Στην καρδιά της Παλιάς Λευκωσίας, η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν για την περιοχή. Δίνει τη δική της μαρτυρία εις οσμή ευωδίας πνευματικού και πολιτιστικού μεγαλείου. Προβάλλει εντυπωσιακά και προσδίδει σ’ όλο τον γύρω χώρο ένα ξεχωριστό χαρακτήρα και αποτυπώνει μια μοναδική σφραγίδα. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία αντλήσαμε από μια συνέντευξη που είχαμε με τον πρωτοπρεσβύτερο Σταύρο Καραπατάκη, ενώ καταφύγαμε και σε άλλες αξιόλογες πηγές για τα όσα αναφέρονται πιο κάτω, γύρω από την παρουσία, την ιστορία και τον χαρακτήρα του ναού.
 
Ο ιερός ναός του Αγίου Αντωνίου, στην Παλιά Λευκωσία, είναι κτίσμα επί παλαιοτέρων ερειπίων του ναού και χρονολογείται το 1735 ή το 1743, επί Αρχιεπισκόπου Φιλόθεου. Τις χρονολογίες αυτές τις συναντάμε τη μία (1735) χαραγμένη πάνω από την κύρια είσοδο του ναού, ενώ την άλλη  (1743) να αναγράφεται σε επιγραφή στη νότια πλευρά του εικονοστασίου. Είναι την ίδια ιστορική περίοδο που ο Αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος ανακαινίζει και την Ιερά Μονή Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή και προστάτη της εκκλησίας της Κύπρου στη Σαλαμίνα. Έκτοτε ο ναός του Αγίου Αντωνίου λειτουργεί ως μετόχιον της κατεχόμενης Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα. 
 
Για το κτίσιμο της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από προϋπάρχοντα πιθανότατα ναό στο ίδιο σημείο. O Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (18ος αιώνας), έχοντας στη φαρέτρα του την Ορθόδοξη πίστη, την αδιαμφισβήτητη οξυδέρκειά του και τη γνώση της ελληνικής γλώσσας, σε μία από τις επισκέψεις του στο νησί, τον Μάιο του 1727-στο πλαίσιο των περιηγήσεων του σε μοναστήρια των χωρών της «καθ’ ημάς Ανατολής», κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας –  συνάντησε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σιλβέστρο και γράφει στο περί της Κύπρου απόσπασμά του, ότι φιλοξενήθηκε στον ξενώνα του ναού δίπλα στους νοτάδες (κελιά) του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, τον οποίο κατέγραφε ως μοναστηριακό, γεγονός που πιστοποιείται από την επιτόπια έρευνα. 
 
Η διακόσμηση του ναού έγινε με δαπάνη του δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, η οικογένεια τού οποίου εκκλησιαζόταν στον ναό αυτό. Το σπίτι του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου βρίσκεται σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από την εκκλησία. 
 
Το 2005 η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου ανακαινίστηκε από το τμήμα Αρχαιοτήτων με τη συμβολή του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Λέβα, ο οποίος έδωσε λύση στο πρόβλημα της έντονης υγρασίας που διάβρωνε τον ναό.
 
Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόκλιτης κεραμοσκέπαστης βασιλικής με ημικυκλικό θόλο. Είναι κτισμένος με πουρόπετρα και παρατηρούμε δανδελωτό πέτρινο σκάλισμα τόσο στις υδρορροές όσο και έξω στην κόγχη του ιερού βήματος. 
 
