Για πέραν των τριών δεκαετιών η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου εκδίκαζε παράνομα πειθαρχικές υποθέσεις σε βάρος λειτουργών της.

Αυτό προκύπτει από απόφαση που εξέδωσε το Διοικητικό Δικαστήριο την περασμένη Πέμπτη, εξετάζοντας προσφυγή υπαλλήλου της ΑΤΗΚ, ο οποίος στις 19/12/2018 είχε καταδικαστεί για οκτώ αδικήματα από Πειθαρχική Επιτροπή του ημικρατικού οργανισμού.

Η τελευταία είχε επιβάλει στον παραπονούμενο χρηματική ποινή αντίστοιχη με τις αποδοχές δυο μηνών. Ο υπάλληλος είχε εφεσιβάλει την εν λόγω ετυμηγορία του πειθαρχικού οργάνου της ΑΤΗΚ. Η έφεση εκδικάστηκε στις 4/2/2020 από τριμελή επιτροπή της ΑΤΗΚ, η οποία, ωστόσο, την είχε απορρίψει.

Ακριβώς εναντίον αυτή της απόφασης προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο ο παραπονούμενος. Εν τέλει, το εν λόγω δικαστικό Σώμα, αποδεχόμενο τα νομικά επιχειρήματα του Γιάννη Νεάρχου, δικηγόρου του αιτητή, δικαίωσε προχθές τον τελευταίο, αναδεικνύοντας παράλληλα και την παράνομη πρακτική που ακολουθείτο από την περίοδο 1989-1990.

Κομβικό σημείο όπως συνάγεται από τη 14σελιδη απόφαση της Δικαστού του Διοικητικού Δικαστηρίου, Αριάδνης Ζερβού, αποτέλεσε το νομικό επιχείρημα του δικηγόρου του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου της ΑΤΗΚ (4/2/2020), αλλά και του πρωτοβάθμιου, λήφθηκαν από αναρμόδια όργανα. Επικαλέστηκε δευτερογενή νομοθεσία του 1982 και συγκεκριμένα κανονισμούς, οι οποίοι δεν εφαρμόστηκαν. Με βάση αυτούς, τα πειθαρχικά σώματα της ΑΤΗΚ αποτελούνται από υπηρεσιακούς λειτουργούς του οργανισμού.

Εδώ να σημειωθεί ότι με δυο δικαστικές αποφάσεις το 1988, κρίθηκαν άκυροι οι κανονισμοί που διέπουν τις προαγωγές. Συγκεκριμένα με βάση αυτές τις αποφάσεις, οι κανονισμοί του 1982 για τις προαγωγές ακυρώθηκαν, επειδή κακώς εκχωρήθηκε η εξουσία για τις αξιολογήσεις σε υπηρεσιακούς. Θεωρήθηκε, λοιπόν, από την ΑΤΗΚ ότι οι κανονισμοί του 1982 και για τις πειθαρχικές διαδικασίες θα πρέπει να θεωρηθούν άκυροι και κατά συνέπεια τα πειθαρχικά όργανα θα πρέπει να απαρτίζονται από μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Αυτό ακριβώς αμφισβήτησε ο δικηγόρος του αιτητή.

Το Διοικητικό Δικαστήριο, λοιπόν, σημειώνει στην προχθεσινή του απόφαση ότι «σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή διαπιστώνω ότι οι εδώ επίδικοι Κανονισμοί που αφορούν στην άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επί προσωπικού της Αρχής ουδέποτε κρίθηκαν με απόφαση δικαστηρίου ως εκδοθέντες καθ’ υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος νόμου (ultra vires). Στις αποφάσεις που η καθ’ ης η αίτηση επικαλείται αντικείμενο εξέτασης, ήταν άλλοι Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 220/82 (οι Κανονισμοί 10(5) και 24) που αφορούν στη διαδικασία προαγωγών και οι οποίοι κρίθηκαν ως ultra vires του νόμου. Η δε κρίση του Δικαστηρίου περιορίζεται στους εν λόγω Κανονισμούς και δεν επεκτείνεται και σε άλλους, ως οι εδώ επίδικοι{…}».

Σε άλλο σημείο της απόφασης σημειώνεται: «Συνακόλουθα, ορθώς υπό τις περιστάσεις ο κ. Νεάρχου παραπέμπει στη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφώνως της οποίας η δευτερογενής νομοθεσία, η οποία έχει τεθεί σε ισχύ κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, θα πρέπει να εφαρμόζεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, εκτός αν η ισχύς της, τερματισθεί ή κριθεί ως ultra vires με δικαστική απόφαση. Η νομολογία δεν αναγνωρίζει στο διοικητικό όργανο εξουσία να κρίνει το ίδιο τη νομιμότητα ενός Κανονισμού και θεωρώντας τον ως ultras vires να μην τον εφαρμόσει».

Το Δικαστήριο δικαίωσε τον αιτητή, επιδικάζοντας υπέρ του και 2.000 ευρώ έξοδα πλέον ΦΠΑ.