Στους ανθρώπους αρέσει να μιλούν, να συνομιλούν, να εκφράζουν και να ανταλλάσσουν απόψεις. Το «γιατί» ποικίλλει ανάλογα με τον στόχο του ομιλητή ή του συνομιλητή. Όταν απευθύνεται κανείς νοερά στον εαυτό του, επιδιώκει συνήθως να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του για ένα θέμα που τον απασχολεί.

Τις σκέψεις αυτές, στη συνέχεια, μπορεί να τις εξωτερικεύσει δίνοντας μια ομιλία ενώπιον κοινού ή, πάλι, γράφοντας ένα βιβλίο ή ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ή σε ένα εξειδικευμένο περιοδικό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το μέσο που επιλέγει ο συγγραφέας θα υπαγορεύσει και το περιεχόμενο και το στιλ του κειμένου του.

Και τα δύο αυτά στοιχεία, μάλιστα, είναι πολύ σημαντικά όταν ο συγγραφέας δεν αναπτύσσει απλώς τις απόψεις του γύρω από το εξεταζόμενο θέμα, αλλά προσπαθεί επίσης να επηρεάσει τον τρόπο σκέψης των αναγνωστών του.

Κατά κανόνα, όταν ένα κείμενο δημοσιεύεται σε ένα βιβλίο ή σε ένα εξειδικευμένο περιοδικό, είναι πιο σοβαρό, νοηματικά πιο πυκνό και βαθυστόχαστο, και άρα ενδέχεται να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στους αναγνώστες του. Και τούτο συμβαίνει ιδίως όταν ο συγγραφέας εξετάζει κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής – διατυπώνοντας, λόγου χάριν, σοβαρές ενστάσεις για τις κατά καιρούς διακηρύξεις των υπευθύνων χάραξης της πολιτικής αυτής.

Στη χώρα μας (στην Ελλάδα) έχει εκδηλωθεί πρόσφατα πραγματικός καταιγισμός από κείμενα με θέμα την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σύντομα, ωστόσο, θα καταστεί σαφές ότι το στιλ και κυρίως το περιεχόμενο των κειμένων αυτών πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις πολύ αυστηρές απαιτήσεις της γεωπολιτικής, εάν, τουλάχιστον, υποθέσουμε ότι οι συγγραφείς τους θέλουν να συμβάλουν ουσιαστικά, αποτελεσματικά, στη διαμόρφωση τόσο της ελληνικής κοινής γνώμης και εξωτερικής πολιτικής, όσο και, κατ’ επέκταση, της εξωτερικής πολιτικής και των σχετικών κειμένων άλλων χωρών.

Πράγματι, τα γεωπολιτικά κείμενα αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιαίτερα απαιτητικής συγγραφικής άσκησης, μια και το αντικείμενό τους άπτεται των ξένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και διαφόρων επίμαχων ζητημάτων, όπως είναι σήμερα το μεταναστευτικό.

Έτσι, το περιεχόμενό τους μπορεί ενίοτε να γίνει εξαιρετικά περίπλοκο, φτάνοντας να θίξει και ευρύτερα ζητήματα πολέμου και ειρήνης, στο πλαίσιο πάντα της προσπάθειας άσκησης επιρροής στην πολιτική σκέψη της χώρας του συγγραφέα και στις σχέσεις της χώρας αυτής με τις άλλες.

Τα τελευταία χρόνια, στην ελληνική αρθρογραφία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν κυριαρχήσει οι σκέψεις όχι τόσο των στρατιωτικών ειδικών, όσο μάλλον των πολιτικών και ακαδημαϊκών σχολιαστών, οι οποίοι, σε γενικές γραμμές, έχουν προτείνει την αποφυγή της στρατιωτικοποίησης των εντάσεων που έχουν εκδηλωθεί μεταξύ των δύο χωρών.

Μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα αξιόλογοι συγγραφείς όπως ο Σάββας Καλεντερίδης και ο Σταύρος Λυγερός, καθώς και οι Καθηγητές Κωνσταντίνος Φίλης, Γιάννης Μάζης και Θεόδωρος Καρυώτης – για να αναφέρω μερικά μόνο ονόματα έγκριτων σχολιαστών –, με έκδηλη (σχεδόν υπέρμετρη) επιφύλαξη, έχουν προτείνει την ενδεδειγμένη στάση που θα έπρεπε να κρατούν χώρες όπως η δική μας απέναντι στα κείμενα και τις απόψεις που δημοσιοποιεί η Άγκυρα.

Εξετάζοντας τον τρόπο σχολιασμού της σημερινής κατάστασης στην ελληνική αρθρογραφία, σκόπιμο είναι να δούμε πώς αναλύουν τα επιδεινούμενα προβλήματα οι συγγραφείς των σχετικών κειμένων.

