«Αν ερχόμαστε σε αυτή τη ζωή για κάποιο σκοπό, εγώ έχω αποφασίσει ποιος θα είναι αυτός. Να προσφέρω ελπίδα μέσα από όσα κατάφερα στην ζωή μου, από τα όμορφα μέχρι τα άσχημα. Για αυτόν τον λόγο, τα δύο μου αργυρά Ολυμπιακά μετάλλια, της Αθήνας και του Πεκίνο, που για χρόνια κρύβω καλά, ήρθε η ώρα να βγουν και να επιστρέψουν εκεί που ανήκουν, στις παναθρώπινες αξίες. Τελευταία επιθυμία μου είναι, τα δύο αυτά μετάλλια, να βγουν σε δημοπρασία και το ποσό που θα συγκεντρωθεί να δοθεί σε δομές για τα παιδιά που θα επιλέξει η οικογένειά μου. Αν σωθεί έστω ένα παιδί, θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι, κάθε κάταγμα στα πόδια μου. Αυτό είναι το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω στην κοινωνία, αυτή είναι η κληρονομιά που θέλω να μείνει στα παιδιά μου».

 

Σε μια εποχή την οποία σημαδεύει η σαθρότητα, η αθλιότητα και η μικρότητα έρχονται μερικοί άνθρωποι να υπενθυμίσουν τι σημαίνει Άνθρωπος και ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητές του. Σε μιαν εποχή στην οποία κυριαρχούν οι πόλεμοι, ο φόβος και η ανασφάλεια, εμφανίζονται μερικοί άνθρωποι για να σκορπίσουν φως και ελπίδα. Σε μιαν εποχή κατά την οποία επιβραβεύεται ο ατομικισμός, οι εγωισμοί και η φιλαυτία, μερικοί άνθρωποι δρουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η μεγαλοψυχία, ο αλτρουισμός και η ανιδιοτέλεια.

 

Είμαι σίγουρος ότι οι πλείστοι θα έχετε διαβάσει τη συγκλονιστική ανάρτηση του δις αργυρού ολυμπιονίκη Αλέξανδρου Νικολαΐδη, τον οποίο νίκησε ένας σπάνιας μορφής καρκίνος. Πώς, όμως, να ασχοληθεί κάποιος με οτιδήποτε άλλο; Με τις εκλογές, τους υποψηφίους, τα κονταροκτυπήματά τους; Τα προβλήματα τα οποία αφθονούν σε ένα σωρό τομείς; Τα προβλήματα της οικονομίας και της ακρίβειας;

 

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με το μεγαλείο της ψυχής του Μεγαλέξανδρου. Όχι του αυτοκράτορα. Αυτού του λεβέντη ολυμπιονίκη, ο οποίος την ώρα που άφηνε τα εγκόσμια, φρόντισε να κατακτήσει το σπουδαιότερο μετάλλιο της ζωής του. Τα δύο ασημένια ολυμπιακά μετάλλια, το χρυσό μετάλλιο σε παγκόσμιο πρωτάθλημα, το χρυσό και το χάλκινο σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ωχριούν μπροστά στο πλατινένιο μετάλλιο Ανθρωπιάς το οποίο κατέκτησε με το παράδειγμά του.

 

Η ανάρτησή του, που γράφτηκε σε πρότερο χρόνο αναμένοντας το θάνατο, αναδεικνύει έναν ανθρωπισμό, ο οποίος ξεπερνά τα συνήθη όρια. Ευχαριστεί το Θεό, που ο καρκίνος βρήκε τον ίδιο και όχι τη σύζυγο ή τα παιδιά του. Ευχαριστεί όλους τους γιατρούς που του συμπαραστάθηκαν στη μάχη με τον σπάνιο καρκίνο επειδή έτσι του χάρισαν «το χρυσό μετάλλιο της ζωής» ώστε η κόρη του να γίνει 5,5 χρόνων και να μπορεί να τον θυμάται έστω σαν μακρινή ανάμνηση και να μπορεί να διηγηθεί ιστορίες στον μικρό της αδερφό.

 

Καλεί την Ελλάδα να ασχοληθεί με τον σπάνιο καρκίνο για να σωθούν άλλοι άνθρωποι. Συγκλονίζει με την φιλάνθρωπη προσφορά των ολυμπιακών μεταλλείων του. Στα κορεάτικα, Τάε σημαίνει «πόδι» ή «χτύπημα με το πόδι», Κουόν σημαίνει «χτύπημα με το χέρι» και Ντο σημαίνει «τρόπος ζωής» ή μυαλό. Επομένως, Τάε Κουόν Ντο μπορεί να μεταφρασθεί ελεύθερα ως «Ο τρόπος να μάχομαι μόνο με το σώμα μου». Αυτό έπραττε ο σπουδαίος Αλέξανδρος από την ηλικία των 3 ετών, όταν πρωτοανέβηκε στο τατάμι του αθλήματος. Αγωνιζόταν με το σώμα του. Τουλάχιστον, αυτό βλέπαμε εμείς. Φεύγοντας μας απέδειξε ότι, κυρίως, ήξερε να μάχεται με την τεράστια ψυχή του!

 

Ένα ρεπορτάζ το οποίο διάβαζα χθες, υπενθύμισε εκείνη την κραυγή του Αλέξανδρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ, όταν ακούστηκε ένα κρακ. Και αμέσως μετά η κραυγή του «έσπασε», διέσχισε τις ηπείρους και έφτασε μέχρι την Ελλάδα. Νίκησε τον τραυματισμό, νίκησε τα χειρουργεία και έφτασε σε δύο αργυρά μετάλλια σε Αθήνα και Πεκίνο. Πάντοτε, όμως, λυπόταν επειδή δεν κατάφερε να ακούσει τον εθνικό μας ύμνο…

 

Η χθεσινή κραυγή ήταν το κύκνειο άσμα. Αυτή τη φορά ταξίδεψε μέχρι την τελευταία γωνιά του πλανήτη. Βαρύ το μήνυμα στην ανθρωπότητα, η οποία ολοένα και διολισθαίνει… «Να σωθεί έστω ένα παιδί…». Κραύγασε τι σημαίνει Άνθρωπος!

 

Σπουδαίε Άνθρωπε, δεν σε γνωρίσαμε από κοντά. Σε παρακολουθήσαμε  μόνο στους αγώνες σου. Μας συστήθηκες με το τεράστιο, σπουδαίο, φωτεινό σου αντίο. Υποκλινόμαστε και σε αποχαιρετούμε κι εμείς με τους στίχους του Ελύτη, με τους οποίους σε αποχαιρέτησε η σύζυγος σου Δώρα Τσαμπάζη: «Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;/ Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;/ Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς/ Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς».