταν δύσκολο κανείς να εκτιμήσει το ποσοστό· αυτό που ίσως είναι ενδιαφέρον είναι η «ταχύτητα» διάδοσης ψευδών ειδήσεων που έχει εκτιμηθεί ότι είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτήν των πραγματικών γεγονότων.
-Με ποιον τρόπο τα κοινωνικά δίκτυα και κυρίως το Facebook και το Twitter έγιναν τα κύρια οχήματα για τη διακίνηση σημαντικού όγκου ψευδών ειδήσεων;
-Υπάρχουν τρεις σημαντικοί λόγοι, κατά τη γνώμη μου. Πρώτο είναι η δημοφιλία τους μεταξύ ατόμων όλων των ηλικιών και ο τεράστιος αριθμός χρηστών τους τα έκανε εύκολο στόχο, δεύτερο η μη έγκαιρη αντίδραση από τις ίδιες τις εταιρείες να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο με αυστηρό έλεγχο του περιεχομένου και τρίτο η μη έγκαιρη προσπάθεια των Κυβερνήσεων να θεσπίσουν ρυθμιστικά πλαίσια σχετικά με τη δημιουργία και διάδοση ψευδών ειδήσεων.
-Ποιες είναι οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση της παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
-Με διάφορους τρόπους, από τους οποίους κάποιοι είναι «χειροκίνητοι» και κάποιοι αυτόματοι. Χειροκίνητοι τρόποι περιλαμβάνουν την παραγωγή και διάδοση ψευδών ή και κατασκευασμένων ειδήσεων μέσω λογαριασμών που ανήκουν σε πραγματικά πρόσωπα (π.χ. τρολ) ή λογαριασμών που διαχειρίζονται αυτόματα μέσω λογισμικού (π.χ. μποτ).
-Ποια είναι η συμβολή των fake news στην άνθηση και διακίνηση των θεωριών συνωμοσίας;
-Κατά τη γνώμη μου, η διάδοση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την έλλειψη σοβαρού ελέγχου περιεχομένου έχει σίγουρα αμβλύνει το πρόβλημα της διακίνησης θεωριών συνωμοσίας. Ένα ωραίο σκίτσο που διάβασα τυχαία ανέφερε σαρκαστικά ότι οι γονείς μας το 1995 μας έλεγαν να μην εμπιστεύεστε ποτέ αγνώστους, ενώ σήμερα οι ίδιοι μας λένε ότι η Γη είναι επίπεδη επειδή κάποιος άγνωστος το έγραψε στο ίντερνετ.
-Συμφωνείτε με την άποψη πως τα fake news αποτελούν πλήγμα και ότι καταστρέφουν τη δημοκρατία;
-Η απάντηση είναι θετική. Πρώτο, λόγω της μεγάλης ταχύτητας διάδοσης, οι ψευδείς ειδήσεις μπορούν να διεισδύσουν και να επηρεάσουν μεγάλα κομμάτια της κοινής γνώμης και του εκλογικού Σώματος. Δεύτερον, έχουν μεγάλες επιπτώσεις στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου. Είδατε για παράδειγμα πόσο μεγάλη ήταν η πόλωση στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
-Πιστεύετε πως καινοτόμες τεχνολογίες, όπως το Blockchain, θα ενίσχυαν τη διαφάνεια και την ανιχνευσιμότητα, κάνοντας τις ειδήσεις στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ασφαλείς και αντικειμενικές;
-Πιστεύω ότι η τεχνολογία και συγκεκριμένα η πληροφορική μπορούν να προσφέρουν χρήσιμα εργαλεία για την αυτόματη ανίχνευση και ανάλυση φαινομένων όπως η διαμοίραση και διάδοση ψευδών ειδήσεων.
