Η αναγνώστρια ΑΜΧ εξιστορεί το πώς βίωσε η ίδια και η οικογένειά της την ασθένεια του κορωνοϊού, όταν ένα οικείο τους πρόσωπο νόσησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας…

Ο άνθρωπός μας, πλήρως εμβολιασμένος κατά του COVID, ήταν δραστήριος και δεν αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας παρά την ηλικία του. Έκανε όνειρα για τον ερχομό των Χριστουγέννων και της νέας χρονιάς. 

Στα μέσα Δεκεμβρίου 2021 διαγνώστηκε θετικός στον κορωνοϊό και με ελαφρά πνευμονία στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Σε τρεις – τέσσερις μέρες, μας είπαν, θα αποθεραπευόταν. Την επομένη τον μετέφεραν στην πτέρυγα COVID του Νοσοκομείου Λάρνακας, σ’ ένα απερίγραπτο δωμάτιο, χωρίς τον στοιχειώδη εξοπλισμό, ούτε καν κουδούνι επικοινωνίας με το νοσηλευτικό προσωπικό. Ήθελε το σπίτι του, ήταν όμως μονόδρομος. Ανησυχούσε,  ζητούσε να ενημερώνεται για τη φαρμακευτική αγωγή και την πορεία της υγείας του, πράγμα που ελάχιστες φορές κατόρθωνε. Έβρισκε επιφανειακή τη φροντίδα των νοσηλευτών και έλλειψη κατανόησης απέναντι σε έναν άνθρωπο που τόσο υπέφερε.  

Ακολούθησαν καθημερινές κραυγές πόνου, απόγνωσης και εγκατάλειψης. Ωστόσο, υπήρξαν κάποιες σπάνιες στιγμές ανακούφισης με την παρουσία νέων νοσηλευτών και ενός γιατρού, ο οποίος, μη υποτιμώντας τις γνώσεις και την οξεία αντίληψή του, κάθισε και του εξήγησε την κατάστασή του. Οδυνηρές οι γιορτινές εκείνες μέρες. Δυσκολευόταν να καταπιεί, να μασήσει, να κοιμηθεί, ενώ εμείς αγωνιούσαμε φορτωμένοι τύψεις και κολλημένοι στο τηλέφωνο ν’ ακούσουμε, να παρηγορήσουμε, να μεσολαβήσουμε… Την επομένη των Χριστουγέννων ξεκινήσαμε νωρίς για τη Λάρνακα χωρίς να το ξέρει. Να αισθανθεί την παρουσία μας, έστω και αν δεν μας επιτρεπόταν να τον δούμε. Λίγο πριν φτάσουμε, μας πήρε τηλέφωνο. «Ένα τσάι θέλω να πιω. Τους ζήτησα ένα τσάι να ζεστάνω τον παγωμένο λαιμό μου. Το παράτησαν στην είσοδο του δωματίου. Δεν μπορώ να σηκωθώ να το πάρω. Και κρύωσε το τσάι μου. Δεν ζητώ τίποτε άλλο. Ένα ζεστό τσάι.  Μόνο ένα τσάι…».

«Θα το έχεις», είπαμε λακωνικά. Στα λίγα λεπτά που μας χώριζαν, μπήκαμε σε μια καφετέρια, αγοράσαμε έναν θέρμο, τον γεμίσαμε ζεστό τσάι και βρεθήκαμε στο νοσοκομείο, έξω από τον θάλαμο COVID. Γιατρός δεν υπήρχε εκείνη την ώρα. Μας πήρε επανειλημμένα  τηλέφωνο. «Χίλια Ευχαριστώ», έκλαιγε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Είχε νοιώσει, έστω για λίγο, την παρουσία μας. Την επομένη το πρωί δεν τηλεφώνησε μήτε απαντούσε στις απεγνωσμένες μας κλήσεις. Τελικά, το μεσημέρι μιλήσαμε. Ήταν πολύ άσχημα. «Φώναξέ τους να έλθουν τώρα, σε παρακαλώ. Αν αργήσουν, δεν υπάρχει παρακάτω…». Σε μια ώρα κάποιος απάντησε στο τηλέφωνο. Βρίσκονταν όλοι σε επείγον περιστατικό. Πολύ αργότερα μάς ενημέρωσαν ότι επιδεινώθηκε η κατάστασή του και προχωρούσαν σε διασωλήνωση. Η επικοινωνία μας είχε τελειώσει για πάντα. Αργά, στις 30 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκε στην Εντατική Μονάδα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου ενημερωθήκαμε για το αναπότρεπτο. Μας έδειξαν από μακριά ένα κρεβάτι περιτριγυρισμένο από μηχανήματα. Τον ξαναείδαμε έπειτα από τρεις μέρες, λίγες ώρες πριν φύγει, καθαρός από COVID, αλλά νικημένος από την ασθένεια.