Ήταν περίπου 10 το πρωί την Τετάρτη, 9 Αυγούστου 2023, όταν η μεσήλικη γυναίκα βγήκε από το χαμηλό παράπηγμα δίπλα στον δρόμο Αμμοχώστου-Δερύνειας, λίγα μέτρα από το συρματόπλεγμα του κατοχικού στρατού που περιφράσσει και έπνιξε την πόλη της Αμμοχώστου.

Πριν μάς πλησιάσει και μάς μιλήσει, έσπευσε να σκεπάσει τα μαλλιά και το πρόσωπο της, εκτός από τα μάτια, τη μύτη και το στόμα της, με μια μαντήλα μακριά μέχρι τους ώμους της. Φορούσε το μουσουλμανικό σαλβάρι, μακρύ φαρδύ παραδοσιακό παντελόνι/βράκα, μέχρι τον αστράγαλο. Είναι η 58χρονη Χατιτζέ Ατάκ (Hatice Atak) και προφανώς η αφόρητη ζέστη της μέρας, ήταν γι’ αυτήν πολύ λιγότερο σημαντική, από την ηθική της παρόρμηση να παρουσιαστεί μπροστά στους τρεις άνδρες επισκέπτες της, καλυμμένη όπως απαιτεί η συντηρητική ισλαμική, πατριαρχική της ανατροφή.

Η Χατιτζέ Ατάκ είναι έποικος από το Μπαλίκεσιρ της δυτικής Τουρκίας, που ήρθε το 1998 στην Κύπρο μαζί με τον άντρα της Σερμπέτ Ατάκ και τα δυο τότε ανήλικα παιδιά τους, την 4χρονη κόρη τους και τον 9χρονο γιο τους, μετά που «προσκάλεσαν» την οικογένειά τους, άλλοι έποικοι συγγενείς τους που διαμένουν στην κατεχόμενη Βατυλή, όπως μας είπε, μια από τις χιλιάδες οικογένειες Τούρκων υπηκόων που μεταφέρθηκαν στα κατεχόμενα, στα σπίτια Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, στο πλαίσιο της εποικιστικής πολιτικής της Τουρκίας και του ψευδοκράτους στο νησί μετά το 1974. «Είχαμε μια μικρή βιοτεχνία στο Μπαλίκεσιρ, πρόσθεσε, αλλά χρεοκοπήσαμε και ήρθαμε στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή».

Το 2000 η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε αυτό το άθλιο παράπηγμα στην περιοχή της κατεχόμενης Κάτω Δερύνειας, που για πολλά χρόνια δεν διέθετε ούτε ηλεκτρισμό, ούτε πόσιμο νερό. Το υποστατικό πριν το 1974 δεν χρησιμοποιείτο βέβαια ως κατοικία, από τον Ελληνοκύπριο ιδιοκτήτη του. Βρίσκεται στο μέσο ενός ξεραμένου περιβολιού και… στέγαζε την ηλεκτρογεννήτρια του νερού(!). Είναι σήμερα, ένα από τα τελευταία κατοικημένα «σπίτια» στη γραμμή αντιπαράταξης και ένα από τα πρώτα που συναντά κανείς περνώντας το οδόφραγμα της Δερύνειας με κατεύθυνση την Αμμόχωστο. Η οικογένεια Ατάκ εξασφαλίζει τα προς το ζειν, πουλώντας στη λαϊκή αγορά στην Αμμόχωστο, βιολογικά λαχανικά που καλλιεργεί δίπλα στο υποστατικό.

Περιμένουν ακόμα την «υπηκοότητα»

