Έξι και πλέον μήνες παλεύει ο πλανήτης με την πανδημία. Σε αυτό το διάστημα είδαμε αρκετές χώρες να λαμβάνουν δυναμικά μέτρα για να σταματήσουν την εξάπλωση της Covid-19, μερικές αφήνουν τα πράγματα στην τύχη και άλλες να βρίσκουν συνεχώς νέους αποδιοπομπαίους τράγους για να ρίξουν την ευθύνη. Αν και είναι νωρίς για απολογισμούς, εντούτοις κάποιες τάσεις ήδη έχουν φανεί για το ποια στρατηγική μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο αποτελεσματική και πετυχημένη. Ο κορωνοϊός επηρέασε και επηρεάζει τις συνήθειες και την καθημερινότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως. Έφερε μεγάλες αλλαγές στον χώρο της εργασίας, της εκπαίδευσης, της οικονομίας. Λογικό επακόλουθο και το ότι η διαχείριση της πανδημίας άλλαξε και τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, με κάποιους ηγέτες να μετρούν κέρδη και άλλους ζημιές, όπως επίσης και με τα κόμματα άλλα να καταγράφουν άνοδο και άλλα πτώση.
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες, πάντως, είδαν τα ποσοστά τους να ανεβαίνουν, παρά το γεγονός ότι ο Covid-19 έχει σκοτώσει σχεδόν μισό εκατομμύριο ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, με τους μισούς από αυτούς στην Ευρώπη. Αυτό που παρατηρούμε, ανέφερε μιλώντας στον «Φιλελεύθερο», ο Σωτήρης Ζαρταλούδης, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, είναι πως κυβερνήσεις που θεωρούνται πιο συντηρητικές και τεχνοκρατικές και λιγότερο λαϊκιστικές έχουν να επιδείξουν καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
 
«Μπορούμε να συγκρίνουμε για παράδειγμα τη Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ, την Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη ή ακόμη και την Κύπρο του Νίκου Αναστασιάδη με τη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ ή και την Ιταλία του Τζιουζέπε Κόντε και να δούμε πως αυτοί που έλαβαν υπόψη τους τα επιστημονικά δεδομένα και δεν φοβήθηκαν να πάρουν αντιδημοφιλείς αποφάσεις πιστώνονται με καλύτερη διαχείριση της κρίσης», επεσήμανε.
 
Τα κέρδη που παρουσίασαν κάποια από τα κόμματα είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία του Χριστιανοδημοκρατικού και Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος βελτίωσε κατά 11 μονάδες τη θέση του και από το 28% πήγε στο 39% το οποίο είναι το υψηλότερό του ποσοστό τα τελευταία 2 χρόνια. Το VVD του Ολλανδού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε από 18,5% αύξησε τη δύναμή του και έχει τώρα 33,5%. Η Νέα Δημοκρατία στην Ελλάδα σημείωσε αύξηση 4% και το ÖVP της Αυστρίας 6%.
Βέβαια βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή και η τιθάσευση της υγειονομικής κρίσης είναι μεν ένα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, όμως την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα δύσκολα της οικονομίας, τώρα έρχονται. Η επιτυχία ή η αποτυχία μιας κυβέρνησης θα κριθεί και στους δύο τομείς, εκτίμησε ο Έλληνας καθηγητής, ο οποίος προβλέπει πως οι χώρες που εφάρμοσαν πιο γρήγορα lockdown, επανεκκινούν και πιο νωρίς τις οικονομίες τους και αυτό τους δίνει ένα συγκριτικό αποτέλεσμα σε σύγκριση με αυτές που δεν τόλμησαν. Το πόσο μεγάλη θα είναι η ύφεση, τα οικονομικά μέτρα που πήρε η κάθε κυβέρνηση και το πόσο γρήγορα θα καταφέρει να βγει από την κρίση, είναι παράγοντες που θα παίξουν σημαντικό ρόλο, ειδικά στις χώρες όπου το επόμενο διάστημα είναι προγραμματισμένες εκλογικές αναμετρήσεις είτε σε εθνικό είτε σε τοπικό επίπεδο. 
 
Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι οι πολίτες αντιλήφθηκαν πλήρως την αναγκαιότητα των μέτρων και όχι μόνο τα αποδέχτηκαν αλλά και στήριξαν τις κυβερνήσεις ανεξάρτητα από τη στρατηγική που ακολούθησαν. Η στρατηγική και η επιτυχία πολύ λίγο επηρέασε την κοινή γνώμη. Τα λαϊκίστικα κόμματα κατά κανόνα έχασαν σε δύναμη. Ενδεικτικό είναι το ότι η δημοτικότητα του Βρετανού πρωθυπουργού, ο οποίος έχει δεχτεί έντονες επικρίσεις για τη διαχείριση της κρίσης έχει χάσει περίπου 20% της δημοφιλίας του. «Πιστεύω πως αυτή την περίοδο οι πολίτες εκτιμούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σταθερότητα. Ακόμη κι αν γίνονται λάθη βλέπουν με θετικό μάτι το ότι ένας ηγέτης παρουσιάζει σιγουριά στις αποφάσεις του. Αντίθετα, οι πολίτες βάζουν κακό βαθμό στο χάος, στην έλλειψη αποφασιστικότητας. Η αξιοπιστία έχει ήδη αντίκτυπο στις δημοτικότητες των ηγετών και αυτό θα φανεί ακόμη πιο έντονα στο μέλλον», εξήγησε ο Σωτήρης Ζαρταλούδης.
 
Είναι για αυτό τον λόγο που συχνά λέγεται πως η πανδημία έφερε ένα σημαντικό χτύπημα, εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Παρά το γεγονός πως η Covid-19 αποδείχτηκε ένας παγκόσμιος εφιάλτης, οι περισσότερες λύσεις που δόθηκαν ήταν εθνικές. «Η πανδημία έδειξε, πως ακόμη κι αν ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, τα κράτη και οι εθνικές κυβερνήσεις παίζουν πολύ βασικό ρόλο στην καθημερινότητα των πολιτών και την ποιότητα ζωής τους. Οι κυβερνήσεις που αντιμετώπισαν πιο αποτελεσματικά ένα παγκόσμιο πρόβλημα όπως ο νέος κορωνοϊός βοήθησαν τους πολίτες τους και είχαν λιγότερα θύματα από άλλες που είτε υποβάθμισαν την απειλή είτε επέλεξαν να την αντιμετωπίσουν με ανορθόδοξα μέσα».
 
Αυτό φαίνεται πως έχει εκτιμηθεί πολύ από τους πολίτες, όπως αποδεικνύουν και οι περισσότερες δημοσκοπήσεις. Γιατί ναι μεν υπάρχει παγκόσμιο εμπόριο, κοινές τάσεις στην οικονομία ή στην κοινωνία, όμως οι λύσεις που δίνονται κάθε φορά που υπάρχει μια κρίση δεν είναι παγκόσμιες. Η κάθε κυβέρνηση, η κάθε χώρα λαμβάνει τις δικές της αποφάσεις και επομένως αφού έχει και διαφορετικά αποτελέσματα κρίνεται και αναλόγως από τους πολίτες της.
 
Νέες προκλήσεις
 
Παρά το γεγονός ότι υπήρχε το προηγούμενο πώς η Κίνα διαχειρίστηκε την πανδημία, η πραγματικότητα δείχνει πως οι περισσότερες χώρες πιάστηκαν αδιάβαστες. Σχεδόν κανένας δεν περίμενε πως σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης θα έμπαινε στον πάγο με τόσο μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα. Από τη μια μέρα στην άλλη πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα κατέρρευσαν και αναδύθηκαν νέες προκλήσεις. Η πανδημία αντιπροσωπεύει έναν καινούργιο τύπο κρίσεων, ο οποίος απαιτεί την ίδια στιγμή εθνικές λύσεις αλλά και παγκόσμια συνεργασία. 
 
