Από την περασμένη Παρασκευή γίνεται λόγος για νίκη υπέρ της ελευθεροτυπίας σε σχέση με τον υπό συζήτηση κανονισμό για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (European Media Freedom Act – EMFA), ωστόσο, το ζήτημα δεν θεωρείται λήξαν.

Αρχές του ερχόμενου έτους η ευρωπαϊκή πράξη θα τεθεί υπό το μικροσκόπιο του ευρωκοινοβουλίου, το οποίο θα έχει και τον τελευταίο λόγο. Ο κανονισμός που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο παρακολούθησης λειτουργών του Τύπου (έστω υπό αυστηρές προϋποθέσεις) θα συζητηθεί στην Επιτροπή Πολιτισμού και Εκπαίδευσης, κατά πάσα πιθανότητα τον ερχόμενο Ιανουάριο, ενώ εκτιμάται πως τον Μάρτιο θα τεθεί για έγκριση στην ολομέλεια της Ευρωβουλής.

Θυμίζουμε ότι μετά από την ανάδειξη της καταχρηστικής πρόνοιας της Γαλλίας για παρακολούθηση δημοσιογράφων όταν κρίνεται πως τίθενται λόγοι εθνικού συμφέροντος, υπήρξε κατακραυγή διεθνώς. Όπως είχαν αποκαλύψει δίκτυα ευρωπαίων δημοσιογράφων («Investigate Europe», «Disclose» και «Follow The Money») και ο «Φιλελεύθερος» στις 12 Δεκεμβρίου, στη βάση πρακτικών συνεδριάσεων, την εν λόγω πρόταση υποστήριζαν επτά χώρες. Μεταξύ αυτών ήταν και η Κύπρος.

Ο κανονισμός και ιδιαίτερα η πρόταση της Γαλλίας συζητείτο από τα τρία θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή την Ευρωβουλή, το Συμβούλιο της ΕΕ (προεδρία Ισπανίας) και την Κομισιόν. Τελικά, την περασμένη Παρασκευή η Ευρωβουλή και το Συμβούλιο της ΕΕ, κατέληξαν σε συμφωνία. Μάλιστα, δυο ευρωβουλεύτριες που είχαν ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανίδα ευρωβουλευτής Σαμπίν Βερχέγεν και η συνάδελφός της από τη Ρουμανία, Ραμόνα Στρουγκάριου, έκαναν λόγο για μεγάλη νίκη υπέρ της ελευθεροτυπίας. Η τελευταία εξήγησε ότι υπήρξε αφαίρεση της πρόνοιας της Γαλλίας, η οποία θα επέτρεπε κατά το δοκούν υποκλοπή συνομιλιών λειτουργών του Τύπου από υπηρεσίες πληροφοριών κρατών-μελών.

Βέβαια, το θέμα που ακόμη συζητείται έχει να κάνει με την πρόνοια περί παρακολούθησης δημοσιογράφων. Έστω κι αν συμφωνήθηκε απαλοιφή της γαλλικής πρότασης («εθνικό συμφέρον»), αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζήτησης κατά πόσον πρέπει να υπάρχει αναφορά σε παρακολούθηση δημοσιογράφων (άρθρο 4), έστω και αν τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις.

Δεν είναι τυχαίο που Ελληνοκύπριοι ευρωβουλευτές είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους με ολόκληρο το άρθρο και όχι απλά με την υπό συζήτηση γαλλική πρόταση. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι πολιτικές ομάδες μέχρι τις αρχές του 2024 θα έχουν διαμορφώσει τις θέσεις τους και θα φανούν οι προθέσεις τους.

Σε ό,τι αφορά το κείμενο στο οποίο κατέληξε ο τρίλογος την περασμένη Παρασκευή, ομολογουμένως είναι βελτιωμένο. Πέραν από την αφαίρεση της επίμαχης πρόνοιας, στο εν λόγω νομοθέτημα ξεκαθαρίζεται πως οι όποιες παρακολουθήσεις δημοσιογράφων δεν θα γίνονται αυθαίρετα (αυστηρές προϋποθέσεις, δικλίδες ασφαλείας για προστασία πηγών, επιτήρηση υπηρεσιών που υλοποιούν τις παρακολουθήσεις, εκ των υστέρων ενημέρωση κ.α.). Όπως σημειώσαμε, ωστόσο, εκφράζονται  ανησυχίες, κατά πόσον οι παρακολουθήσεις θα χρησιμοποιούνται για να φιμωθεί ένας δημοσιογράφος.

Πάντως, αρκετοί αξιωματούχοι επιμένουν αν υποστηρίζουν πως το κείμενο όπως διαμορφώθηκε προστατεύει τους δημοσιογράφους. Η αντιπρόεδρος για θέματα Αξιών και Διαφάνειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , Βιέρα Γιούροβα, δήλωσε μεταξύ άλλων: «Τα τελευταία χρόνια έχουμε βιώσει διάφορες μορφές πίεσης στα μέσα ενημέρωσης. Είναι καιρός να αναλάβουμε δράση. Πρέπει να καθορίσουμε σαφείς αρχές: κανένας δημοσιογράφος δεν πρέπει να κατασκοπεύεται λόγω της εργασίας του· κανένα δημόσιο μέσο ενημέρωσης δεν θα πρέπει να μετατρέπεται σε προπαγανδιστικό εργαλείο ενημέρωσης. Σήμερα, για πρώτη φορά στα χρονικά, προτείνουμε: κοινές διασφαλίσεις για την προστασία της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ». Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και τα όσα δήλωσε στον «Φ» την περασμένη Παρασκευή εκπρόσωπος της Κομισιόν, ο οποίςο είπε πως η πρόταση αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ελευθεροτυπίας.

Εξάλλου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, σε συνέντευξή του στο Euronews τόνισε πως «σε καμία απολύτως περίπτωση η Κυπριακή Δημοκρατία δεν στηρίζει την παρακολούθηση δημοσιογράφων».