Γιόλα Σιαμαρία-Θεοδοσίου, Θα σε περιμένω πάντα, εκδόσεις Τελεία, 2022

Σε πολλαπλά πεδία περιπετειώδους πλοκής και πλειάδας ζωντανών χαρακτήρων, ευθύγραμμων είτε εγκιβωτισμένων τριτοπρόσωπων αφηγήσεων, παραστατικών περιγραφών και σκηνικών επεισοδιακών δρώμενων με ζωηρούς ρυθμούς κινηματογραφικής έντασης εξελίσσεται το νέο πολυσέλιδο μυθιστόρημα της Γιόλας Σιαμαρία-Θεοδοσίου. Στο νήμα της ρέουσας αφηγηματικής γραφής συνυφαίνονται κομβικά ορόσημα της νεώτερης Ιστορίας της Κύπρου. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στις μυθοπλαστικές δομές μιας ευφάνταστης ευρηματικότητας, που με τις επιλογές των ανατρεπτικών συγκυριών υπερβαίνει ενίοτε την πειθώ της αληθοφάνειας, παραπέμπει σε γεγονότα που διαδραματίζονται στην Αμμόχωστο την κρίσιμη περίοδο από τα πρώτα χρόνια του Απελευθερωτικού μας Αγώνα μέχρι το 1972, ενώ η συγγραφέας προεκτείνει τους τόπους δράσης στην Αθήνα, το Λονδίνο και σε άλλες Βρετανικές πόλεις.

Συναρθρώνοντας τους κύριους μυθιστορηματικούς άξονες, όπως επιμερίζονται στα 34 κεφάλαια του βιβλίου, εστιάζουμε προσέτι το ενδιαφέρον σε ορισμένα στιγμιότυπα όχι μόνο τής υπό αναφοράν ιστορικής πραγματικότητας, αλλά και σε πτυχές της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Παρακολουθούμε, κατ’ αρχήν, την εγκυμονούσα Δάφνη με το μικρό της κοριτσάκι, την Ιόλη, να βρίσκονται σε κατάστημα στην εμπορική οδό Ερμού, όπου σε μαθητική διαδήλωση θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο από πυρά Άγγλων στρατιωτών ο προπορευόμενος σημαιοφόρος του Γυμνασίου. Αν και δεν κατονομάζεται, πρόκειται για τον ήρωα τελειόφοιτο μαθητή της Αμμοχώστου Πετράκη Γιάλλουρο, που έπεσε ζητωκραυγάζοντας «Ένωση» στις 7 Φεβρουαρίου του 1956. Τη γαλανόλευκη θα ανεμίσει επίσης ο διανοητικά καθυστερημένος Χριστάκης, που τρέχοντας πάνω σε άλογο των Άγγλων και φωνάζοντας το σύνθημα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου «Αέρα», πυροβολείται μαζί με τον σκύλο του από αδίστακτο αξιωματικό. Όταν το άψυχο σώμα του αφήνεται στην αυλή του φτωχικού του, το μοιρολόι ανάμεσα στις αδελφές του θυμίζει χορό αρχαίας τραγωδίας με τους συνομήλικους της γειτονιάς να υπόσχονται την εκδίκησή του.  Μια φανταστική συγκλονιστική ιστορία, που εκπέμπει μηνύματα αλληγορικών συμβολισμών.