Μαζί μου στο ρεπορτάζ ήταν δύο πολιτικοί ακτιβιστές παλιοί φίλοι μεταξύ τους και συνεργάτες στον αγώνα για ειρήνη και προσέγγιση των δύο κοινοτήτων, ο 74χρονος Τουρκοκύπριος αρχιτέκτονας Σερχάν Γκαζίογλου (Serhan Gazioglu) και ο 78χρονος πρώην καθηγητής Μηχανολογίας σε Τεχνικές Σχολές Πανίκος Νεοκλέους, συγγραφέας των εμβληματικών βιβλίων «Αγνοηθέντες 1974» και «Μνήμες». Ο Σερχάν Γκαζίογλου εξήγησε στη Χατιτζέ Ατάκ τη δημοσιογραφική φύση της εκεί παρουσίας μας, αλλά εκείνη είχε ήδη αναγνωρίσει και εμένα και τον Πανίκο Νεοκλέους από τις προηγούμενες συναντήσεις μας, που έγιναν πάντα μέσα στο λιοπύρι του Αυγούστου. Η τελευταία φορά ήταν τον Αύγουστο 2017 και η πρώτη τον Αύγουστο 2010 – και όλα αυτά τα χρόνια, τίποτα σχεδόν δεν έχει αλλάξει σε αυτό τον σκληρό χώρο, στο όριο μιας γυμνής, στρατιωτικοποιημένης ζώνης, στις παρυφές της απαγορευμένης, ακατοίκητης πόλης που περιφράχτηκε μέσα σε συρματοπλέγματα και αφέθηκε να καταρρεύσει. Μάς είπε ότι ο 61χρονος σήμερα σύζυγος της, βρισκόταν εκείνη την ώρα στη λαϊκή αγορά, αφού τα τελευταία 3-4 χρόνια αφυπηρέτησε από τη δουλειά του ως οδηγός στο λιμάνι Αμμοχώστου και αφιερώθηκε στην οικογενειακή αγροτική «επιχείρηση».

Η Χατιτζέ Ατάκ σκούπισε στα γρήγορα τη σκόνη στο πλαστικό τραπέζι της «αυλής», μας προσκάλεσε να καθίσουμε και μάς φίλεψε ακτινίδια από τον λαχανόκηπο της. Ανέφερε ότι τους βοηθά στη δουλειά η 28χρονη κόρη τους Μερβέ, που είναι ανύπαντρη και μένει μαζί τους, αλλά δεν κατάφερε ακόμα να βρει δουλειά, παρόλο που έκανε σπουδές γραφικών τεχνών και φυσιοθεραπείας στην Τουρκία και στην Κύπρο. Ρώτησα τη Χατιτζέ, τι νιώθει ξυπνώντας κάθε πρωί, μπροστά στα ερείπια της λεηλατημένης πόλης της Αμμοχώστου; Ανασήκωσε τους ώμους και είπε «τι να νιώθω… εμείς έχουμε τα δικά μας προβλήματα».

Τη ρώτησα ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της οικογένειας και τι ελπίζει για το μέλλον; «Ο καημός μας και το ντέρτι μας, είπε αναστενάζοντας, είναι ότι το «κράτος» δεν μας έδωσε ακόμα την «υπηκοότητα» κι αυτό δυσκολεύει τη ζωή μας που είναι ήδη δύσκολη, λόγω του ότι η οικονομική κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Οι πιο πολλοί Τούρκοι παίρνουν την «υπηκοότητα» αφού μείνουν εδώ στην Κύπρο για πέντε χρόνια, αλλά εμάς δεν μας την έδωσαν ακόμα, παρόλο που είμαστε εδώ 25 χρόνια. Όταν πάρουμε την «υπηκοότητα» θα ζούμε καλύτερα, θα πάρουμε σύνταξη από το «κράτος» και θα μπορούμε να επισκεφθούμε την Τουρκία όπου τα τελευταία 7 χρόνια ζει ο γιος μας και να επιστρέψουμε εδώ χωρίς πρόβλημα. Στο Μπαλίκεσιρ δεν έχουμε τίποτε, είχαμε σπίτι, αλλά το πήραν κάποιοι συγγενείς μας, κι έτσι δεν θέλουμε να πάμε πίσω, όπως σκεφτόμασταν τον τελευταίο καιρό».

Τη ρώτησα «αν είναι καλύτερα τα πράγματα», μετά που άνοιξε το οδόφραγμα της Δερύνειας τον Νοέμβρη 2018; Απάντησε ότι «για μας δεν άλλαξε τίποτα, εκτός από το ότι πηγαινοέρχονται πιο πολλά αυτοκίνητα στο δρόμο. Κάποιοι Ελληνοκύπριοι περνώντας, μας φωνάζουν να φύγουμε να πάμε από εκεί που ήρθαμε. Αυτό γινόταν και όταν άνοιξαν πιο παλιά τα άλλα οδοφράγματα. Έρχονταν εδώ πολλοί να δουν τα σπίτια τους και εγώ τους πρόσφερα λουλούδια, αλλά κάποιοι μας φώναζαν να φύγουμε να πάμε στην Τουρκία… Φοβάμαι τους Έλληνες, αλλά τους καταλαβαίνω, γιατί λόγω του πολέμου, έχασαν τα σπίτια τους. Μια μέρα μπήκα στο απέναντι ερειπωμένο ελληνοκυπριακό σπίτι, όπου βρήκα μια φωτογραφία του ιδιοκτήτη. Τη φύλαξα και τού την έδωσα, όταν αυτός ήρθε να δει το σπίτι του».

Με οδηγό, στο αυτοκίνητο, τον Πανίκο Νεοκλέους, φύγαμε από την περιοχή της Κάτω Δερύνειας και προχωρήσαμε προς το Κάτω Βαρώσι και τον Άγιο Λουκά με προορισμό την παλιά πόλη. Τρεις γενιές κουβαλητών Τούρκων εποίκων, στα σπίτια των Βαρωσιωτών προσφύγων, σε σπίτια που θεωρούν «δικά» τους, πια. Τους κουβάλησαν στην πόλη όταν ήταν μικρά παιδιά. Μεγάλωσαν κι έκαναν παιδιά και τα παιδιά τους έκαναν δικά τους παιδιά. Στις περιοχές αυτές διαμένουν και πολλοί Τουρκοκύπριοι από τη Λεμεσό, την Πάφο, τη Λάρνακα και από χωριά των τριών επαρχιών. Στη συνέχεια περπατήσαμε στα δρομάκια της εντός των τειχών Αμμοχώστου, ανάμεσα σε διάφορους – και αδιάφορους(!) – τουρίστες. Όπως συμβαίνει κάθε Αύγουστο που έρχομαι στην πόλη των παιδικών μου χρόνων, την αφόρητη ζέστη χειροτερεύει η συναισθηματική ένταση…

Ο Σερχάν Γκαζίογλου διαμένει με την οικογένειά του στον Τράχωνα της κατεχόμενης Λευκωσίας, αλλά γεννήθηκε εδώ, στην εντός των τειχών Αμμόχωστο, που κατοικείτο και πριν το 1974 από Τουρκοκύπριους. «Στην Αμμόχωστο έχω ξαδέλφια και φίλους», μας είπε. «Έχω βέβαια και πολλές τρυφερές, παιδικές αναμνήσεις, που αποτύπωσα μάλιστα σε έργα ζωγραφικής μου, που τα παρουσίασα σε έκθεσή μου, εδώ στην παλιά πόλη. Τότε στην παλιά Αμμόχωστο ζούσαν και πολλοί Έλληνες, πριν φύγουν το 1958 και θυμάμαι τις κουβέντες των Ελλήνων και των Αρμενίων, που για μένα ως μικρό παιδί τότε, δεν ήταν οι φωνές ξένων».

Ο Σερχάν έζησε στην Αμμόχωστο, μόνο μέχρι τα 7 του χρόνια, όταν ο πατέρας του, που επί αποικιοκρατίας ήταν λειτουργός του Τμήματος Γεωργίας, μετακίνησε την οικογένεια στη Λευκωσία. «Ο πατέρας μου, ποτέ δεν μου είπε ότι οι Έλληνες είναι εχθροί μας», παρατήρησε. «Ήταν από το Καλό Χωριό Λάρνακας, μικτό χωριό όπου οι Έλληνες μιλούσαν τουρκικά και οι Τούρκοι ελληνικά». Ο Σερχάν Γκαζίογλου είναι μέλος του μικρού αριστερού κόμματος «Νέα Κύπρος» με ηγέτη τον παλιό μετριοπαθή πολιτικό Αλπάι Ντουρτουράν. Σχολίασε ως εξής την τρέχουσα κατάσταση: «Αυτό που σήμερα απασχολεί έντονα την τουρκοκυπριακή κοινότητα στην καθημερινότητά της, είναι το οικονομικό πρόβλημα. Μπορεί τώρα να παίρνουν μεγαλύτερους μισθούς, αλλά οι τιμές είναι στα ύψη. Πάντως η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, θέλουν λύση ομοσπονδίας… η ιδέα του να ζήσουν μαζί με τους Ελληνοκύπριους όπως παλιά, είναι πλέον ξεπερασμένη για τους περισσότερους.

Όσο για τις νέες γενιές, το θέμα δεν τους ενδιαφέρει και δεν ασχολούνται… Προέκυψε μεγάλη απογοήτευση στην κοινότητα μας, μετά το αδιέξοδο του Kραν Μοντανά και τη στασιμότητα που ακολούθησε. Το ζήτημα του χρόνου είναι κρίσιμο και σε αυτό είχε ποντάρει ο Ντενκτάς. Η παλαιότερη γενιά Τουρκοκυπρίων, καλωσορίζουν επιστροφή των Ελληνοκυπρίων και άνοιγμα της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου, γιατί θυμούνται τις παλιές μέρες, που με όλα τα προβλήματά τους, ήταν καλύτερες από τις σημερινές. Εγώ πιστεύω στην ενιαία Κύπρο, όχι στη διζωνική-δικοινοτική. Θέλω ένα κράτος για το νησί μας, όπου οι Τουρκοκύπριοι να μην αντιμετωπίζονται ως μειονότητα, αλλά ως ίσοι, ως Κύπριοι… Εγώ δεν νιώθω Τούρκος, νιώθω Κύπριος και δεν πιστεύω ότι μοιάζουμε με τους Τούρκους εκ Τουρκίας, η οποία θεωρεί την Κύπρο, δική της τουρκική γη».

«Αν σμίξουμε, θα ξανασυγκρουστούμε»…

Γέννημα θρέμμα της παλιάς Αμμοχώστου είναι και ο 73χρονος Τουνζέλ Μουνίρ (Tunjel Munir – φώτο), που τον συναντήσαμε στο κατάστημα επιδιόρθωσης ηλεκτρικών ειδών που διατηρεί για 50 χρόνια, έξω ακριβώς από τα τείχη. Μιλώντας άπταιστα ελληνικά, μάς είπε ότι την τέχνη, του την έμαθε ο «μάστρος» του, ο Ανδρέας Κουρέας από τον Άγιο Σέργιο.

«Πέθανε πριν δύο μήνες και πήγα στην κηδεία του στη Λεμεσό» μας πληροφόρησε. «Είμαι στο μαγαζί από το 1972», πρόσθεσε. «Τώρα βέβαια, συνέχισε, πιάνω τη σύνταξη μου και ποσκολιούμαι… αλλά με τη δουλειά μου, σπούδασα τρία παιδιά. Έχω δύο κόρες 40 και 35 χρόνων που είναι καθηγήτριες και ένα γιο 30 χρόνων που είναι ηλεκτρονικός μηχανικός. Έχω και δύο εγγόνια. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα να μην έχουν προκαταλήψεις ή φανατισμό απέναντι στους Έλληνες.

Δεν πρέπει να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο. Εσύ για μένα τώρα που γνωριστήκαμε, είσαι όπως τον αδελφό μου. Το 1974 έφερε στην Κύπρο την αλλαγή που όλοι ζούμε… και είτε είναι καλή, είτε όχι, θα περάσουμε… Αν οι πολιτικοί – και οι δικοί σας και οι δικοί μας – βάλουν νου, ελπίζουμε ότι θα ζήσουμε και πάλι μαζί… αλλά αν είναι να γίνει πάλι πόλεμος, καλύτερα να μείνουμε έτσι, εσείς εκεί, εμείς εδώ και να συνεργαζόμαστε. Το θέλω, αλλά δεν πιστεύω ότι θα φτάσουν σε συμφωνία οι δύο πλευρές. Αν σμίξουμε, θα είναι πολύ εύκολο να ξεσπάσουν πάλι συγκρούσεις, από ασήμαντα περιστατικά, όπως π. χ. η παρενόχληση μιας κοπέλας από άτομο της άλλης κοινότητας».

Όλα τέλειωσαν με το «όχι»

Ζητήσαμε τις απόψεις δύο πολιτικών μηχανικών, το γραφείο των οποίων είναι στο ίδιο κτίριο όπου βρίσκεται το κατάστημα του Τουνζέλ Μουνίρ. Ο Οσμάν Πεκινελί (Osman Pekineli) 67 χρόνων με καταγωγή από τη Λάρνακα, τόνισε ότι «είναι υπέρ της λύσης για ένα διζωνικό κράτος και όχι για δύο κράτη στην Κύπρο». Ο επίσης 67 χρόνων συνάδελφος του Γιλμάζ Ερτογρούλ (Yilmaz Ertogrul) από τη Γιαλιά Πάφου, μας είπε χαρακτηριστικά ότι «το 2004 οι Τουρκοκύπριοι είπαν «ναι» στο Σχέδιο Ανάν για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και οι Ελληνοκύπριοι είπαν «όχι», οπότε τέλειωσαν όλα…».