Στον αύλειο χώρο του ναού δεξιά από την κεντρική είσοδο, βρίσκεται το αξιοθαύμαστο, πολύ ψηλό καμπαναριό το οποίο είναι περίτεχνα σκαλισμένο με μεγάλη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικές είναι οι μαργαρίτες, οι ρόμβοι, οι κορνίζες, τα τετράγωνα, οι σκαλιστές δανδέλες, οι κορδέλες και τα αστέρια του Δαβίδ. Οι εύηχες καμπάνες καλούν τους πιστούς να προσέλθουν στην Εκκλησία. Έχουν πάρει την ονομασία τους από την Καμπανία, περιοχή της Ιταλίας, στην οποία πρωτοκατασκευάστηκαν. Συμβολίζουν δε τις σάλπιγγες των αγγέλων για εκγρήγορση.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας εντύπωση προκαλεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Το τέμπλο (λατ. templum που σημαίνει τον ιερό χώρο) ή μέγα εικονοστάσι είναι ένα βυζαντινής καταγωγής αρχιτεκτονικό μοτίβο, χαρακτηριστικό των Ανατολικών Εκκλησιών και χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον Κυρίως ναό. Ωστόσο, δεν αποτελεί διαχωριστικό τείχος, αλλά συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο κόσμων, του αισθητού και του νοητού. Είναι ένα σύνορο που χωρίζει τον ανθρώπινο κόσμο που είναι ο Κυρίως ναός, από τον Επουράνιο, που είναι το Ιερό Βήμα.
 
Η διακόσμηση στο ξυλόγλυπτο τέμπλο  παραπέμπει σε ρυθμό μπαρόκ, προσδίδοντας ένα αίσθημα δέους και μεγαλείου με κυριότερα μέσα τις έντονες καμπύλες γραμμές, τους πολύπλοκους διαπλεκόμενους όγκους, την απόδοση της κίνησης και της δημιουργίας έντονων αντιθέσεων. Στην κορυφή του τέμπλου παρατηρούμε τον σταυρό του Κυρίου. Αριστερά βρίσκεται σε όρθια θέση η Θεοτόκος και δεξιά ο αγαπητός μαθητής  Ιωάννης. 
 
Στο κέντρο του τέμπλου παρατηρούμε ξυλόγλυπτους φολιδωτούς δράκους με λεπτομέρειες επιχρύσωσης και παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη, όπως τον πελεκάνο με τα μικρά του, με βαθύ κόκκινο και σκούρο πράσινο χρώμα που μας παραπέμπει στον αλληγορικόν εγκώμιον του Επιταφίου, το όποιον ψάλλει:
 
«Ώσπερ πελεκάν τετρωμένος τήν πλευράν Σου, Λόγε, σούς θανόντας παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς» 
Το αίμα δηλαδή του πελεκάνου ως άριστον αντίδοτον φάρμακο επιδρά και εξουδετερώνει το φαρμάκι των φιδιών.
Αυτή τη συμβολική συγκινητική Εικόνα κάνει ύμνο η Εκκλησία μας, για να μας ευαισθητοποιήσει για τη θυσία του Κυρίου μας.
 
Στην πάνω σειρά του επιστηλίου, που είναι το πάνω μέρος του τέμπλου υπάρχουν δώδεκα εικόνες. Πρώτος από αριστερά είναι ο Απόστολος Θωμάς, ο Απόστολος Ανδρέας, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Άγιος Πέτρος που κρατά το κλειδί του Παραδείσου, ο Άγιος Ιάκωβος, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Ακολουθούν οι εικόνες της Δεήσεως, του Ευαγγελιστή Μάρκου, του Αποστόλου Ματθαίου, του Αποστόλου Παύλου, των Αγίων Βαρθολομαίου και Σίμωνος και τέλος η εικόνα του Αγίου Φιλίππου.
 
Στη δεύτερη σειρά του τέμπλου βλέπουμε από αριστερά τα Εισόδια της Θεοτόκου, τον Ευαγγελισμό, τη γέννηση του Χριστού, τη Βάφτιση του Κυρίου, την Υπαπαντή, τη Μεταμόρφωση, την Ανάσταση του Λαζάρου, την ψηλάφηση του Θωμά, την Ανάληψη του Κυρίου, την Κοίμηση της Θεοτόκου και την Πεντηκοστή.
 
Ακολουθεί ξυλόγλυπτος διάκοσμος με παγώνια, την άμπελο, λέοντες και αγγέλους που κρατούν ανοιχτά βιβλία που αναγράφουν φράσεις από το Ευαγγέλιο όπως «Εν ἀρχη ην ο Λόγος», «Βίβλος Γενέσεως Ιησού», «Αρχή του Ευαγγελίου».
 
Το Κεντρικό τέμπλο
 
Στο κεντρικό τέμπλο του Αγίου Αντωνίου βλέπουμε από αριστερά τις εικόνες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, της Παναγίας της Οδηγήτριας, του Ιησού Χριστού, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, της Παναγίας της Χρυσοπολίτισσας και του Αγίου Αντωνίου.
 
Ο Άγιος Αντώνιος εικονίζεται όρθιος, μετωπικός με ασημένιο φωτοστέφανο. Πρόκειται για επιζωγραφισμένη εικόνα η οποία χρονολογείται τον 17ο αιώνα. Το φωτοστέφανο, οι άγγελοι και η βακτηρία του Αγίου, που είναι όλα ασημένια έχουν τοποθετηθεί σε γυάλινη θήκη μετά από τη συντήρηση της εικόνας.
 
Πάνω από κάθε μεγάλη εικόνα του κεντρικού τέμπλου παρατηρούμε ξυλόγλυπτες χονδροειδείς παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Χαρακτηριστική είναι η ξυλόγλυπτη παράσταση πάνω από την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που απεικονίζει τη Φιλοξενία του Αβραάμ. Στη Γένεση (18,1) ενώ ο Αβραάμ καθόταν κοντά στη Δρυ Μαμβρή, όπου είχε στήσει τη σκηνή του, τον επισκέφτηκαν τρεις άγνωστοι άνδρες. Ο Αβραάμ τούς υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα και αγάπη, παρ’ όλο που του ήταν άγνωστοι.
 
Στη συνέχεια τους παρέθεσε πλούσιο τραπέζι. Κατά τη συζήτηση οι άγνωστοι επισκέπτες ανήγγειλαν στον Αβραάμ ότι η γυναίκα του η Σάρρα θα αποκτήσει παιδί μέσα σ’ έναν χρόνο, όπως και έγινε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στο βιβλικό αυτό γεγονός είδαν μία προτύπωση του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, το οποίο απεκαλύφθη πλήρως στην Καινή Διαθήκη.
 
Ξυλόγλυπτες παραστάσεις υπάρχουν και κάτω από κάθε μεγάλη εικόνα του κεντρικού τέμπλου. Ιδιαίτερα εστιάζουμε την προσοχή μας στην παράσταση που βρίσκεται κάτω από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο που απεικονίζει το συμπόσιο του Ηρώδη στα αριστερά, ενώ στα δεξιά βρίσκεται η Ηρωδιάδα που παρακολουθεί την αποτομή της τίμιας κάρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στο κέντρο της σύνθεσης.
 

Η Ωραία Πύλη του ναού του Αγίου Αντωνίου χρονολογείται τον 19ο αιώνα. Οι παραστάσεις στα δύο φύλλα της Ωραίας Πύλης αναπαρίστανται οριζόντια και περιλαμβάνουν ξυλόγλυπτα με τους Αποστόλους, αγγέλους, δράκους και παγώνια. Ακολουθούν οι εικόνες των Αγίου Βασιλείου, Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Αγίου Αθανασίου. Στο κατώτερο τμήμα της Ωραίας Πύλης βλέπουμε τις εικόνες των Αγίου Νικολάου, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Αγίου Κυρίλλου και του Αγίου Χαραλάμπους οι οποίες παρουσιάζουν εκτεταμένες φθορές.

Οι φθορές στις εικόνες του ναού δεν οφείλονται αποκλειστικά στο πέρασμα του χρόνου, αλλά και σε μια φωτιά που ξέσπασε σε παρακείμενο χώρο από ένα καζάνι.

Όλο το τέμπλο συμπληρώνεται με παραδείσιες παραστάσεις μακαριότητας και ευφροσύνης. Η διακόσμηση με την άμπελο συμπληρώνει την όλη εικόνα του εικονοστασίου. Τα κλήματα συμβολίζουν τους πιστούς που πρέπει να ενωθούν με την άμπελο την αληθινή που είναι ο Χριστός, για να ανέβουν στα ουράνια. Γράφει: Θάλεια Ασσιώτου
Από την Ωραία Πύλη γίνεται η είσοδος στο Άγιο Βήμα, το οποίο συνδέθηκε με τον χώρο του υπερώου όπου έλαβε χώρα ο Μυστικός Δείπνος. Συμβολίζει επίσης το θεοδόχο όρος Σινά, στο οποίο καλυμμένο «ζόφῳ καὶ γνόφῳ καὶ θυέλλῃ» εισέρχεται o ιερέας σαν άλλος Μωυσής για να τελετουργήσει το μυστήριο. Στο μέσον του ιερού Βήματος βρίσκεται η Αγία Τράπεζα (Mensa Sacra). Ονομάζεται και ιερό Θυσιαστήριο, διότι πάνω σε αυτή τελείται η αναίμακτη απολυτρωτική Θυσία του Χριστού στο διηνεκές. Η Αγία Τράπεζα συμβολίζει τον ζωοδόχο Τάφο του Κυρίου, μέσα από τον οποίο πήγασε η αληθινή ζωή του κόσμου. Τα πολυτελή καλύμματα της Αγίας Τραπέζης συμβολίζουν τα ιερά σάβανα και τη σινδόνα, με την οποία τυλίχθηκε το άχραντο Σώμα του Χριστού κατά την θεία ταφή Του. 

Ξεχωριστή από αρχιτεκτονικής πλευράς είναι και η είσοδος που οδηγεί στον άμβωνα η οποία δεν γίνεται μέσω της συνήθους ξύλινης κλίμακας αλλά μέσω μίας διόδου με εντοιχισμένη σκάλα η οποία βρίσκεται σε εσοχή που σχηματίζει ο τοίχος και μοιάζει με μυστικό μονοπάτι. Ο άμβωνας, που σημαίνει ύψωμα, εκ του αναβαίνω αποτελεί τον χώρο από τον οποίο διαβάζεται το ιερό Ευαγγέλιο από τον διάκονο και κηρύσσεται ο θείος λόγος. Ο άμβωνας συμβολίζει τον τάφο του Χριστού και ο διάκονος τον άγγελο της Αναστάσεως (Μάρκ. 16:6). Φέρει παραστάσεις των ιερών Ευαγγελιστών και υπάρχει ανάγλυφο περιστέρι που κρατά ένα φουρφουρένιο καντήλι, πάνω στο οποίο τοποθετείται το ιερό Ευαγγέλιο και συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα. Στο κέντρο αναπαρίσταται η εικόνα του Ιησού Χριστού που ευλογεί. Στις άλλες τέσσερις εικόνες παρουσιάζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές.

Ξεχωρίζουν με τα χαρακτηριστικά τους

Ένα σεντεφένιο εικονοστάσι που χρονολογείται το 1796 είναι δωρεά του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και είναι τοποθετημένο κάτω από τον άμβωνα. Φέρει επιγραφή με αρκετές φθορές στην οποία αναγράφεται το όνομα του δωρητή, «του ταπεινού δούλου του Θεού, Γεωργίου». Είναι αριστοτεχνικά στολισμένο με σκαλιστές λεπτομέρειες. Στο πάνω μέρος έχει τοποθετηθεί ένα ομοίωμα ναού με τρούλλο που φέρει έναν σταυρό. Σε αυτό βρίσκεται σήμερα τοποθετημένη μια φορητή μεταγενέστερη εικόνα του Αγίου Αντωνίου. Μοναδικά στο είδος τους είναι τα δώδεκα ηχεία που βρίσκονται δεξιά και αριστερά στο πάνω μέρος της τοιχοποιίας του ναού. Πρόκειται για εντοιχισμένα πήλινα αγγεία τα οποία φέρουν πέντε οπές, για να απορροφάται ο αντίλαλος και να ακούγεται καθαρότερα ο ήχος. Πίσω από το παγκάρι της εκκλησίας ξεχωρίζει ένα επιβλητικό εκκρεμές που το ύψος του ξεπερνά τα δύο μέτρα. Φέρει επιγραφή «1835» . Η πλούσια διακόσμησή του απεικονίζει δύο ιστιοφόρα, το ένα με έναν ψαρά μέσα. Σύμφωνα με τους νυν ιερείς και τους επιτρόπους του ναού, λέγεται ότι ήταν δωρεά γυναίκας από την Αμμόχωστο.

Μοτίβα σε σχήματα

Παλαιότερα, οι γυναίκες ανέβαιναν στον γυναικωνίτη μέσω μιας πόρτας, η οποία τώρα έχει σφραγιστεί και μετατραπεί σε παράθυρο. Σήμερα υπάρχει μια εξωτερική σκάλα που μας οδηγεί εκεί. Μπαίνοντας από τη δυτική είσοδο της εκκλησίας και γυρνώντας το βλέμμα μας προς τα επάνω, αντικρίζουμε μοτίβα, σε σχήμα τροχών και λουλουδιών, σκαλισμένα σε ξύλο. Στα παλαιά χρόνια έβαφαν τις ξύλινες επιφάνειες με λαδομπογιά γιατί θεωρούσαν ότι έτσι τις προστάτευαν. Έπειτα, εξειδικευμένοι ξυλουργοί και συντηρητές αφαίρεσαν προσεκτικά την μπογιά από πάνω από το ξύλο για να καταλήξουμε στη σημερινή τους μορφή.

Ήταν σαν γιατρός..

Ο Μέγας Αθανάσιος, πατριάρχης Αλεξανδρείας (295/96373), είχε την εύνοια του Θεού να δεχθεί σημαντική επίδραση στο ήθος του όταν, νέος ακόμη, γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο στην Αλεξάνδρεια. Έναν χρόνο μετά την οσιακή κοίμηση του οποίου έγραψε τον «Βίο και την πολιτεία του Αγίου» και συνοψίζει σε λίγες φράσεις το τι ήταν ο Άγιος Αντώνιος ενόσω ζούσε.

Γράφει: « Ήταν σαν γιατρός που δόθηκε από τον Θεό στην Αίγυπτο. Διότι, ποιος στεναχωρημένος τον συναντούσε και δεν γύριζε πίσω χαρούμενος; Ποιος ερχόταν κλαίγοντας για τους δικούς του που είχαν πεθάνει και δεν έδιωχνε αμέσως το πένθος; Ποιος οργισμένος ερχόταν σ’ αυτόν και δεν μετατρεπόταν η οργή του σε αγάπη; Ποιος φτωχός απογοητευμένος δεν τον συναντούσε κι ακούγοντας και βλέποντάς τον δεν περιφρονούσε τον πλούτο και δεν παρηγοριόταν για τη φτώχεια του; Ποιος μοναχός που είχε πέσει στην αδιαφορία και τον επισκέφθηκε δεν έγινε ακόμα πιο δυνατός; Ποιος νέος που ήρθε στο βουνό κι είδε τον Αντώνιο δεν απαρνήθηκε τις ηδονές και δεν αγάπησε τη σωφροσύνη; Ποιος απ’ αυτούς που πειραζόταν απ’ τους δαίμονες δεν ήρθε σ’ αυτόν και δεν θεραπεύτηκε; Ποιος απ’ εκείνους που ενοχλούσαν οι αμαρτωλές σκέψεις δεν ερχόταν στον Αντώνιο και δεν γαλήνευε το μυαλό του;».