Η μαχητικότητα, ωστόσο, της μαθητιώσας νεολαίας, που δεν πτοείται από περιπολίες, μπλόκα και κέρφιου, σηματοδοτείται κατά συνεκδοχήν με τη συμμετοχή σε πολυγράφηση και ρίψη φυλλαδίων, μαχητικές διαδηλώσεις και πετροπόλεμους των δύο έφηβων αγοριών της Δάφνης. Ο Ρένος είναι το παιδί του συζύγου της Δημήτρη, που μετά τον θάνατο της φίλης της και πρώτης του γυναίκας έγινε η θετή του μητέρα. Η ίδια θα αποκτούσε τον Φοίβο-Ιάσωνα μετά τους μυστικούς αρραβώνες της με τον Άγγλο Τζέισον, που θα τον χάσει απρόσμενα και με τον οποίο ο Δημήτρης θα συνδεθεί αδελφικά στο μέτωπο του πολέμου εναντίον των Γερμανών, όταν υπηρετούσε ως εθελοντής, δίχως να γνωρίζει βεβαίως ότι αυτός ήταν ο πατέρας του δικού του θετού γιου. Ούτε ο συνταγματάρχης Τζέισον το ξέρει, όταν θα βρεθεί στο νησί κατά τη διάρκεια του Αγώνα και θα γλυτώσει τον Φοίβο ύστερα από τη σύλληψή του. Θα το μάθει αργότερα, αφού θα έχει μεσολαβήσει μια σειρά συνταρακτικών αποκαλύψεων, μεταξύ των οποίων οι σκευωρίες της Αγγλίδας γυναίκας του, που με ψευδεπίγραφη επιστολή πληροφορούσε στη Δάφνη τον θάνατό του, ενώ έκρυβε τα δικά του γράμματα από την πρώην αγαπημένη του. Καταλυτική η εξομολόγησή της για την πατρότητα του γιου τους, όπως και η αναπάντεχη συνάντηση με τους βιολογικούς γονείς της Εντουίνας, οι οποίοι με τεκμήρια θα τον διαβεβαιώσουν ότι δεν είναι πραγματική του κόρη. Ο Φοίβος, που τρέφει αγάπη για την Αρχαιολογία, αφού ο Δημήτρης ως φύλακας αρχαιοτήτων τον έπαιρνε τα καλοκαίρια να δουλέψει στις ανασκαφές της Σαλαμίνας, θα φύγει με τον πατέρα του για λόγους ασφάλειας στην Αγγλία, όπου σπουδάζοντας θα πραγματοποιήσει το όνειρό του. Το σύμπαν μετέπειτα θα συνωμοτήσει, για να ερωτευτεί και να κάμει γυναίκα του την Εντουίνα, όπως και ο Τζέισον, που εργάζεται ήδη στο Βρετανικό Μουσείο, θα ενώσει την τύχη του με μια συνάδελφό του.

Και ενώ συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα στους αρχοντικούς πύργους, πλην των σκηνών αστυνομικού θρίλερ με την εμφάνιση της μεταμφιεσμένης σατανικής Ντόρις, μετά την αποφυλάκισή της, στις μικροαστικές συνοικίες της Νέας Σμύρνης, γειτνιάζουσας όχι μόνο με το αγγλικό στρατόπεδο του Καράολου, το εργοστάσιο πουλερικών και το λιμάνι αλλά και με την εντός των τειχών Παλαιά Αμμόχωστο, οι Μικρασιάτες περίοικοι προμηνούσαν δυσοίωνους ομώνυμους παράλληλους βίους. Τα τραγικά συμβάντα της Τουρκανταρσίας με προκλήσεις εκφοβισμών, εκτοπισμών και δολοφονιών Ελληνοκυπρίων αντανακλώνται στα επεισόδια, που αποτυπώνονται στο αντίστοιχο κεφάλαιο. Ο Δημήτρης, που επιστατεί στις εργασίες επιδιόρθωσης των τειχών, αναγκάζεται να τις διακόψει, παρότι σπεύδει εκεί να σώσει έναν εργάτη του. Εκτός από την Αγγλίδα γειτόνισσα, βαλτός τον παρακολουθεί και ένας γνωστός του φτωχός Τουρκοκύπριος, που εντούτοις τον προμηθεύει με αφθονία τροφίμων.

Πολύ περισσότερα από τα ως άνω ακροθιγή αφήνονται στην περιέργεια του αναγνώστη.