Θα τιμωρείται πλέον η ψευδής καταγγελία πολιτών σε βάρος αστυνομικών αφού θα αποτελεί ποινικό αδίκημα όπως προβλέπει σχετικό νομοσχέδιο. Αδιευκρίνιστο, ωστόσο, παραμένει κατά πόσο αυτό θα γίνει με την ψήφιση σχετικής πρότασης νόμου ή νομοσχεδίου που ετοίμασε το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Το θέμα εξετάστηκε χθες στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής με τον εκπρόσωπο του κλάδου αστυνομικών Ισότητας Νίκο Λοϊζίδη να εμφανίζεται λάβρος κατά του υπουργείου, της Νομικής Υπηρεσίας και της Αστυνομίας, γιατί με προωθούμενο νομοσχέδιο «παραπλανούν την Επιτροπή αφού προνοείται η τροποποίηση του νόμου 114 του Ποινικού Κώδικα που αφορά στη δημόσια βλάβη, αδίκημα που παραγράφεται σε ένα χρόνο, αντί του άρθρου 115 που προβλέπει η πρόταση νόμου για ψευδή καταγγελία».

Ο κ. Λοϊζίδης καταφέρτηκε έντονα κατά της νομοθεσίας στη βάση της οποίας λειτουργεί η Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, ζητώντας την τροποποίησή της εξ αρχής. Μίλησε μάλιστα, για ανυπαρξία πρόνοιας στη νομοθεσία της Αρχής που να προβλέπει απομάκρυνση μέλους της όταν υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος.

Με την πρόταση νόμου του βουλευτή ΔΗΣΥ Αμμοχώστου Νίκου Γεωργίου, προβλέπεται η αλλαγή του άρθρου 115 ώστε όποιος δίδει ψευδή κατάθεση είτε στην ΑΑΔΙΠΑ, είτε σε άλλον ανακριτή να είναι ένοχος αδικήματος που υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή και πρόστιμο.

Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης Νίκος Χρυσοστόμου αναφέρθηκε στην ετοιμασία νομοσχεδίου το οποίο λόγω αλλαγής (σήμερα) στην ηγεσία του θα πρέπει να το δει ο νέος υπουργός.

Ο πρόεδρος της ΑΑΔΙΠΑ Ανδρέας Πασχαλίδης συμφώνησε με την αλλαγή της νομοθεσίας, ωστόσο, ανέφερε ότι «βλέπω δυο διαφορετικά συστατικά του αδικήματος και πρέπει να βρεθεί μια ομπρέλα που να καλύπτει και το αδίκημα της δημόσιας βλάβης και της ψευδούς καταγγελίας».

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Αστυνομίας Κύπρου Κυριάκος Χαραλάμπους τάχθηκε υπέρ της τροποποίησης αναφέροντας ότι οι αστυνομικοί λόγω ψευδών καταγγελιών, χάνουν λεφτά σε δικηγόρους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους σε πειθαρχικές διαδικασίες και αυτό πρέπει να σταματήσει.

Το θέμα παραμένει ανοικτό στην Επιτροπή η οποία θα το ξαναδεί το επόμενο διάστημα.