Ήταν 22 χρόνων και έκανε τα πρώτα του διπλωματικά βήματα όταν αγόρασε, με αντίτιμο λίγες δραχμές, τους πρώτους του πίνακες.
Ούτε που φανταζόταν τότε, πως το μεγάλο του πάθος για την τέχνη, θ’ αποτελούσε μεγάλο διπλωματικό όπλο και πως μερικές δεκαετίες αργότερα, με την πολύτιμη βοήθεια της συζύγου του, θα κατάφερναν ν’ αποκτήσουν έναν ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας θησαυρό, μέρος του οποίου μπορεί πλέον ν’ απολαύσει το κυπριακό κοινό.
Ο συνταξιούχος πρέσβης Χαράλαμπος Χριστοφόρου, ένας από τους σημαντικούς συλλέκτες έργων τέχνης στη χώρα μας, διηγήθηκε στον «Φ» την ιστορία του και τις προσπάθειες που έκανε προκειμένου να επιστρέψει στην Κύπρο το καλό που του έκανε, αναλαμβάνοντας τις σπουδές του. Αυτή η προσπάθεια, οδήγησε στη δημιουργία ενός μοναδικού μουσείου Χριστιανικής Τέχνης στην Αραδίππου και στο σχεδιασμό μια μόνιμης έκθεσης έργων σπουδαίων Ελλήνων ζωγράφων, σε συνεργασία με το Δήμο Λάρνακας.
«Από παιδί ήμουν μέλος της ΟΧΕΝ και στη συνέχεια μπήκα στην ΕΟΚΑ. Σε ηλικία 17 χρόνων είχα συλληφθεί από τους Άγγλους και με πήραν στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς, όπου κρατήθηκα για ενάμιση χρόνο. Ύστερα με άφησαν και ήμουν καταζητούμενος μέχρι το τέλος του Αγώνα. Όταν τέλειωσε ο Αγώνας, φώναξε ο Μακάριος τους αγωνιστές και μας ρώτησε τι θέλουμε. Εγώ του είπα πως θέλω να σπουδάσω. Δούλευα στην Πρεσβεία της Κύπρου στην Αθήνα και πήγαινα το απόγευμα στην Πάντειο, για να πάρω το πτυχίο μου. Σπούδασα πολιτικές επιστήμες και στη συνέχεια διορίστηκα στη διπλωματική υπηρεσία.
Εν τω μεταξύ γνώρισα και τη σύζυγό μου, τη Μαρία, η οποία με βοήθησε σ’ όλα τα στάδια της πορείας μου, διπλωματικής και μη. Η ιστορία και η τέχνη μου άρεσαν από τον καιρό που ήμουν παιδί και ιδιαίτερα τα χριστιανικά θέματα. Τον πρώτο μου πίνακα τον αγόρασα στα 22 μου στην Αθήνα. Αγόρασα πρώτα κάποιους ελληνικούς πίνακες, που ήταν φθηνοί, επειδή δεν είχα την οικονομική δυνατότητα».
Ο Χαράλαμπος Χριστοφόρου υπηρέτησε ως Πρέσβης στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία. Αυτές οι χώρες καθόρισαν και τη συλλεκτική του πορεία, με τη μετάθεσή του στην Ουάσιγκτον το 1967, ν’ αποτελεί για τον ίδιο, όπως λέει, ένα φυτώριο γνώσης για την τέχνη.
«Τις ελεύθερες μου ώρες πηγαίναμε με τη σύζυγό μου σε παζάρια και σε δημοπρασίες και όταν το επέτρεπε η τσέπη μας, αγοράζαμε πίνακες. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασα πολλούς πίνακες. Αρχικά οι πίνακες είχαν σχέση με τη χριστιανική τέχνη, αλλά στην συνέχεια έπαιρνα απ’ όλους.
Στη συνέχεια μετατέθηκα στη Νέα Υόρκη ως Γενικός Πρόξενος και ήταν μεγάλη εμπειρία, επειδή έβρισκες παλιούς πίνακες. Όμως, για να τους συντηρήσεις ήθελες πάρα πολλά χρήματα. Έπαιρνες για παράδειγμα ένα πίνακα 300 δολάρια και ήθελες 3.000 για να τον συντηρήσεις. Τότε η σύζυγός μου έκανε μαθήματα για δύο χρόνια και έμαθε να συντηρεί έργα τέχνης. Έτσι έγινε πιο εύκολο ν’ αγοράζουμε. Ήταν μεγάλη χαρά, επειδή όταν συντηρούσε τα έργα τέχνης, ανακάλυπτες το όνομα του ζωγράφου και πολλά άλλα. Κάποτε πήρα ένα πίνακα πέντε δολάρια. Όταν τον καθάρισε η Μαρία, βρήκαμε όνομα και ήταν ενός σπουδαίου Αμερικανού ζωγράφου. Πήγα στον Sotheby’s και πωλήθηκε 4.000 δολάρια. Σπάνια όμως πωλούσα πίνακες».
Στην πορεία των χρόνων, στην κατοχή τους ήρθαν και πίνακες πολύ σπουδαίων ζωγράφων, που καθόρισαν με τα έργα τους την πορεία της ιστορίας της τέχνης. «Μπαίναμε στα μουσεία και μαθαίναμε και μετά εκπαιδεύτηκε το μάτι και θέλαμε να βρίσκουμε κάτι παρόμοιο. Δεν σημαίνει πως θα βρεις Ρέμπραντ ή Ραφαήλ. Κι όμως στο τέλος βρήκα και Ρέμπραντ και πολλούς άλλους. Περίμενα πάντα ευκαιρίες, επειδή δεν είχα την οικονομική δυνατότητα. Έναν πίνακα του Ρέμπραντ τον βρήκα σ’ ένα παλαιοπωλείο και επειδή είχα πολλά χαρακτικά, είπα θα τον αγοράσω. Βεβαίως, υπάρχει και ρίσκο να είναι ψεύτικο. Ήθελε συντήρηση και την κάναμε και αποδείχθηκε πως ήταν αυθεντικός».

Πρόσβαση μέσω της τέχνης σε διπλωμάτες και πολιτικούς
Η ενασχόλησή του με την τέχνη, τον έφερε κοντά με σημαντικούς διπλωμάτες και πολιτικούς που ήταν επίσης συλλέκτες. Έτσι κατάφερνε, όπως λέει, να προωθήσει, σε μια ταραγμένη περίοδο, ζητήματα που αφορούσαν την Κύπρο και την πολιτιστικής της κληρονομιά.
«Η τέχνη με έφερε κοντά με πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Ένας από αυτούς ήταν ένας πρέσβης της Αγγλίας, που ήταν συλλέκτης. Βρισκόμασταν και μιλούσαμε για τις συλλογές μας. Έτσι έβρισκα αφορμή και έθετα το θέμα καταστροφής της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στη Ρωσία, επίσης, λόγω της τέχνης, έγινα φίλος με τους πιο σημαντικούς πολιτικούς. Ο αρχηγός της KGB, για παράδειγμα, ήταν ζωγράφος και κάναμε παρέα. Επειδή ήμουν και συλλέκτης αντικών της Κύπρου, μου έδωσαν άδεια να τα μεταφέρω στο εξωτερικό για να τα προβάλλω. Τους έκανε όλους εντύπωση όταν τους έλεγα πως κάποιοι αμφορείς είναι 2.000 ή 3.000 χρόνων».
Όταν αφυπηρέτησε πριν από 22 χρόνια, ο κ. Χριστοφόρου είχε πλέον στη συλλογή του εκατοντάδες πίνακες. Τότε αποφάσισε πως αυτά τα έργα πρέπει να τεθούν στη διάθεση του κυπριακού κοινού.
«Έλεγα πάντα πως το κράτος με βοήθησε και πως πρέπει να προσφέρω κι εγώ κάτι πίσω στην Κύπρο. Το κράτος με σπούδασε κι έγινα πρέσβης. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω συλλέκτης. Αυτός είναι ο τρόπος μου να βοηθήσω, δεν έχω ούτε χρήματα, ούτε σπίτια για να δώσω. Όταν ήρθα στην Κύπρο, αποφάσισα πως αυτά τα έργα πρέπει να τα προσφέρω στο κυπριακό κοινό. Κτύπησα όλες τις πόρτες για πολλά χρόνια, αλλά κανένας δεν ήθελε να κάνει μουσείο. Είχε γίνει μόνο μια έκθεση με τα έργα χριστιανικής τέχνης το 2017 στην Πάφο, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα.
Συνέχισα να προσπαθώ και σε μια παρουσίαση του βιβλίου που ετοιμάσαμε για τα έργα χριστιανικής τέχνης στη Λάρνακα, με προσέγγισε ο δήμαρχος Αραδίππου, Ευάγγελος Ευαγγελίδης και μου είπε πως τον ενδιαφέρει να κάνει μουσείο. Έτσι το 2021 στήσαμε με τη γυναίκα μου το μουσείο Χριστιανικής Τέχνης-Συλλογή Χριστοφόρου, σε μια αναπαλαιωμένη παραδοσιακή οικία στην οδό Θερμοπυλών 11 στην Αραδίππου. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος και από τον δήμαρχο και από τον κόσμο.
Το κράτος, όμως, πρέπει να επενδύσει στον πολιτισμό. Εμένα επειδή ήταν το πάθος μου, πάντοτε πρόβαλλα τον πολιτισμό της Κύπρου και έπιανε τόπο. Είμαστε μια χώρα που δεν έχουμε μόνο θάλασσα, έχουμε και πολιτισμό».
Στο μουσείο Χριστιανικής Τέχνης, που είναι το μοναδικό στο είδος του στον ελληνικό χώρο, εκτίθενται περίπου 300 έργα που καλύπτουν πέντε αιώνες ιστορίας της χριστιανικής τέχνης, στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Ανάμεσά τους είναι και πίνακες σπουδαίων ζωγράφων όπως του Τζανμπαττίστα Τιέπολο και του Φιλίππο Αμπιάτι, χαρακτικά του Νταλί και του Ρέμπραντ καθώς και έργα σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών.
ΑΥΤΟΠΤΗΣ
Στην οικία Ματέι οι μεγαλύτεροι Έλληνες ζωγράφοι
Στον πρώτο όροφο της διατηρητέας οικίας Ματέι, που ανακαινίστηκε πρόσφατα και μετατράπηκε σε πολυχώρο δημιουργικότητας και πολιτισμού, θ’ αρχίσει να εκτίθεται από το φθινόπωρο, η Συλλογή Χριστοφόρου που αφορά σε έργα Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και του 20ου αιώνα. Πρόκειται για μια συλλογή στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, έργα του Γκίκα, του Γύζη, του Τσαρούχη και του Ακριθάκη που καλύπτουν 200 χρόνια ελληνικής τέχνης.
«Ο δήμαρχος μας ενθουσίασε με την προσέγγιση του και θα κάνουμε συνεργασία για να εκθέσουμε σ’ εκείνο τον πολύ όμορφο χώρο, έργα μεγάλων ζωγράφων της Ελλάδας» λέει ο κ. Χριστοφόρου, προσθέτοντας πως πρόκειται για 200 έργα, για τα οποία εκδόθηκε και μια συλλεκτική έκδοση σε 200 αντίτυπα, για τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης.