H Lusignan (Lezignan, Lezignen) είναι μια μικρή πόλη της επαρχίας Ποιτού (seuil du Poitou) στη κεντρική-δυτική Γαλλία, κτισμένη στις όχθες του ποταμού Vienne. Η πόλη αυτή είχε το προνόμιο να δώσει το όνομα της σ’ ένα από τους πιο επιφανείς βασιλικούς οίκους της Γαλλίας, των Λουζινιανών, οι οποίοι ήταν υποτελείς στους κόμητες της Poitou και μετέπειτα του οίκου των Plantagenets της Αγγλίας, στην οποίαν ανήκε και ο Ριχάρδος Α΄ ο Λεοντόθυμος.
Εδώ φαίνεται η σχέση του Ριχάρδου με τους Λουζινιανούς, γιατί ο Guy Lusignan (Γουΐδος Λουζινιάν) έσπευσε να συναντήσει το Ριχάρδο στη Λεμεσό κατά την άφιξη του εκεί, και στον οποίο πώλησε τελικά την Κύπρο μετά τους Ναΐτες.
Κατά την παράδοση της Poitou, η οικογένεια των Λουζινιανών καταγόταν από μια μυθική νεράϊδα-μάγισσα με το όνομα Μελισσέντε (Melissende) που είχε μετατραπεί σε Μελουζίνη (Melusine), η οποία αντιπροσώπευε μια όμορφη γυναίκα να κάνει το μπάνιο της σε μια κρήνη-πηγή. Η Μελουζίνη τον 9ο αιώνα παντρεύτηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τον Ραϋμόντιν (Raymondin), κόμητα της Poitou και προϊόν του δεσμού τους ήταν οι οικογένειες Λουζινιάν, μετέπειτα της Ιερουσαλήμ και Κύπρου, Λουξεμβούργου και Βοεμίας.
Ο θρύλος της Μελουζίνης λέει ότι, επειδή σκότωσε τον πατέρα της, κάθε Σαββάτο αλλοιωνόταν σε ερπετό. Ο σύζυγος της όμως, βλέποντας την έτσι μεταμορφωμένη, την έκλεισε στα κάτεργα του κάστρου των Λουζινιανών, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της. Ο θρύλος συνεχίζει ακόμα λέγοντας ότι η Μελουζίνη έφευγε από τα κάτεργα της και παρουσιαζόταν κατά καιρούς, μέχρι τουλάχιστο τον 16ο αιώνα, κάνοντας μπάνιο στην κρήνη, είτε σαν ερπετό, είτε σαν γοργόνα, είτε σαν μια πεντάμορφη γυναίκα ντυμένη σαν χήρα στα μαύρα. Το περίφημο κάστρο (πύργος) των Λουζινιανών κτίστηκε από τον Ούγο Λουζινιάν ΙΙ περί το τέλος του 9ου αιώνα και κατεδαφίστηκε το 1574 από τον Δούκα του Μοντπενσιέρ.

Ο οίκος των Λουζινιανών ευγενών διήρκεσε πέντε αιώνες και ήταν όλοι αφοσιωμένοι στον ιπποτισμό και τα όπλα, πάντοτε υποστηρίζοντας την Καθολική Εκκλησία και θρησκεία. Υπήρξαν διοργανωτές και σθεναροί υποστηρικτές του φεουδαρχικού συστήματος.Μετά από σχεδόν πέντε αιώνες, δεν είχαν αρσενικούς απόγονους για διάδοχους έτσι έσβησε η φεουδαρχική και λαμπρή, κατά τα άλλα, οικογένεια των Λουζινιανών.
Η πρωτοβουλία για την Τρίτη Σταυροφορία ανήκε στον αυτοκράτορα Frederic I (Barbarosa) ο οποίος όμως, απεβίωσε την άνοιξη 1191. Tο Φθινόπωρο 1189, οι βασιλείς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος και της Αγγλίας Ριχάρδος Α΄ αποφάσισαν από κοινού, να ξεκινήσουν την Τρίτη Σταυροφορία για απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, με τους στρατούς τους από το Βεζελέϋ της Γαλλίας και με τους στόλους τους από τη Μασσαλία.
Η Πρώτη Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε το 1095–1099, απελευθερώθη η Ιερουσαλήμ και εγκαθιδρύθηκε το Λατινικό (Φράγκικο) Βασίλειο της Ιερουσαλήμ υπό τον Godfrey de Bouillon, μια πολιτεία αποκλειστικά των σταυροφόρων.
Τον Godfrey ακολούθησε ο αδελφός του Baldwin I, που στέφθηκε ως ο Πρώτος Λατίνος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ το 1100. Στη συνέχεια επέκτεινε το βασίλειο του ώστε να περιλάβει τη Γαλιλαία, τη Βηρυτό, τη Σιδώνα και τα παράλια μέρη της, καθώς και την σημαντική πόλη Άκρα με το λιμάνι της, το 1104. Τον διαδέχθηκε το 1113 ο Baldwin II. Αυτή την περίοδο παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, το στρατιωτικό Τάγμα των Ναϊτών (Knights Templar), που αναγνωρίστηκαν από την Καθολική Εκκλησία. Παράλληλα, υπήρχε το Τάγμα των Νοσοκόμων (Knights Hospitallers) που άνκαι είχαν αγαθοεργό σκοπό αρχικά, το 1136 πήραν κι αυτοί στρατιωτικό χαρακτήρα. Και τα δυο αυτά στρατιωτικά Τάγματα εξαπλώθηκαν και στην Ευρώπη έχοντας σημαντικά εισοδήματα. Ταυτόχρονα αποτελούσαν μια σημαντική στρατιωτική δύναμη, υποστηρίζοντας το Φραγκικο-Λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.

Ο Βaldwin II άφησε το Βασίλειό του της Ιερουσαλήμ, στην κόρη του Melisinde και το σύζυγό της Κόμητα Φουλκ της Αντζιού, τους οποίους διαδέχθηκε ο Baldwin III το 1153. Μετά από 10 χρόνια, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Αμάλριχος (το 1163) ο οποίος απεδείχθη μεγάλος νομοθέτης, δημιουργώντας τις Ασσίζες της Ιερουσαλήμ (μεσαιωνική νομοθεσία) που αργότερα εισήχθηκαν στην Κύπρο από το Γουΐδο Λουζινιάν.
Στη συνέχεια νικήθηκε από τον Μωαμεθανό Σαλαδίν στις εφόδους του κατά της Αιγύπτου. Ο Σαλαδίν, επέφερε σημαντικά πλήγματα εναντίον των Λατίνων σταυροφόρων και των Χριστιανών γενικότερα, των οποίων η δύναμη άρχισε να συρρικνώνεται με γοργό ρυθμό. Όταν ο Αμάλριχος απεβίωσε, τον διαδέχθηκε ο λεπρός γιος του, Baldwin IV the Leper, ο οποίος, δεν είχε παιδιά, αλλά μόνο τη χήρα αδελφή του Σίβυλλα και την ετεροθαλή αδελφή του Ισαβέλλα. Πριν πεθάνει το 1185, φρόντισε να παντρέψει τη Σίβυλλα στον Γουΐδο Λουζινιάν, τον μετέπειτα άρχοντα της Κύπρου. Το 1186 η Σίβυλλα στέφθηκε βασίλισσα μαζί με τον Γουΐδο ως Βασιλιά της Ιερουσαλήμ ο οποίος άρχισε εκστρατείες εναντίον του Μωαμεθανού Σαλαδίν για απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Όμως ο Γουΐδος γνώρισε τρομερή ήττα από τον Σαλαδίν το 1187 στο Hattin της Γαλιλαίας, χάνοντας 3,000 στρατό, ενώ ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος. Σ’ αυτή τη μάχη πέθαναν επίσης πολλοί Ναΐτες που τον υποστήριζαν. Τον ίδιο χρόνο, ο Σαλαδίν κατέκτησε την Άκρα και την Ιερουσαλήμ, καθώς και άλλες περιοχές που βρίσκονταν τότε υπό την κυριότητα των Φράγκων Λατίνων.
Το 1188 ο Γουΐδος Λουζινιάν αφέθηκε ελεύθερος από τον Σαλαδίν, υπό τον όρο να μην επιχειρήσει ποτέ πόλεμο κατά των Μωαμεθανών, όμως το 1189 άρχισε πολιορκία εναντίον της Άκρας την οποίαν κατείχαν οι Μωαμεθανοί, και την κατέλαβε τον Ιούλιο 1191 με τη βοήθεια των Άγγλων και Γάλλων σταυροφόρων. Το Σεπτ. 1192 ο Ριχάρδος Α΄ Λεοντόκαρδος της Αγγλίας συνήψε συμφωνία με τον Σαλαδίν για τη συνέχιση του Βασιλείου των Λατίνων, με κέντρο την Άκρα, την Τρίπολη, την Τύρο και την Ιόππη, εκτός όμως της Ιερουσαλήμ πλέον την οποία κράτησε ο Σολαδίν. Ο Γουΐδος έχασε τώρα το Βασίλειο του και ανταμείφθηκε, όπως θα δούμε, από το Ριχάρδο με την ανάληψη της διοίκησης της Κύπρου.
Mετά το 1192, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ συνέχισε να υπάρχει μόνο κατ’ όνομα και ο Σαλαδίν έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος των Αγίων Τόπων. Άρχισε τώρα μια μεγάλη μετανάστευση των Λατίνων από τους Αγίους Τόπους προς την Κύπρο, που από το 1192 τέθηκε υπό την διοίκηση των Φράγκων Λατίνων, δηλ. τωνΛουζινιανών, με άρχοντα τον Γουΐδο Λουζινιάν.
Oι βασιλείς Φίλιππος Γαλλίας και Ριχάρδος Α´ Αγγλίας το 1190 ξεκίνησαν την Τρίτη Σταυροφορία προς τους Αγίους Τόπους, φτάνοντας στη Μεσσίνη της Σικελίας. Εκεί επισκέφθηκε το Ριχάρδο η αδελφή του Ιωάννα, χήρα του βασιλέα Γουΐλλιαμ της Σικελίας την Άνοιξη του 1190. Στη Μεσσίνη επίσης συνάντησε το Ριχάρδο η μητέρα του, βασίλισσα Ελεωνόρα (Eleanor of Aquitaine), μαζί με τη μέλλουσα σύζυγο του, πριγκίπισσα Βερεγγάρια, κόρη του βασιλιά Σάντσιεζ, βασιλιά του κρατιδίου της Ναβάρρης, την οποία και αρραβωνιάσθηκε, στις 10 Απριλίου 1190 στη Λεμεσό. Στις 16 Απριλίου 1191, ο Ριχάρδος έπλευσε από τη Μεσσίνη με τις Δρομόνες του (πολεμικά πλοία), παίρνοντας μαζί του τη Βερεγγάρια και την αδελφή του Ιωάννα, όχι όμως τη μητέρα του που είχε ήδη αποχωρήσει για τη Νάπολη. Η πομπή του με 200 πλοία, την τρίτη μέρα του ταξιδιού του διασκορπίστηκε λόγω τρικυμίας και τρία από τα πλοία προωθήθηκαν προς την Κύπρο, φτάνοντας στη Λεμεσό. Ο Ριχάρδος έφτασε πρώτα στην Κρήτη και μετά στη Ρόδο όπου έμεινε για 10 μέρες και απεχώρησε για την Κύπρο. Ο Φίλιππος της Γαλλίας είχε ήδη φτάσει στους Αγίους Τόπους και ενεπλάκη στην πολιορκία της Άκρας εναντίον των Μωαμεθανών.
Η επικράτηση του Ριχάρδου και η δίωξη του Κομνηνού
Εν τω μεταξύ στην Κύπρο, ο Ισαάκιος Κομνηνός (εγγονός του αδελφού του πρώην αυτοκράτορα Βυζαντίου Εμμανουήλ), έγινε αυτοκράτορας , καταπιέζοντας τυραννικά τους Κυπρίους, καθώς και όσους ξένους έφταναν στο νησί, περιλαμβανομένων και Σταυροφόρων (κατά τον T. Keightly, “The Crusades”, London 1852, ο Ισαάκιος προσήψε συμφωνία με τον σκληροτράχηλο Μωαμεθανό πολεμιστή εναντίον των Σταυροφόρων Σαλαδίν, σφραγίζοντας την μάλιστα, πίνοντας αίμα ο ένας του άλλου). Ο Ισαάκιος λοιπόν συνέλαβε τους Άγγλους ναυαγούς των δύο πλοίων στη Λεμεσό και τους φυλάκισε, ενώ η αδελφή του Χάρδου Ιωάννα και η μνηστή του Βερεγγάρια που βρίσκονταν στο τρίτο πλοίο, που δεν ναυάγησε, αρνήθηκαν τις προσκλήσεις του να κατεβούν στη ξηρά. Την τέταρτη μέρα κατέφθασε ο Ριχάρδος με το στόλο του και αμέσως άρχισε την έφοδο του εναντίον του Ισαάκιου, δίνοντας σκληρή μάχη. Ο Ισαάκιος ετράπηκε σε φυγή προς τα βουνά, φτάνοντας τελικά στη Λευκωσία. Εν τω μεταξύ, ενώ εσυνέβαιναν τα γεγονότα αυτά, κατέφθασε με τρία πλοία ο έκπτωτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Γουΐδος (Γκυ) Λουζινιάν με συνοδεία 160 ιππότες ζητώντας την στήριξη του Ριχάρδου για το θρόνο της Ιερουσαλήμ, δηλώνοντας ταυτόχρονα την αφοσίωση του προς αυτόν.
Τη επόμενη μέρα, 12 Μαΐου 1190, ο Ριχάρδος παντρεύτηκε τη Βερεγγάρια στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στη Λεμεσό με τελετάρχη τον John Fitz Luke, Επίσκοπο της Εβρώ (Evreux) στην παρουσία των ξένων του (Γκυ και συνοδείας). Έτσι η Βερεγγάρια στέφθηκε και βασίλισσα της Αγγλίας στη Λεμεσό στις 12 Μαΐου 1190. Η Βερεγγάρια, που όντας σύζυγος του Ριχάρδου έγινε βασίλισσα της Αγγλίας στις 12 Μαΐου 1190, ήταν κόρη του βασιλιά Sanchez, βασιλιά της Ναβάρρης στα Πυρηναία Όρη.
Ο Ισαάκιος τώρα επιζητούσε την ειρήνη με το Ριχάρδο και τον συνάντησε κοντά στη Λεμεσό, προσφέροντας αποζημίωση και συνδρομή στην επανάκτηση των Αγίων Τόπων. Φοβούμενος όμως μήπως ο Ριχάρδος τον αιχμαλωτίσει, διέφυγε τη νύκτα στην Αμμόχωστο. Ο Ριχάρδος τον καταδίωξε με τα πλoία του, ενώ στη ξηρά την καταδίωξη του ανάλαβε ο Γκυ. Ο Ριχάρδος από την Αμμόχωστο ξεκίνησε με στρατό προς τη Λευκωσία και στη Τρεμιθούσα συνήψε μάχη με τον Ισαάκιο, (κατά μια εκδοχή ο Ισαάκιος αιχμαλωτίστηκε, κατά άλλη, δραπέτευσε στο κάστρο της Καντάρας – Hill, History of Cyprus vol. I, 1949).
Η γυναίκα του Ισαάκιου και η κόρη του, που βρισκόταν για προστασία στο Κάστρο Κερύνειας, συνελήφθησαν από τον Γκυ και το στρατό του, όταν αυτός κατέλαβε το κάστρο και παραδόθηκαν στον Ριχάρδο. Στο τέλος, όταν ο Ριχάρδος έγινε κύριος του τόπου, και κατέλαβε την Αμμόχωστο, Κερύνεια και Λευκωσία, ο Ισαάκιος προσήλθε στο στρατόπεδο του Ριχάρδου, και πέφτοντας στα πόδια του, ζήτησε να μην τον δέσει με σιδερένιες αλυσίδες. Ο πονηρός Ριχάρδος όμως, εκπληρώνοντας την επιθυμία του, τον έδεσε με ασημένιες αλυσίδες και παρέδωσε στους Νοσοκόμους που τον πήραν στην Τρίπολη της Συρίας, όπου και πέθανε αιχμάλωτος στο κάστρο τους, ενώ κράτησε την κόρη και σύζυγο του ως συνοδούς της Βερεγγάριας.
Το διπλό ξεπούλημα του νησιού
Ο Ριχάρδος έγινε τώρα κυρίαρχος της Κύπρου και αφήνοντας την ευθύνη για τη διοίκηση της στους Richard of Canville και Robert of Turnham έπλευσε από την Αμμόχωστο προς την Πτολεμαΐδα και τους Αγίους Τόπους. Στη συνέχεια, το 1190 ο Ριχάρδος πώλησε την Κύπρο στους Ναΐτες για 100,000 χρυσά δεινάρια (βυζάντια Σαρακηνά), οι οποίοι επέβαλαν πολύ σκληρά μέτρα στο νησί για είσπραξη βαριάς φορολογίας κ.ά. Οι Κύπριοι αντέδρασαν κατεσφάγησαν από τους Ναΐτες στη Λευκωσία το Πάσχα του 1192, αλλά τους ανάγκασαν να φύγουν από το νησί, επιστρέφοντας το στον Ριχάρδο.
Ο Ριχάρδος κατόπιν πώλησε την Κύπρο για το ίδιο ποσό, στον Γκυ Λουζινιάν, έκπτωτο βασιλιά της Ιερουσαλήμ που κατέφθασε στην Κύπρο με την άφιξη του Ριχάρδου στην Κύπρο όπως είδαμε πιο πάνω, ζητώντας τη βοήθειά του για την ανάκτηση του βασιλείου του. Αυτή ήταν και η απαρχή της δυναστείας των Λουζινιανών βασιλιάδων και ευγενών που προορίζετο να κυβερνήσουν την Κύπρο για τρεις αιώνες. Η κατάληψη της Κύπρου από το Ριχάρδο απεδείχθη εν τέλει μείζονος σημασίας και είχε σαν αποτέλεσμα το πρώτο κύριο πλήγμα του Ελληνισμού από τους Λατίνους, και ιδιαίτερα τους Σταυροφόρους.
Eκ των πραγμάτων και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της Κύπρου σε σχέση με τους Αγίους Τόπους, και τη σημασία της για τους Σταυροφόρους, ως βάση ανεφοδιασμού ή και στρατιωτικής σημασίας και χώρος διαφυγής και ανασυγκρότησης, ο Ριχάρδος δε φαίνεται να ήλθε καθόλου τυχαία στην Κύπρο. Γιατί όχι μόνο εκδικήθηκε τον Ισαάκιο για την κακή συμπεριφορά του έναντι στους ναυαγούς, όπως παρουσιάζεται, αλλά προχώρησε στην κατάληψη ολόκληρου του νησιού δίνοντας μάλιστα μάχες, συμμάζεψε τον πλούτο από παντού, και τελικά τον πώλησε για οικονομικό όφελος. Τα κίνητρα του δηλ. δεν ήταν απλώς εκδικητικά, αλλά κυρίως πολιτικά και οικονομικά. Συνάμα ήταν και η πρώτη κατοχή της Κύπρου από τους Άγγλους.
Η Αροδαφνούσα από τη Χούλου της Πάφου
Mέχρι την τελευταία βασίλισσα του οίκου των Λουζινιανών, τη θρυλική Αικατερίνη Κορνάρο από το Άσολο της Ιταλίας, που πέρασε την Κύπρο στα χέρια των Ενετών το 1489, υπήρξαν πολλοί βασιλείς στη δυναστεία των Λουζινιανών. Πιο γνωστός και σημαντικός απ’ όλους ήταν ο Πέτρος Α΄ Λουζινιανός που βασίλευσε στο νησί για δέκα χρόνια (1359–1369).
Aναμφίβολα ο Πέτρος Α΄, Λουζινιανός (1358–1369) υπήρξε ο πιο ξεχωριστός βασιλιάς της Κύπρου, ο οποίος όμως είχε κυριευθεί από το πάθος να ελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τους Σαρακηνούς και συνέχισε μόνος του τις Σταυροφορίες με δική του Σταυροφορία. Παντρεύτηκε την Ελεονώρα της Αραγώνης και δημιούργησε το θρύλο με την ερωμένη του Ιωάννα Λαλεμάν της Χούλου, Πάφου, (Αροδαφνούσα), σχέση που διατήρησε για πολλά χρόνια.
Ταξίδευσε στην Ευρώπη για τρία χρόνια (1362–5) συναντώντας τους βασιλείς της Γαλλίας Ιωάννη ΙΙ, Γερμανίας, Δανίας, Αγγλίας (Εδουάρδο), Δαβίδ ΙΙ της Σκωτίας, και τον Αυτοκράτορα Κάρολο IV στην Πράγα, άλλους αρχηγούς και Πρίγκηπες καθώς και τον Πάπα Urban II και τον Δόγη της Βενετίας ζητώντας τη βοήθεια τους για διεξαγωγή νέας Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο Πέτρος είχε τόση φήμη που τον δέχτηκαν με ευχαρίστηση και επέστρεψε όμως χωρίς την αναμενόμενη βοήθεια για νέα Σταυτοφορία.
Στην επιστροφή του βρήκε την ερωμένη του Ιωάννα Λαλεμάν κλεισμένη στο μοναστήρι της Αγίας Κλάρας στη Λευκωσία όπου την είχε στείλει η βασίλισσα Ελεονώρα, αφού τη κακοποίησε. Τόσο διαδόθηκε η ρομαντική σχέση του Πέτρου, που έφτασε στα αυτιά του Πάπα Urban και γράφτηκε το ποίημα Αροδαφνούσα αποκλειστικά γι’ αυτή. Παράλληλα, κατά την απουσία του Πέτρου στην Ευρώπη διαδόθηκε πως η βασίλισσα Ελεονώρα συνήψε σχέση με τον John de Morphou, γεγονός που τον εξόργησε και τον επηρέασε πολύ, τόσο στις σχέσεις του όσον και στη συμπεριφορά του. Μια νύχτα, στις 16 Ιαν. 1369, ο Πέτρος δολοφονήθηκε από ευγενείς του στενού κύκλου του Παλατιού, μαχαιρώνοντας τον πρώτα και στη συνέχεια αποκεφαλίζοντάς τον.
Τον Οκτώβριο 1365 ο Πέτρος διοργάνωσε δική του Σταυροφορία με τη βοήθεια του Τάγματος Αγίου Ιωάννου εναντίον της Αιγύπτου και κατέλαβε την Αλεξάνδρεια αλλά δεν μπόρεσε να την κρατήσει.