Η σατιρική χαρτογραφία μπορεί να προσφέρει κλειδιά για τον κριτικό σχολιασμό ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων. Μπορεί μάλιστα να εστιάσει και να αναδείξει τη συνάρτηση της Ιστορίας με τη Γεωγραφία, κάτι που είναι πολύ σημαντικό ειδικά για την Κύπρο. Είναι γνωστό ότι τα δεινά του νησιού μας αποδίδονται στη γεωστρατηγική του θέση στο σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου και τη γειτνίασή του με την Τουρκία, τη διώρυγα του Σουέζ, τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής κατά τη σύγχρονη εποχή.

Η Κύπρος δεν θα υπέφερε τόσο, αν βρισκόταν πιο μακριά από τα παράλια της Ασίας και όχι στο «μαλακό υπογάστριο» της Τουρκίας. Εννοείται ότι αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία ούτε για την Τουρκία ούτε για άλλες ξένες δυνάμεις, που επιδιώκουν να έχουν υπό τον έλεγχό τους το νησί για να εξυπηρετήσουν τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα. Η Κύπρος θα μπορούσε να είναι γέφυρα ειρήνης και διαλόγου μεταξύ λαών και πολιτισμών, όχι πολεμικό ορμητήριο με στρατιωτικές βάσεις.

Χαρακτηριστικό δείγμα σατιρικής χαρτογραφίας, που αφορά την Κύπρο, είναι ο χάρτης που φιλοτέχνησε ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ) με τον τίτλο «THE TOYRKIA». Στον χάρτη αυτό ο εμβληματικός καλλιτέχνης σημειώνει την Κύπρο ως «Δη παλούκ άιλαντ». Παλούκι για ποιούς; Προφανώς για τους Βρετανούς, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο γελοιογράφος χρησιμοποιεί αγγλική ορολογία στον χάρτη αυτό, που δημιουργήθηκε την εποχή της εξέγερσης των Κυπρίων εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας. Μάλιστα ο Μποστ σημειώνει ότι είναι: «Λεπτομερής γεωφυσικός χάρτης προς χρήσιν των στρατευμάτων (Saint – James Park Gallery)». Τότε οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν μεταφέρει στην Κύπρο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση του κυπριακού λαού κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας τοποθέτησε τη σημείωση «Στενόν του Διγενή», προφανώς υπονοώντας τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Διγενής.

Στον γεωφυσικό χάρτη του Μποστ διακρίνονται πολλά τοξάκια με την ένδειξη «Προς Μάλταν», που δείχνουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όχι, δεν υπονοούσε ο καλλιτέχνης ότι «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Μάλτα». Αντιθέτως διακωμωδούσε τη γνωστή ιστορία με τον Τούρκο ναύαρχο, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ο οποίος, κατά το μαλτέζικο αφήγημα, πήρε διαταγή να καταλάβει τη Μάλτα, που υπερασπιζόταν ο Ζιαν Μπατίστ ντε λα Βαλέττε. Ωστόσο, είτε έχασε τον προσανατολισμό του, είτε απέφυγε να αντιμετωπίσει τους υπερασπιστές του νησιού και επέστρεψε άπρακτος για να αναφέρει στον Σουλτάνο: «Μάλτα γιοκ, εφέντιμ!». Δηλαδή Μάλτα δεν υπάρχει.

Είναι πολλά τα σαρκαστικά στοιχεία που παραθέτει στον χάρτη ο Μποστ. Ξεχωρίζουμε μερικά. Πάνω από την Κύπρο εντός του χώρου της Τουρκίας υπάρχουν ενδείξεις, όπως «Στρατόπεδον. Στάνη. Εξαιρετικόν πιλάφι», «Κουρδιστάν. (πολεμισταί άγριοι)» και «Κτηνοτρόφοι εις ημιαγρίαν κατάστασιν (Χαϊλάντερς)». Οι Χάιλαντερς ήταν επίλεκτα σώματα του βρετανικού στρατού, που είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο για να επιβάλουν διά πυρός και σιδήρου την τάξη.

Διακρίνεται επίσης σκίτσο δύο εφαπτομένων κτισμάτων με την επιγραφή «Μεγάλη του Γένους Σχολή (Ρουσφέτ Πάλας)». Καυστικό το υπονοούμενο για το ρουσφέτι που επικρατούσε στην κοινωνική ζωή της Τουρκίας. 

Σε άλλο κτίσμα με μισοφέγγαρο στην οροφή του, όπως και στα υπόλοιπα, ο Μποστ σημειώνει: «Ροαγιάλ Θήατερ. Καραγκιόζ Κόλλετζ». Είναι εμφανής ο σαρκασμός για την προσπάθεια των Τούρκων να οικειοποιηθούν επιτεύγματα του πολιτισμού άλλων λαών. 

Το ίδιο ισχύει και για το σκίτσο κτίσματος με δύο μιναρέδες, στο οποίο ο Μποστ τοποθέτησε την επιγραφή «Νομική Σχολή (Οθωμανικόν δίκαιον)». Είναι κι αυτό το σχόλιο του Μποστ πολύ επίκαιρο ακόμη και σήμερα, αφού η τουρκική κυβέρνηση ακολουθεί την ίδια τακτική. Αποφεύγει να υπογράψει διεθνείς συμβάσεις, ούτως ώστε να επικαλείται τις υποχρεώσεις άλλων κρατών (όπως π.χ. της Ελλάδας) με βάση τις συμβάσεις που υπέγραψαν, ενώ η ίδια δεν δεσμεύεται από αυτές. Βέβαια σε πολλές άλλες περιπτώσεις δεν υλοποιεί τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από συμβάσεις ή συμφωνίες που υπέγραψε. Χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της Άγκυρας, που αφορά την τελωνειακή ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Αυτό υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 2005 από όλες τις χώρες – μέλη της Ε.Ε. και την Τουρκία. Ωστόσο, 15 χρόνια μετά η Τουρκία αρνείται να εφαρμόσει τις πρόνοιές του και δεν επιτρέπει σε πλοία υπό κυπριακή σημαία να ελλιμενιστούν σε τουρκικά λιμάνια, σε εγγεγραμμένα στην Κύπρο αεροπλάνα να χρησιμοποιήσουν τον εναέριο χρόνο της Τουρκίας κ.λπ. Αυτό είναι το «Οθωμανικόν δίκαιον», κατά τον Μποστ.

Αριστερά στον χάρτη της Τουρκίας ο Μποστ σχεδίασε άλλο κτίσμα, το οποίο ονομάζει «Εθνικόν Πανεπιστήμιον (ιδρυθέν υπό Σερ Νασρεντίν Χότζα)». Απέδωσε τον βρετανικό τίτλο ευγενείας «σερ» σε έναν από τους πρωταγωνιστές τουρκικών μύθων και ανεκδότων. 

Στο κέντρο του χάρτη κάθεται ο σουλτάνος, που καπνίζει ναργιλέ και έχει μπροστά του κιβώτιο με την επιγραφή «Ραχάτ Lucum». Χαλαρά, με ραχάτι και λουκούμια. Ο σουλτάνος κάνει νεύμα με το αριστερό του χέρι, σαν να λέει «Visitez το θείο», δηλαδή επισκεφθείτε το θείο.

Στο Αιγαίο πέλαγος ο καλλιτέχνης τοποθέτησε το ελληνικό νησί Σύρος με την επιγραφή σε παρένθεση «Λουκούμ Άιλαντ», δηλαδή το νησί λουκούμι, ίσως σε αντιδιαστολή προς την Κύπρο, το «δη παλούκ άιλαντ»!

Αυτός λοιπόν είναι ο γεωπολιτικός χάρτης της Τουρκίας και της Νοτιοανατολικής γωνιάς της Μεσογείου με την Κύπρο, διά χειρός του Μέντη (Χρύσανθος είναι το βαφτιστικό του όνομα) Μποστατζόγλου, ο οποίος αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας, αλλά και γενικότερα των εικαστικών τεχνών. 

Γεννήθηκε στην Πόλη  

Ο Μέντης Μποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1918. Άρχισε σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1939, ωστόσο τις διέκοψε έξι μήνες αργότερα, λόγω του πολέμου και της γερμανικής ναζιστικής κατοχής. Το 1942 εντάχθηκε στην αριστερή αντικατοχική οργάνωση ΕΑΜ και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. 

Αμέσως μετά από την απελευθέρωση, το 1945, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο Άγιος Φανούριος», με το οποίο επιδίωκε την κατανόηση Κινέζων κλασικών. Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα «Καθημερινή» ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος, ωστόσο το ταλέντο του δεν άργησε να αναδειχθεί. Μετά από δύο χρόνια άρχισε να εργάζεται στο περιοδικό «Εικόνες» και αργότερα στον «Ταχυδρόμο» ως εικονογράφος. Το πρώτο του κόμικ με τίτλο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» το φιλοτέχνησε για τις εκδόσεις «Ατλαντίς». Από το 1958 καθιέρωσε στη στήλη του «Το Μποστάνι του Μποστ» τρεις φιγούρες που αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν στο γελοιογραφικό και εικαστικό του έργο. Είναι η Μαμά Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα, που εκπροσωπούσαν ό,τι απασχολούσε τον ελληνικό λαό την εποχή εκείνη. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Ομάδα», «Θεατής» και «Ελευθερία», για να καταλήξει στην αριστερή εφημερίδα «Αυγή». 

Υπέστη πολλές διώξεις και την καταπίεση λογοκριτών, εξαιτίας της ανατρεπτικής του σάτιρας, η οποία εκφραζόταν με τον ιδιότυπο τρόπο γραφής του (με ανορθογραφίες και ασυνταξίες). Χαρακτηριστικό γνώρισμα του γελοιογραφικού έργου του Μποστ (όπως υπέγραφε τα έργα του) είναι το μαύρο χιούμορ, για κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις αφόρητα τραγελαφικές. 

Το 1966 ο Μποστ αποφασίζει να εγκαταλείψει την πίεση και το καθημερινό γράψιμο και αφιερώνεται στο εργαστήριο – κατάστημά του, το οποίο ονόμασε «Λαϊκαί Εικόναι». Διακοσμούσε πιάτα, ποτήρια, βάζα και άλλα αντικείμενα, ζωγράφιζε πίνακες και τα πωλούσε μαζί με αντίκες. Παράλληλα, έγραφε θεατρικά έργα σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σε αυτό το διάστημα συνεργάστηκε κατά καιρούς με τον «Ταχυδρόμο», το «Αντί», τον «Θούριο», το «Men’s Look», την «Πρωινή» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», δημοσιεύοντας χρονογραφήματα και σκίτσα. Ασχολήθηκε με το θέατρο, υιοθετώντας ανορθόδοξη γραφή, και παρέδωσε στο κοινό τα μοναδικά αριστουργήματα «Φαύστα», «Μήδεια», «Δον Κιχώτης», «Όμορφη πόλη», «Μαρία Πενταγιώτισσα», «40 χρόνια Μποστ». Το τελευταίο του έργο, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ανεβάστηκε στο Ηρώδειο λίγους μήνες προτού φύγει για πάντα, στις 13 Δεκεμβρίου 1995.

Οι πρωταγωνιστές σε μια Κύπρο – σκακιέρα

Οι γελοιογραφίες είναι από το βιβλίο «Γελοιο-γραφώντας την Ιστορία του Κυπριακού» του Χρύσανθου Χρυσάνθου (2009, εκδόσεις Αρμίδα). Το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε από τον Χάρη Ιωαννίδη, ο οποίος παρομοίασε το γεωγραφικό αποτύπωμα της Κύπρου με σκακιέρα, στην οποία τοποθετούνται μερικοί από τους πρωταγωνιστές στην πρόσφατη Ιστορία του νησιού. 

Αριστερά είναι ο Βρετανός στυγνός κυβερνήτης, στρατάρχης Τζον Χάρντινγκ, συνοδευόμενος από τον σκύλο του, σύμβολο της καταπιεστικής πολιτικής του για καταστολή του αγώνα του κυπριακού λαού για ελευθερία. Μπροστά ο Γεώργιος Γρίβας και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, καθώς επίσης ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κωνσταντίνος Καραμανλής. Έτσι σηματοδοτήθηκε η μετάβαση από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία, με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. 

 

Πιο δεξιά είναι ο Γλαύκος Κληρίδης και ο Ραούφ Ντενκτάς, κάτω από τη φούστα της «κακιάς μητριάς», της Τουρκίας, όταν συνομιλούσαν για λύση του Κυπριακού. Πιο πίσω ο Δημήτρης Χριστόφιας σφίγγει το ψεύτικο χέρι Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Στα δεξιά είναι ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέναντι στον Κόφι Ανάν, ο οποίος κρατεί στην αγκαλιά του, δύο από τα σχέδια – παιδιά του. 

Οι φιγούρες αυτές, πρωταγωνιστών ή πιονιών, είναι από γελοιογραφίες των Φωκίωνα Δημητριάδη, Γιώργου Μαυρογένη και Πέτρου Παπαπέτρου (ΠΙΝ), τριών καλλιτεχνών διαφορετικών εποχών, που άφησαν το δικό τους στίγμα στον σατιρικό σχολιασμό των πολιτικών γεγονότων.

Με κριτική διάθεση για ιστορικά γεγονότα

Το έναυσμα γι’ αυτό το αφιέρωμα έδωσε η πρόσφατη έκθεση Σατιρικής Χαρτογραφίας από τη συλλογή του Παναγιώτη Σουκάκου, με τίτλο «Ιστορικές και γελοιογραφικές καταγραφές της Ευρώπης, πριν, κατά και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (κατά την περίοδο 8.12.2022 – 9.1.2023) στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου στη Λευκωσία. 

Όπως αναφέρεται σε σχετικό κείμενο από τους διοργανωτές της έκθεσης, «η Σατιρική Χαρτογραφία προσεγγίζει την πολιτική γελοιογραφία, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι την επιστημονική χαρτογραφία. Στόχος της είναι, με αφορμή τη χαρτογραφική αποτύπωση, να προβάλει τολμηρά πολιτικά σχόλια. Οι σατιρικοί χάρτες χρησιμοποιούν έξυπνα το γεωγραφικό ανάγλυφο για να καταδείξουν, συνοπτικά όσο και ευανάγνωστα, το πολιτικό παρασκήνιο και να ασκήσουν κριτική μέσω της σάτιρας. Η γλώσσα της Σατιρικής Χαρτογραφίας έχει πολλά να πει και ακόμα περισσότερα να αποκαλύψει, γιατί ξεπερνώντας το γεωγραφικό ανάγλυφο που εδράζεται, ανοίγει ένα παράθυρο που προάγει την καλλιέργεια και πνευματικότητα και φωτίζει την κριτική ιστορική σκέψη».

Από τη φύση της η γελοιογραφία μπορεί να αναπτύξει την κριτική σκέψη, σε πολλά μαθήματα, ιδίως όμως στην Ιστορία. Είναι σημαντική αυτή η επισήμανση. Αξίζει να τη λάβουν υπόψη οι ιθύνοντες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, προκειμένου να αξιοποιηθεί η μεγάλη δύναμη της σατιρικής χαρτογραφίας στη διδασκαλία της Ιστορίας, ειδικότερα βέβαια της Ιστορίας της Κύπρου. Οι ανεπούλωτες πληγές από το παρελθόν απαιτούν να εντρυφήσουμε στα «πώς» και τα «γιατί» για να βαδίσουμε με περισσότερη σοφία προς το μέλλον. 

Κώδικες και μηνύματα της σατιρικής χαρτογραφίας

Κατ’ ουσίαν η σατιρική χαρτογραφία αποτελεί είδος γελοιογραφίας. Αυτός ο κλάδος των εικαστικών τεχνών, η γελοιογραφία, προσδιορίζεται ως η παραμορφωμένη αναπαράσταση προσώπων, πράξεων, γεγονότων ή καταστάσεων με στόχο τη διακωμώδηση ή τη σάτιρά τους. Η διακωμώδηση είναι πιο ανώδυνη, κεντρίζει, ενώ η σάτιρα μαστιγώνει. Πρόκειται για δύο διαφορετικά επίπεδα νοηματοδότησης στην επικοινωνία, που βέβαια δεν έχουν μεταξύ τους διακριτές διαχωριστικές γραμμές. 

Κλασικός γλωσσολόγος, ο Φερντινάντ ντε Σωσσίρ, πρώτος υπέδειξε ότι οι άνθρωποι για να επικοινωνήσουν χρησιμοποιούν και άλλες γλώσσες, εκτός από τη γλώσσα των λέξεων. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα των εικόνων, τη γλώσσα του σώματος, κ.λπ. Η γελοιογραφία είναι σύνθετο επικοινωνιακό μέσο, έχει τους δικούς της κώδικες, τα δικά της σύμβολα, τα οποία αντλεί πρωτίστως από το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, αλλά και από την παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά.  

Αντλεί κώδικες και σύμβολα από τις εικαστικές τέχνες (κυρίως τον σουρρεαλισμό), αλλά και από τη λογοτεχνία (κυρίως τον σατιρικό λόγο). Η γελοιογραφία έχει τη δική της γραμματική και το δικό της συντακτικό. Με αυτά τα εφόδια ο καλλιτέχνης κωδικοποιεί μηνύματα, ενώ ο αναγνώστης τα αποκωδικοποιεί με τον δικό του τρόπο, ενίοτε αντλώντας εντελώς διαφορετικό μήνυμα από εκείνο που ήθελε να εκπέμψει ο καλλιτέχνης.