Η Κομισιόν επιχειρεί με παρέμβασή της στον «Φ» να ξεκαθαρίσει τη θέση της για τον υπό προώθηση κανονισμό που ρυθμίζει την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης της Ευρώπης (European Media Freedom Act –EMFA), αλλά περιλαμβάνει πρόνοιες για παρακολουθήσεις δημοσιογράφων.

Αρμόδιος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επικοινώνησε χθες το πρωί επίσημα με την εφημερίδα μας, στον απόηχο των αποκαλύψεων του «Φ» και διεθνών δικτύων δημοσιογράφων, εξηγώντας ποιο ήταν το σκεπτικό του σώματος που υπηρετεί όταν κατέθετε την πρόταση κατά το 2022 για την επίμαχη πράξη που αφορά την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης.

Όπως μας ανέφερε τη στιγμή που εκκρεμούσε η κατάληξη της χθεσινής καθοριστικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κανονισμός αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των ΜΜΕ. Πρόσθεσε ότι οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να είναι υπεράνω του Νόμου, αλλά την ίδια στιγμή τονίζει ότι λήφθηκε υπόψιν πως οι λειτουργοί του Τύπου δεν πρέπει να «εκφοβίζονται από την απειλή καταχρηστικών μέτρων παρακολούθησης».

«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πρόταση της Επιτροπής περιόρισε τη χρήση τέτοιου είδους spyware (σ.σ. λογισμικό υποκλοπών) σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις» ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι συνεχίζονται οι συζητήσεις με τους συννομοθέτες για αυτόν τον σημαντικό φάκελο. Αυτή δεν είναι η τελική συμφωνία» ήταν το αρχικό του σχόλιο. Και πρόσθεσε: «Όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής, με την Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (πρόταση κανονισμού), προτείναμε ένα νέο σύνολο κανόνων για την προστασία του πλουραλισμού και της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ. Ο προτεινόμενος κανονισμός καλύπτει πολλούς τομείς, κυρίως: την προστασία της συντακτικής ανεξαρτησίας και των δημοσιογράφων, μεταξύ άλλων σε περίπτωση παρακολούθησης· εξασφάλιση ανεξάρτητων μέσων μαζικής ενημέρωσης, για παράδειγμα μέσω της εξασφάλισης σταθερής και επαρκούς χρηματοδότησης· εγγυήσεις για τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης· διασφάλιση ότι υπάρχει διαφάνεια στην κρατική διαφήμιση· ένα νέο δικαίωμα προσαρμογής της προσφοράς πολυμέσων των χρηστών σε συσκευές και διεπαφές, όπως συνδεδεμένες τηλεοράσεις· και βάσει του νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες, διασφαλίσεις για την προστασία του περιεχομένου μέσων στο διαδίκτυο».

Ακολούθως, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν αναφέρθηκε στα όσα πρότεινε το Σώμα που υπηρετεί για τη χρήση των λογισμικών υποκλοπών. Παραθέτουμε τα σημαντικότερα σημεία των δηλώσεών του:

> «Σε γενικές γραμμές, όσον αφορά τη χρήση spyware, έχουμε καταστήσει σαφή τη θέση μας σε πολλές περιπτώσεις, αλλά επιτρέψτε μου να θυμίσω: τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να προστατεύουν την εθνική τους ασφάλεια, αλλά πρέπει να επιβλέπουν και να ελέγχουν τις υπηρεσίες ασφαλείας τους για να διασφαλίσουν ότι σέβονται πλήρως το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων, η ασφάλεια των δημοσιογράφων και η ελευθερία της έκφρασης. Οποιεσδήποτε απόπειρες των εθνικών υπηρεσιών ασφαλείας για παράνομη πρόσβαση σε δεδομένα πολιτών, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, είναι απαράδεκτες».

> «Ο νόμος για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης αντιμετωπίζει το ζήτημα της παρακολούθησης δημοσιογράφων και της χρήσης spyware κατά των μέσων ενημέρωσης, των δημοσιογράφων και των οικογενειών τους. Είναι σημαντικό οι δημοσιογράφοι να μην εκφοβίζονται από την απειλή καταχρηστικών μέτρων παρακολούθησης που λαμβάνονται από τις δημόσιες Αρχές, τα οποία θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν το σημαντικό έργο τους για την ενημέρωση των πολιτών. Αλλά, οι δημοσιογράφοι δεν είναι υπεράνω του νόμου οι ίδιοι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πρόταση της Επιτροπής περιόρισε τη χρήση τέτοιου είδους spyware σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ιδίως σε περιπτώσεις ποινικών ερευνών για σοβαρά εγκλήματα. Η πρόταση κανονισμού εισήγαγε συγκεκριμένες και αυστηρές διασφαλίσεις για τις περιπτώσεις όπου αναπτύσσεται λογισμικό υποκλοπής spyware, δηλαδή: η ανάπτυξη αυτή υπόκειται σε αυστηρό δικαστικό έλεγχο αναγκαιότητας και αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και με το δίκαιο της Ένωσης, συγκεκριμένα η ανάπτυξη είναι δυνατή μόνο όταν ικανοποιούνται πραγματικά στόχοι γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζονται από την Ένωση ή η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων και μόνο όταν τα άλλα μέτρα κρίνονται ανεπαρκή ή αναποτελεσματικά».

> «Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θέλει να αναπτύξει λογισμικό υποκλοπής spyware για λόγους εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο ότι υπάρχουν τέτοιοι λόγοι και ότι τηρείται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Τα εθνικά δικαστήρια θα αποφασίσουν τελικά περί νόμιμης παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ή παράνομης κατασκοπείας».

> Επιπλέον, η πρόταση της Επιτροπής για το EMFA προσθέτει επίσης ένα άλλο επίπεδο ελέγχου απαιτώντας από τα κράτη μέλη να ορίσουν μια ανεξάρτητη Αρχή ή φορέα για τη διεκπεραίωση καταγγελιών σε αυτόν τον τομέα εντός τριών μηνών».

> «Το 2021, η Επιτροπή ενέκρινε επίσης σύσταση για την ασφάλεια των δημοσιογράφων, η οποία κάλυπτε θέματα σχετικά με την ασφάλεια στο διαδίκτυο και την ψηφιακή ενδυνάμωση, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παρακολούθησης».

«Δημιουργεί ασφάλεια δικαίου»

Η θέση που εκφράσαμε στον εκπρόσωπο της Κομισιόν ήταν ότι για πρώτη φορά σε κανονισμό υπάρχει ρητή πρόνοια για παρακολούθηση δημοσιογράφων.

Μας απάντησε ως ακολούθως: «Η  πρόταση κανονισμού εισάγει γενική απαγόρευση με πολύ αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες. Έχει στόχο να περιορίσει στο απόλυτα ελάχιστο τις παρακολουθήσεις και υποχρεώνει σε σαφή αιτιολόγηση που θα πρέπει να δεχθεί το εθνικό δικαστήριο. Κοινώς, ενοποιεί τα 27 διαφορετικά εθνικά πλαίσια. Δηλαδή, έχει στόχο να προστατεύσει και όσους δεν προστατεύονται σήμερα από το ίδιο επίπεδο προστασίας στο εθνικό τους πλαίσιο. Δίνει ένα ισχυρό ελεγκτικό όπλο στον εθνικό δικαστή για το ποιες πρόνοιες του Δικαίου πρέπει να λάβει υπόψιν. Δημιουργεί ουσιαστικά νέα υποχρέωση προστασίας στις εθνικές Αρχές και εκ της φύσεως του κανονισμού ως νομοθετικού εργαλείου δημιουργεί ασφάλεια δικαίου στο ευρωπαϊκό επίπεδο υπό την έννοια και του ελέγχου των πράξεων των εθνικών Αρχών στο ευρωπαϊκό επίπεδο». 

Μίλησαν για μεγάλη νίκη οι ευρωβουλευτές

Για μεγάλη επιτυχία στις διαπραγματεύσεις έκαναν λόγο οι εκπρόσωποι του Ευρωκοινοβουλίου χθες γύρω στις 17:00 και συγκεκριμένα λίγο μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης των τριών θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωβουλή, Συμβούλιο της ΕΕ και Κομισιόν) για να καταλήξουν σε συμφωνία για τον αμφιλεγόμενο κανονισμό, που προνοεί παρακολούθηση δημοσιογράφων υπό προϋποθέσεις.

Η Γερμανίδα ευρωβουλευτής Σαμπίν Βερχέγεν ανέφερε πως το αποτέλεσμα της τριμερούς διαπραγμάτευσης «είναι πραγματικά αποδεκτό», συμπληρώνοντας πως «πετύχαμε έναν καλό συμβιβασμό». Μίλησε για «Χριστουγεννιάτικο δώρο» και έδωσε τον λόγο στη συνάδελφό της από την Ρουμανία, Ραμόνα Στρουγκάριου.

Η τελευταία αναφέρθηκε σε «ιστορική νίκη» και πρόσθεσε πως υπάρχει «περιθώριο για βελτίωση», αν και πριν δεχθεί ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους αναφέρθηκε στη γαλλική πρόταση. «Απλώς να σας πω ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά σε εθνική ασφάλεια» είπε μιλώντας για το επίμαχο άρθρο του κανονισμού .

Πάντως, με τη δημοσιοποίηση και την ανάλυση του τελικού κειμένου αναμένεται να διαφανεί ακριβώς το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Μέχρι και πριν από τον χθεσινό τρίλογο παρέμεναν ανοιχτά κάποια ζητήματα. Το πιο καυτό αφορούσε την προσθήκη στο άρθρο 4 μετά από εισήγηση της Γαλλίας (Ιούνιος), προκειμένου να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι όταν υπηρεσίες πληροφοριών κρατών-μελών κρίνουν πως τίθενται θέματα εθνικής ασφαλείας. Η εν λόγω εισήγηση, όπως σχολιάζεται από το δημοσιογραφικό κόσμο, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά. Προφανώς, η απαλοιφή αυτής της πρόνοιας έκανε την Στρουγκάριου να μιλήσει για ιστορική νίκη. Το άλλο καυτό ζήτημα που αναμένεται να ξεκαθαριστεί έχει να κάνει με τις ασφαλιστικές δικλίδες για προστασία των τρίτων προσώπων σε περίπτωση υποκλοπής συνομιλιών δημοσιογράφων. Ανοικτό ήταν και το θέμα της ενημέρωσης των δημοσιογράφων από τις υπηρεσίες πληροφοριών μετά την παρακολούθησή τους.

Χθες ο Δημοκρατικός Συναγερμός με ανακοίνωσή του εξέφρασε έκπληξη και προβληματισμό για το άρθρο που προνοεί παρακολούθηση δημοσιογράφων. «Είναι αυτό αναγκαίο; Χρειάζονται ειδικές διατάξεις για παρακολούθηση ειδικά αυτού του επαγγέλματος;» διερωτάται. Εξάλλου, με νεότερη τοποθέτησή της η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας απευθύνεται προς όλους όσοι αποτελούν την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία στην Κύπρο και τους καλεί να τοποθετηθούν με σαφήνεια κατά του άρθρου 4.