Οι κρίσεις πολλές φορές ευνοούν την άνοδο ακραίων τάσεων
 
Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία ένα από τα ερωτήματα που τέθηκαν είναι αν η κρίση βοηθά ή όχι τους λαϊκιστές ηγέτες. Βλέπουμε πως γενικά η κρίση τόσο η υγειονομική όσο και η οικονομική έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες βλέπουν τις ηγεσίες τους. Ο φονικός κορωνοϊός κατέδειξε πόσο μεγάλη ανάγκη είναι να υπάρχει μια σοβαρή κυβέρνηση, η οποία ενεργεί με γνώμονα το καλό των πολιτών της και που είναι πρόθυμη να πάρει τις σωστές αποφάσεις οποιεσδήποτε και αν είναι οι αντιδράσεις ή το κόστος.
 
Παρόλα αυτά είναι πολύ νωρίς για να πανηγυρίσουμε για τον θάνατο του λαϊκισμού. Το ένα σενάριο υποστηρίζει πως οι ψηφοφόροι αφού φοβήθηκαν έχοντας περάσει τόσο δύσκολες στιγμές θα καταλάβουν πως ηγέτες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ζάιχ Μπολσονάρο ή ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να προσφέρονται για χαβαλέ ή πειραματισμούς αλλά στην τελική είναι προτιμότερος ένας αξιόπιστος, παραδοσιακός πολιτικός. Το άλλο σενάριο λέει πως τελικά θα επικρατήσει ο ανορθολογισμός και πως θα ενισχυθούν οι λαϊκιστές που ρίχνουν την ευθύνη για την πανδημία στους ξένους, την Κίνα και επομένως θα ανοίξει ο δρόμος για επικράτησή τους στις εκλογικές αναμετρήσεις. 
 
Πάντως, σε πολλές χώρες τα λαϊκίστικα, αντισυστημικά κόμματα βρίσκονται σε πτώση από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Ωστόσο, είναι πολύ πρόωρο το συμπέρασμα ότι πρόκειται για κάτι οριστικό και ότι οδηγούνται στο περιθώριο. Η ιστορία έχει δείξει πως οι κρίσεις πολλές φορές ευνοούν την άνοδο ακραίων τάσεων. Ο ασύμμετρος φόβος, οι θεωρίες συνωμοσίας που διαδίδονται τόσο εύκολα μέσω της τεχνολογίας ευνοούν ακριβώς και την ενδυνάμωση του λαϊκισμού. Αυτή η χιονοστιβάδα αντικρουόμενων συναισθημάτων, πληροφόρησης, παραπληροφόρησης, ελπίδας και απελπισίας, θα έχει πολιτικές επιπτώσεις όταν περάσει η κρίση. Το να κλείσουν μια για πάντα οι πόρτες στον λαϊκισμό δεν είναι εύκολο. Και αν η οικονομική κρίση αποδειχτεί σαρωτική, τότε πρέπει να φοβόμαστε για τα χειρότερα.
 
Οικονομικός γίγαντας αλλά πολιτικός νάνος
 
Η πανδημία έφερε την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με ένα πρωτόγνωρο οικονομικό χτύπημα. Έχοντας μόλις αρχίσει να συνέρχεται από την οικονομική κρίση του 2008, βρισκόταν ενώπιον μεγάλων προκλήσεων σχετικά με το μέλλον της. Ο νέος κορωνοϊός έφερε τα πάνω κάτω, δημιουργώντας νέες ασύμμετρες, οικονομικές επιπτώσεις. Η εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων υπήρξε καταλυτική αφού οδήγησε σε αναστολή πολλών εργασιών, σε τρομακτική αύξηση της ανεργίας κα σε ύφεση. 
 
Αρχικά η αντίδραση της ΕΕ ήταν καθυστερημένη αλλά και μπερδεμένη. Στη συνέχεια, όμως, βελτιώθηκαν τα αντανακλαστικά της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών συντονισμού, αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης. Στη μάχη ρίχτηκαν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), αλλά και από την Κομισιόν και το Συμβούλιο Υπουργών. Και τέλος με τον μνημειώδη προϋπολογισμό αλλά και το Ταμείο Ανάπτυξης που ανακοινώθηκε τον περασμένο μήνα, μια κίνηση που έκανε πολλούς να ομολογήσουν πως επιτέλους ήρθε η ώρα της Ευρώπης. 
 
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε, επεσήμανε ο Σωτήρης Ζαρταλούδης, είναι πως η διαχείριση της πανδημίας δεν έφερε κάποιες αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα κράτη μέλη. Αυτό, όμως, που έχει διαφοροποιηθεί είναι το ότι η πρόταση για επενδυτικά προγράμματα για αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της Covid-19 δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων από πλευράς της ΕΕ. Υπάρχει μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης και η Ευρώπη σκέπτεται πλέον πιο ευρωπαϊκά. Υπάρχει μια μετατροπή σκέψης, αφού τα περισσότερα κράτη μέλη δείχνουν να έχουν κατανοήσει πως όταν υπάρχει ένα πρόβλημα είναι προτιμότερες οι συνολικές λύσεις. 
 
Αναλύοντας τις ρίζες αυτής της αλλαγής ο Έλληνας ειδικός τόνισε πως η πανδημία είναι ο ορισμός του εξωτερικού σοκ, που έχει επηρεάσει όχι μόνο μια χώρα ή περιοχή αλλά όλες. «Αυτό που έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι αυτή τη φορά δεν θεωρήθηκε υπεύθυνη μια χώρα για την καταστροφή όπως στο παρελθόν η Ιταλία ή η Ελλάδα. Καμιά χώρα δεν έφερε τον κορωνοϊό, αλλά αντίθετα πρόκειται για ένα κοινό υγειονομικό πρόβλημα, που βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες ενός κράτους μέλους για να το αντιμετωπίσει μόνο του. Δεν είναι το ίδιο με την κρίση χρέους που εύκολα κάποιος μπορούσε να κουνήσει το δάχτυλο σε μια χώρα για τις επιλογές της». Αυτή τη φορά η ΕΕ ήταν αποφασισμένη να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος. Υπήρχαν πάρα πολλοί που επεσήμαναν πως οι εθνικές λύσεις δεν ήταν αρκετές για ευρωπαϊκά προβλήματα. 
 
Η στάση αυτή πάντως ανοίγει τον δρόμο για περισσότερη ενοποίηση. Τα σχέδια ανάκαμψης που ανακοινώθηκαν τον περασμένο μήνα, ύψους ενός και πλέον τρισεκατομμυρίων ευρώ και η δημιουργία ενός κεντρικού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού δείχνει πως η ΕΕ ποντάρει στην πιο στενή συνεργασία των κρατών μελών της. Το μεγάλο ερώτημα, αναρωτιέται ο Σωτήρης Ζαρταλούδης, είναι αν τελικά οι Βρυξέλλες θα τολμήσουν να κάνουν και βήματα πολιτικής ενοποίησης ώστε να μην παραμείνουν μόνο στα θέματα οικονομίας. Προς το παρόν δεν φαίνεται εύκολο να ξεπεραστούν οι διαφορές που υπάρχουν και τα κράτη δεν είναι πρόθυμα να μοιραστούν ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. 
 
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ΕΕ είναι η έλλειψη σκληρής ισχύος, δηλαδή δεν έχει τη δύναμη αλλά και τα μέσα να επιβάλει τη θέλησή της ή να επέμβει, ακόμη και όταν θίγονται τα συμφέροντα ενός κράτους μέλους της. Και ο λόγος για αυτό είναι επειδή έχει οικονομική και όχι πολιτική ή στρατιωτική δύναμη. Η πανδημία δεν άλλαξε το γεγονός πως είναι ένας οικονομικός γίγαντας αλλά ένας πολιτικός νάνος. Η τάση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει τόσο εύκολα. Στον πολυπολικό κόσμο που δημιουργείται η ισχύς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οικονομική. Πάντως, αν τα πράγματα τελικά έχουν θετική κατάληξη και χάρη στις πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν η ΕΕ γλυτώσει τα χειρότερα, τότε είναι πολύ πιθανόν πως θα βάλει στέρεες βάσεις για μια δημοσιονομική ομοσπονδιοποίησης η οποία στο μέλλον θα αλλάξει καθοριστικά την ίδια της την ουσία. Άλλωστε, αν μας δίδαξε κάτι η πανδημία είναι πως τώρα, όσο καλά προετοιμασμένη και να είναι μια χώρα μέλος δεν έχει απόλυτη ανοσία από όλους τους κινδύνους και ότι είναι πάντα καλύτερο να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.