Οι εικόνες των αγαλμάτων του Διαδούμενου και της Αφροδίτης της Μήλου του Παγκύπριου Γυμνασίου, ντυμένα με αισθησιακά εσώρουχα, ξεπερνούν τα στενά όρια της Κύπρου φτάνοντας μέχρι τον Τύπο στην Ελλάδα.
 
Σάλος έχει ξεσπάσει στους κύκλους της εκπαίδευσης και ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς από το εικαστικό δρώμενο που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του σχολείου, την περασμένη Δευτέρα. Αίσθηση έχει προκαλέσει η άρνηση του υπουργού Παιδείας Κώστα Καδή να σχολιάσει το περαστικό.
 
Απ’ την πλευρά της η διεύθυνση του σχολείου δημοσίευσε ανακοίνωση, στην οποία ξεκαθαρίζει πως πιθανόν έναυσμα για το δρώμενο να ήταν «η πρόσφατη πρόταση του οίκου υψηλής ραπτικής GUCCI» για φωτογράφιση στον Παρθενώνα. Δεν παρέλειψε, ωστόσο, να εκφράσει τη λύπη της για έκταση που έλαβε το θέμα. Την κρυφή οπτικογράφηση κατήγγειλε ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ Δημήτρης Ταλιαδώρος, τονίζοντας πως μια τέτοια πράξη αντίκειται και στους κανονισμούς του σχολείου αλλά και στον νόμο.
 
«Η μη κατάλληλη περιβολή δύο αγαλμάτων στην είσοδο του σχολείου μας, ήταν ιδέα η οποία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Τέχνης για σκοπούς συμμετοχής στον 6ο Παγκύπριο Διαγωνισμό Εικαστικών Τεχνών», ανέφερε η διεύθυνση του γυμνασίου και πρόσθεσε: «Αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην καταγραφή αντιδράσεων του θεατή στην κάθε περίπτωση αλλοίωσης της όλης εικόνας του αγάλματος. Επιδίωξη ήταν μέσα από το ποιόν των αντιδράσεων να φανεί το κατά πόσο έργα Τέχνης, Γλυπτικής ιδιαίτερα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως τρόπος και μέσο προβολής ακόμη και διαφήμισης αγοραίων αντικειμένων. Ως έναυσμα ίσως, στην ιδέα μαθητών ιδιαίτερα, λειτούργησε η πρόσφατη πρόταση του οίκου υψηλής ραπτικής GUCCI για φωτογράφιση στον Παρθενώνα για εμπορικούς σκοπούς».
 
Ξεκαθαρίζεται παραπέρα πως από τις αντιδράσεις «έκδηλο είναι ότι δεν είναι δυνατόν έργα και σύμβολα εθνικής και ιστορικής αξίας να χρησιμοποιούνται ως μέσο προβολής και διαφήμισης ούτε και στην Κύπρο. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί από κάποιους ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Συμφωνούμε», συμπεραίνει η διεύθυνση εκφράζοντας τη λύπη της «για τη δημιουργία του όλου θέματος».
 
Όπως κατήγγειλε ο κ. Ταλιαδώρος, «υπήρξε κρυφή οπτικογράφηση των αντιδράσεων μαθητών και καθηγητών, η οποία αντίκειται στους κανονισμούς λειτουργίας των δημόσιων σχολείων και που πιθανόν να παραβιάζει τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα, αφού έγινε χωρίς τη συγκατάθεση εκείνου που καταγράφεται. Δεν ξέρω αν η διεύθυνση γνώριζε για την ύπαρξη της κάμερας, έπρεπε όμως να διασφαλίσει την τήρηση των κανονισμών».
 
Ο πρόεδρος της οργάνωσης των καθηγητών ανέφερε ακόμη ότι έπρεπε να υπάρξει η τοποθέτηση του Υπουργείου από τη στιγμή που το θέμα πήρε διαστάσεις πέρα από την Κύπρο, ενώ σημείωσε πως «δεν τιμά τη δημόσια εκπαίδευση ακόμη και αν επιτεύχθηκε ο στόχος των δημιουργών του». Μάλιστα ο κ. Ταλιαδώρος μετέφερε πως «το Υπουργείο δεν γνώριζε ποιος το έκανε και για αυτό αρχικά ζήτησε από τη διεύθυνση να ερευνήσει το θέμα, να εντοπίσει τους ενόχους και να τους καταγγείλει στην Αστυνομία».