Παρατηρούμε, καταρχάς, ότι έχουν πολλαπλασιαστεί οι γεωπολιτικοί συγγραφείς από τον χώρο του στρατιωτικού κατεστημένου, στους οποίους συγκαταλέγονται ανώτεροι αξιωματικοί ή και στρατηγοί εν αποστρατεία. Το ζήτημα στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι κατά πόσον, αφενός, οι στρατιωτικοί ειδικοί και, αφετέρου, οι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές εξακολουθούν να ομογνωμούν ή εάν διαφέρουν ως προς τις προβλέψεις και τις προτάσεις τους.

Αξίζει πράγματι να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο έχουν εξελιχθεί οι στάσεις των δύο αυτών κατηγοριών, προκειμένου να συναγάγουμε τα συμπεράσματά μας.

Τόσο οι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές, όσο και οι στρατιωτικοί ειδικοί, διαπιστώνουν τον τελευταίο καιρό μιαν άκρως επικίνδυνη επιδείνωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όλοι έχουν εκφράσει έντονες ανησυχίες για την πρόσφατη συμπεριφορά της τουρκικής πλευράς, σχετικά με την οποία, όπως προανέφερα, οι περισσότεροι στρατιωτικοί ειδικοί συμμερίζονταν μέχρι πρόσφατα την προτίμηση των πολιτικών και ακαδημαϊκών σχολιαστών υπέρ μιας στάσης μελετημένης αυτοσυγκράτησης απέναντι στις πολεμοχαρείς διαθέσεις των Τούρκων αξιωματούχων, προτείνοντας σειρά λύσεων, διπλωματικής κυρίως φύσεως.

Παντελώς όμως απούσα από τον κατάλογο των προτεινόμενων διπλωματικών λύσεων είναι η μόνη κίνηση που θα είχε καταλυτικό αντίκτυπο στα πράγματα: η παράλληλη αξιοποίηση των σχέσεων της χώρας μας με τους Κούρδους και, κυρίως, με τους Ρώσους.

Στα πρόσφατα χρόνια, το μόνο πολιτικό κόμμα που είχε προκρίνει αυτή την καινοτόμο κίνηση ήταν η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα το άνοιγμα προς τη Ρωσία, οι στρατιωτικοί σχολιαστές, παρότι είναι διακριτικοί (όπως και οφείλουν), έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι το θεωρούν ευπρόσδεκτο.

Το τονίζω με έμφαση αυτό, επειδή όλοι πλέον γνωρίζουμε πως η εναλλακτική επίκληση της νατοϊκής βοήθειας αποδεικνύεται κατά κανόνα ατελέσφορη, αφού το ΝΑΤΟ ποτέ δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει ότι αρνείται να συμπαραταχθεί με κάποιο μέλος της Συμμαχίας όταν αυτό ακολουθεί πορεία σύγκρουσης με κάποιο άλλο μέλος.

Το ίδιο άλλωστε ισχύει σήμερα και για την ΕΕ, αν και οι λόγοι για την ευρωπαϊκή απροθυμία εκδήλωσης έμπρακτης φιλελληνικής στάσης μπορούν μόνον να αναζητηθούν στη Γαλλία του Προέδρου Μακρόν.

Επιπλέον, όπως σχολίασε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μανούσος Παραγιουδάκης, θα προσέφερε ουσιαστική βοήθεια στον Έλληνα πρωθυπουργό η ύπαρξη ενός «γνήσιου Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας», και όχι μια «καρικατούρα συμβούλων Εθνικής Ασφάλειας». (1) Η χάραξη και εδραίωση μιας αυστηρά καθορισμένης ελληνικής πολιτικής θα συνέβαλε επίσης στην αντιμετώπιση των, κατά την Τουρκία, «διμερών» προβλημάτων, που, στην πραγματικότητα, είναι μονομερή προβλήματα τα οποία η Τουρκία θεωρεί πως έχει με την Ελλάδα, αξιώνοντας από εμάς να συμβάλουμε στην επίλυσή τους.

Η Ελλάδα οφείλει επίσης να ενισχύσει τους εξοπλισμούς της στρεφόμενη προς την ποιοτικότερη και οικονομικότερη πηγή. Η γαλλική πρόταση για αγορά 50 νέων και εκσυγχρονισμένων Mirage έναντι (εκτιμώμενου) ποσού 800 εκατομμυρίων ευρώ θα μπορούσε να αποτελέσει μια κάποια λύση για την αεροπορία μας.

Παράλληλα, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαφαινόμενη δυσαρέσκεια της Αμερικής απέναντι στην Ελλάδα για τον λόγο ότι η χώρα μας έχει εγκαταλείψει επί του παρόντος το ενδεχόμενο αναβάθμισης της πολεμικής αεροπορίας της με αμερικανικά αεροσκάφη.

Ο γεωστρατηγικός αναλυτής, εν προκειμένω, πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει την αντίστοιχη τεχνική υπεροχή των ανταγωνιστικών αεροσκαφών: είτε, δηλαδή, των γαλλικών Mirage είτε των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35, τα οποία ζητά και η Τουρκία από τους Αμερικανούς.

Στην προαναφερθείσα συνέντευξή του, ο στρατηγός Παραγιουδάκης εξέφρασε επίσης την άποψη ότι η χώρα μας ( η Ελλάδα) οφείλει να ξεκαθαρίσει πως, αν συνεχιστούν οι απειλές τουρκικής επέκτασης στον θαλάσσιο χώρο νοτίως της Κρήτης (κάτι το οποίο αποτελεί, προφανώς, παραβίαση της ελληνικής ΑΟΖ), η Τουρκία θα λάβει την αρμόζουσα ελληνική απάντηση.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος δράσης για τη χώρα μας (για την Ελλάδα) θα ήταν ενδεχομένως η σύναψη συμφωνίας με τον στρατάρχη που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Λιβύης από τη Βεγγάζη, παραμερίζοντας παράλληλα τον παραπειστικό και επικίνδυνο ισχυρισμό ενός πρώην Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά και του πρόσφατα διορισμένου αναπληρωτή συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, ότι η Ελλάδα πρέπει να ανταλλάξει, μέσω διαπραγματεύσεων, ορισμένα από τα υπαρκτά πλεονεκτήματά της με τον περιορισμό των εντεινόμενων απαιτήσεων της Τουρκίας στο Ανατολικό Αιγαίο.

Στον αντίποδα αυτής της στάσης, ο στρατηγός Παραγιουδάκης, με ψύχραιμη σαφήνεια και θάρρος, παρότρυνε τη χώρα μας (την Ελλάδα) να αναλάβει πιο ενεργητικό ρόλο στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο προτού να είναι πολύ αργά.

Πράγματι, το προτεινόμενο άνοιγμα προς την Ανατολή, σε συνδυασμό με την προσέγγιση των Κούρδων και την ανακήρυξη της ΑΟΖ της Ελλάδας με την Κύπρο και ίσως την Αίγυπτο, θα αποτελούσαν μια ξεκάθαρη κίνηση διπλωματικού συνασπισμού, η οποία θα έδινε στην Τουρκία το αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί τους τουρκικούς λεονταρισμούς στον θαλάσσιο χώρο βορείως και νοτίως της Κρήτης.

Ο Βασίλειος Μαρκεζίνης (Αθήνα 10 Ιουλίου 1944 – Οξφόρδη 24 Απριλίου 2023) ήταν Έλληνας νομικός και πανεπιστημιακός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουλίου 1944 και ήταν γιος του πολιτικού Σπύρου Μαρκεζίνη. Έλαβε το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με βαθμό 10 και το πρώτο του διδακτορικό με άριστα. Είναι τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και ιδρυτής και διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν. Διετέλεσε τακτικός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όπου ίδρυσε και διηύθυνε από το 2001 έως το 2007 το Ινστιτούτο Παγκοσμίου Δικαίου, όπως επίσης και του Πανεπιστήμιου του Λάιντεν (Ολλανδίας) και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου ίδρυσε και διηύθυνε από το 1995 ως το 2001 το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Συγκριτικού Δικαίου. Επιπλέον, έχει διδάξει σε είκοσι πέντε πανεπιστήμια ανά τον κόσμο, έχει συγγράψει τριάντα τρία βιβλία και πάνω από εκατόν τριάντα νομικά άρθρα, τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε νομικά περιοδικά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, πορτογαλικά και κινεζικά. Είναι Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της Ακαδημίας Αθηνών, ξένος Εταίρος της Βελγικής, της Ολλανδικής και της Ιταλικής Ακαδημίας (Academia dei Lincei), όπως επίσης και του Αμερικανικού Ινστιτούτου Δικαίου. Από το 1997 φέρει τον τίτλο του Επίτιμου Συμβούλου της Βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας (Queen’s Counsel), ενώ από το 2000 είναι Ειδικός Επιστημονικός Σύμβουλος του Πρώτου Προέδρου του Γαλλικού Ακυρωτικού (Cour de Cassation). Από το 2007 είναι Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».

Έχει τιμηθεί με υψηλότατες διακρίσεις, όπως είναι ο Ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής από την ελληνική πολιτεία (2000), ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Τιμής από την Ιταλία (2002), Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλίας (2004), ο Μεγαλόσταυρος του Εθνικού Τάγματος της Αξίας από τη Γαλλία (2006), καθώς και ο Ανώτερος Ταξιάρχης μετά Ταινίας και Αστέρος από τη Γερμανία (2005). Το 2005 έλαβε τον τίτλο του Ιππότη από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ για τις εξαίρετες υπηρεσίες που έχει προσφέρει στις διεθνείς νομικές σχέσεις, έτσι λοιπόν στη Βρετανία φέρει τον τίτλο Sir.

Στα πρόσφατα έργα του, ασχολείται με την κρίση που πλήττει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Τοποθετεί την έναρξη της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος στην αποστασία του 1965 και την ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου με εξωθεσμικό τρόπο, ενώ από τους ηγέτες της Μεταπολίτευσης επαινεί τον Ανδρέα Παπανδρέου για σωστή και πατριωτική εξωτερική πολιτική.

Απεβίωσε στις 24 Απριλίου 2023.