-Μπορούν να αντιμετωπιστούν και να νικηθούν τα fake news; Ποια βήματα πρέπει να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση;
-Οι βάσεις για την αντιμετώπιση της διάδοσης ψευδών ειδήσεων πρέπει πρώτα απ’ όλα να μπουν από τις Κυβερνήσεις μέσω αυστηρών ρυθμιστικών πλαισίων για τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης. Έπειτα εμείς οι ίδιοι ως χρήστες θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και πάντα να ελέγχουμε την εγκυρότητα μιας είδησης από περισσότερες της μιας πηγής.
-Έχετε αναπτύξει μια μέθοδο που μπορεί να προβλέψει με σχετικά μεγάλη ακρίβεια αν κάποιος χρήστης του Twitter είναι πιθανό να διαδώσει μελλοντικά περιεχόμενο από μη αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Με ποιον τρόπο έγινε δυνατή μια τέτοια πρόβλεψη;
-Η μέθοδος που αναπτύξαμε μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια γύρω στο 80% αν κάποιος χρήστης του Twitter είναι πιθανό να διαδώσει περιεχόμενο από μη αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Η έρευνά μας βασίζεται στην απλή υπόθεση ότι το τι γράφει και ποια θέματα συζητάει κάποιος στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να μάθουμε συγκεκριμένα μοτίβα. Για παράδειγμα οι χρήστες που είναι περισσότερο επιρρεπείς στη διάδοση περιεχομένου από αναξιόπιστες πηγές τείνουν να χρησιμοποιούν συχνότερα αγενείς χαρακτηρισμούς ή συζητούν θέματα σχετικά με θεωρίες συνωμοσίας.
-Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μεθόδους όπως η δική σας για να σταματήσει η εξάπλωση των ψευδών ειδήσεων ή κάτι τέτοιο θα έβαζε σε κίνδυνο ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα;
-Η τεχνολογία που αναπτύξαμε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πρόληψη. Για παράδειγμα, αν κάποιοι χρήστες εμφανίζονται ως πιθανοί υποψήφιοι να διαδώσουν ψευδείς ειδήσεις, τότε θα μπορούσε αυτή η εκτίμηση να χρησιμοποιηθεί ώστε οι συγκεκριμένοι χρήστες να ενημερωθούν σχετικά.
-Σε ποιους άλλους τομείς βρίσκουν εφαρμογή παρόμοιες μέθοδοι πρόβλεψης συμπεριφορών;
-Οι μέθοδοι για την πρόβλεψη και ανάλυση της συμπεριφοράς χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν πολλές εφαρμογές στις κοινωνικές επιστήμες ώστε οι συγκεκριμένοι ερευνητές (πολιτικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι κ.λπ.) να επεκτείνουν την έρευνά τους σε μεγάλη κλίμακα.
Πώς δημιουργήθηκε ο αλγόριθμος
Τον περασμένο Δεκέμβριο αίσθηση προκάλεσε η είδηση ότι μια ομάδα ερευνητών στη Βρετανία ανέπτυξε έναν αλγόριθμο ο οποίος μπορεί να προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια ποιοι χρήστες του Twitter είναι πιθανότερο να διαμοιράσουν και να εξαπλώσουν αναξιόπιστες ειδήσεις και εν γένει να παραπληροφορήσουν, προτού το επιχειρήσουν. Επικεφαλής της εν λόγω ομάδας είναι ο Νίκος Αλετράς. Ο Έλληνας ερευνητής και οι συνεργάτες του ανέλυσαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο tweets από περίπου 6.200 χρήστες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, όσους προωθούσαν αναξιόπιστες ειδήσεις και όσους μοιράζονταν πληροφορίες μόνο από αξιόπιστες πηγές ειδήσεων. Τα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για να εκπαιδευθεί ένας νέος αλγόριθμος μηχανικής μάθησης, ώστε να διακρίνει ένα χρήστη ανάλογα με τον βαθμό αξιοπιστίας των πληροφοριών που διακινεί.
Διαπιστώθηκε ότι οι χρήστες που ρέπουν στην παραπληροφόρηση είναι πιθανότερο να στέλνουν μηνύματα σχετικά με την πολιτική ή τη θρησκεία, καθώς επίσης να χρησιμοποιούν αγενή γλώσσα. Τα μηνύματά τους συχνά αναφέρονται στην «κυβέρνηση», στα «μέσα ενημέρωσης», στο «Ισλάμ» ή στο «Ισραήλ». Αντίθετα, όσοι είναι πιο προσεκτικοί τείνουν να διαδίδουν μέσω του μέσου κοινωνικής δικτύωσης κυρίως αξιόπιστες πληροφορίες, «τιτιβίζουν» συχνότερα για την προσωπική ζωή τους, τα συναισθήματά τους, τις σχέσεις με τους φίλους τους.
Τα ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης να αναπτύξουν νέους «έξυπνους» τρόπους να βάλουν φρένο στη διογκούμενη παραπληροφόρηση, καθώς επίσης να βοηθήσουν τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους ψυχολόγους να καταλάβουν καλύτερα τη συμπεριφορά των χρηστών σε μεγάλη κλίμακα. Στο μέλλον η ομάδα του Νίκου Αλετρά σχεδιάζει να συνδυάσει τη μέθοδό της με πληροφορίες από το κοινωνικό δίκτυο των χρηστών αλλά και να εξετάσει τη χρήση περιεχομένου από άλλες γλώσσες εκτός των αγγλικών.
Τίποτα στην ψηφιακή ζωή δεν είναι όπως φαίνεται
Το ελληνικό ίντερνετ «θρηνεί» τις τελευταίες μέρες τον θάνατο της Μάνιας Τέκου, η οποία σύμφωνα με ανακοίνωση του συζύγου της πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Πολλοί λυπήθηκαν μόλις πληροφορήθηκαν την είδηση, έτρεξαν στα κοινωνικά δίκτυα να συλλυπηθούν και να μιλήσουν για το πόσο σημαντική ήταν η διαδικτυακή της παρουσία. Τον θρήνο όμως διαδέχτηκε γρήγορα η οργή και η απογοήτευση όταν έγινε γνωστό πως η Μάνια Τέκου δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν ένα διαδικτυακό προφίλ που φτιάχτηκε, άγνωστο από ποιον, και που περιέφερε τη ζωή της στα κοινωνικά της προφίλ αναμιγμένη με την πολιτική, την ιστορία και την καθημερινότητά της.
Η ζωή και ο θάνατος της Μάνια Τέκου υπενθύμισε σε όλους πως o διαδικτυακός κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος και πως στην ψηφιακή ζωή τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Το μακρινό 1993 σε ένα προφητικό σκίτσο, που δημοσιεύτηκε στο New Yorker, ένας σκύλος μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή έλεγε σε ένα άλλο σκίτσο «πως στο ίντερνετ κανένας δεν ξέρει πως είσαι σκύλος». Σήμερα η κατάσταση είναι εντελώς ανεξέλεγκτη. Κυκλοφορούν δισεκατομμύρια ψεύτικα προφίλ, πολύ μεγάλο ποσοστό των πληροφοριών που διακινούνται είναι αναληθείς ενώ οι απάτες είναι καθημερινό φαινόμενο.
Η άσχημη αλήθεια είναι ότι στο διαδίκτυο κυκλοφορεί πολλή ψευτιά. Και μόνο το γεγονός πως όλοι μας είμαστε πίσω από ένα πληκτρολόγιο θα έπρεπε να μας έκανε πολύ πιο επιφυλακτικούς. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι περισσότεροι είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν στο κάλεσμα ανθρώπων που δεν ξέρουν και πέφτουν στην παγίδα επιτήδειων που τους ξεγελούν με τη μεγαλύτερη ευκολία, ακόμη κι όταν ένα προφίλ είναι κραυγαλέα απατηλό.
Είναι για αυτό τον λόγο που το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί οι φωνές που ζητούν περισσότερα μέτρα και προστασία από τις ίδιες τις πλατφόρμες και τα κοινωνικά δίκτυα. Δειλά δειλά λαμβάνονται κάποια μέτρα. Έτσι, για παράδειγμα, το Facebook έχει ανακοινώσει πως κατέβασε 1,33 δισεκατομμύριο ψεύτικους λογαριασμούς μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2020, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην παραπληροφόρηση που διακινείται γύρω από το θέμα της πανδημίας. «Παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες, υπάρχουν ορισμένοι που πιστεύουν ότι έχουμε οικονομικό συμφέρον να κλείνουμε τα μάτια στην παραπληροφόρηση. «Το αντίθετο ισχύει. Έχουμε κάθε κίνητρο για να κρατήσουμε μακριά την παραπληροφόρηση από τις εφαρμογές μας και έχουμε κάνει πολλά βήματα για να το κάνουμε εις βάρος της ανάπτυξης και της αφοσίωσης των χρηστών», έχει πει ο αντιπρόεδρος του κοινωνικού δικτύου, Guy Rosen. Σε ανάλογες πράξεις έχουν προχωρήσει και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Twitter, το Instagram αλλά και το YouTube.
Ωστόσο το πρόβλημα όχι μόνο δεν λύνεται αλλά αντίθετα οξύνεται. Για όσο διάστημα τα κοινωνικά δίκτυα αποτυγχάνουν να εντοπίζουν και να κατεβάζουν εμφανείς πλαστούς λογαριασμούς, τα ψεύτικα προφίλ θα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Επιπλέον, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι πολλοί άνθρωποι παρά τις προειδοποιήσεις και τις ενδείξεις εθελοτυφλούν και πέφτουν στην παγίδα των ψεύτικων λογαριασμών. Σε έρευνα που διεξήγαγε ο καθηγητής Αρούν Βισγουανάθ, ειδικός σε θέματα συμπεριφοράς στο διαδίκτυο στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, φάνηκε πως μόλις το 30% των χρηστών απορρίπτει από την πρώτη ένα ψεύτικο λογαριασμό, ενώ περισσότεροι από τους μισούς χωρίς δισταγμό τον εντάσσουν στις επαφές τους.
Συζητώντας με όσους έλαβαν μέρος στη μελέτη του, ο δρ Αρούν Βισγουανάθ ανακάλυψε πως η συντριπτική τους πλειονότητα πίστευε πως δεν είχε κανένα λόγο να αναρωτηθεί ποιοι λογαριασμοί ήταν ψεύτικοι και ποιοι όχι, καθώς ήταν σχεδόν σίγουροι πως ανήκαν σε κάποιο φίλο, γνωστό ή ένα υπαρκτό πρόσωπο. Ακόμη όμως και να είχαν κάποιες αμφιβολίες δεν τις εξέφρασαν, θεωρώντας πως δεν είχαν λόγο να το κάνουν.
Επίσης, η διάδοση ψεύτικων λογαριασμών είναι γρήγορη, επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε οι χρήστες τους συνεχώς να επιστρέφουν σε αυτά μέσω των ειδοποιήσεων όταν κάτι τους αφορά, είτε ένα σχόλιο είτε ένα like είτε μια αίτηση για νέα γνωριμία. Αυτή η τάση είναι πιο έντονη στα κινητά τηλέφωνα, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι χρήστες τους είναι πολύ πιο πιθανό να αποδεχτούν σύνδεση με ένα ψεύτικο προφίλ από τους χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών ή τάμπλετ.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως το γεγονός πως πολλοί χρήστες θεωρούν πως είναι ασφαλείς εξαιτίας των ρυθμίσεων στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όπως ανάφεραν στον δρα Αρούν Βισγουανάθ, ένας από τους λόγους που δεν έδιναν τόση σημασία στο αν κάποιος που τους προσέγγισε στο Facebook ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο ήταν γιατί είχαν πιστέψει τις διαβεβαιώσεις του κοινωνικού δικτύου, πως ελέγχει και μπλοκάρει