Μείωσε τις ιδιωτικές δαπάνες (δηλαδή τα χρήματα που οι πολίτες ξοδεύουν από την τσέπη τους) το Γενικό Σύστημα Υγείας. Αύξησε τις δημόσιες δαπάνες, χωρίς, ωστόσο, να οδηγήσει την Κύπρο στα επίπεδα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η κατά κεφαλή δαπάνη σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες υπηρεσιών υγείας, βρίσκεται, επίσης, κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στα οργανωτικά του προβλήματα, το ΓεΣΥ, σύμφωνα με την ΕΕ, παρουσιάζει λίστες αναμονής λόγω του μειωμένου αριθμού γιατρών σε κάποιες ιατρικές ειδικότητες, τα παραπεμπτικά που εκδίδονται από προσωπικούς προς ειδικούς γιατρούς, παρά τη μείωση που φαίνεται να επιτεύχθηκε, εξακολουθούν να παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ τα ποσοστά των απεικονιστικών διαγνώσεων εξακολουθούν να είναι πολύ ψηλά.

Αυτά και πολλά άλλα τα οποία αφορούν το Γενικό Σύστημα Υγείας, καταγράφονται στο «Προφίλ Υγείας 2023» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κύπρο.

Σε γενικές γραμμές το ΓεΣΥ λαμβάνει θετικό πρόσημο αφού φαίνεται ότι έχει σχεδόν εκμηδενίσει τις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας αλλά και τις διακρίσεις σε ότι αφορά την προσβασιμότητα σε υπηρεσίες υγείας η οποία πλέον δεν συνδέεται με την οικονομική κατάσταση των πολιτών.

Περαιτέρω και όπως διαπιστώνεται «οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές στην Κύπρο είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ».

«Στο πλαίσιο του προηγούμενου συστήματος, οι δημόσιες δαπάνες για όλα τα είδη υπηρεσιών υγείας ήταν πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο για το σύνολο της ΕΕ, ενώ πλέον είναι υψηλότερες για την εξωνοσοκομειακή ιατρική περίθαλψης, τα φαρμακευτικά προϊόντα και την ενδονοσοκομειακή περίθαλψη». Οι άμεσες ιδιωτικές δαπάνες, προ ΓεΣΥ βρίσκονταν στο 34%, ενώ μετά ΓεΣΥ έπεσαν κάτω από το 10%.

Στις άμεσες ιδιωτικές δαπάνες που εξακολουθούν να καταγράφονται, περιλαμβάνεται η οδοντιατρική περίθαλψη (αφορά το ένα τρίτο των ιδιωτικών δαπάνων) αφού «οι δημόσιες δαπάνες στην οδοντιατρική περίθαλψη είναι χαμηλές».

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή έκθεση, «το ΓεΣΥ μείωσε τον κατακερματισμό και συγκέντρωσε τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε έναν ενιαίο φορέα, δημιουργώντας ένα καινούριο και ανταγωνιστικό περιβάλλον για την υγεία. Οι υλικοί πόροι κατανέμονται σε νοσοκομεία και κέντρα ιατρικής περίθαλψης του δημόσιου τομέα και σε νοσοκομεία, κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, εργαστήρια και φαρμακεία του ιδιωτικού τομέα. Ο μηχανισμός της υποχρεωτικής παραπομπής στους ειδικούς γιατρούς μέσω του γενικού οικογενειακού γιατρού στην πρωτοβάθμιας περίθαλψη αποτελεί, επίσης, βασικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο έχει σχεδιαστεί το σύστημα».

Παρά τα αυξημένα ποσοστά δημόσιων δαπανών στην μετά- ΓεΣΥ εποχή, η Κύπρος, δεν έχει ακόμα καταφέρει να φθάσει τα επίπεδα των υπολοίπων χωρών της ΕΕ σε ό,τι αφορά την κατά κεφαλή δαπάνη για την υγεία: «Παρά τη σταθερή αύξηση κατά τα τελευταία χρόνια, η Κύπρος εξακολουθεί να δαπανά συνολικά λιγότερα για την υγεία από ότι άλλες χώρες της ΕΕ, τόσο ως τρέχουσες κατά κεφαλή δαπάνες όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι τρέχουσες δαπάνες για την υγεία στην Κύπρο ανέρχονταν το 2021 στο 9,4% του ΑΕΠ ή €2.686 κατά κεφαλήν σε σύγκριση με 11% του ΑΕΠ και €4.028 κατά κεφαλή κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ».

Διαπιστώνεται, επίσης, ότι το μερίδιο του δημοσίου στις δαπάνες υγείας αυξήθηκε σημαντικά με την εισαγωγή του ΓεΣΥ το 2019: Από 42% το 2018 σε 85,3% το 2021. «Δεδομένου ότι οι συνολικές κατά κεφαλή δαπάνες στην Κύπρο είναι συγκριτικά χαμηλές η σχετική δαπάνη ανά δραστηριότητα είναι επίσης χαμηλότερη (κατά κεφαλή) από τον μέσο όρο της ΕΕ σε όλους σχεδόν τους τομείς»: 

  • Στο σύνολο δαπανών, η Κύπρος σε ότι αφορά την κατά κεφαλή δαπάνη βρίσκεται στα €2.686 και η ΕΕ στα €4.028.
  • Στην ενοδονοσοκομειακή περίθαλψη η Κύπρος ξοδεύει κατά κεφαλή €1.255, ενώ η ΕΕ στα €1.092.
  • Στην εξωνοσοκομειακή περίθαλψη η Κύπρος ξοδεύει κατά κεφαλή €816 και η ΕΕ €1.133.
  • Σε φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα η Κύπρος ξοδεύει κατά κεφαλή €430 και η ΕΕ €699.
  • Στη μακροχρόνια φροντίδα υγείας στην Κύπρο ξοδεύονται €89 κατά κεφαλή, ενώ το ποσό αυτό στην υπόλοιπη ΕΕ είναι κατά μέσο όρο τα €697.
  • Στην πρόληψη η Κύπρος δαπανά €59 κατά κεφαλή, ενώ ο μέσος όρος κατά κεφαλή δαπάνης στην ΕΕ είναι τα €250.

«Άλλο ένα σημαντικό κενό στην οικονομική κάλυψη είναι οι δαπάνες για θεραπευτικές συσκευές, όπως βοηθητικά μέσα κινητικότητας, γυαλιά και βοηθήματα ακοής».

Κενά στις υπηρεσίες και οργανωτικά εμπόδια στο σύστημα

Στην έκθεση γίνεται αναφορά και τα διάφορα οργανωτικά εμπόδια τα οποία οφείλονται σε στρεβλώσεις και κενά του ΓεΣΥ.

«Ο τρέχων βασικός περιορισμός του συστήματος είναι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον τομέα της υγείας ειδικότερα όσον αφορά τους νοσηλευτές στα δημόσια νοσοκομεία. Επιπλέον, η περιορισμένη διαθεσιμότητα ορισμένων ιατρικών ειδικοτήτων οδηγεί σε λίστες αναμονής, τόσο για την παροχή ιατρικών συμβουλών όσο και για προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις. Μέχρι τον Ιούλιο του 2022 η έλλειψη διαθεσιμότητας προσωπικών γιατρών τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες αποτελούσε οργανωτικό εμπόδιο στην πρόσβαση, αλλά με τις τροποποιήσεις της σύμβασης με τον ΟΑΥ και την συμμετοχή των γιατρών στα εφημερεύοντα ιατρεία το ζήτημα αυτό έχει σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπιστεί». 

Σε ό,τι αφορά τα ΤΑΕΠ στην έκθεση αναφέρεται: «Η πρόσβαση στα ΤΑΕΠ βελτιώνεται. Επίσης. καθώς αυξάνονται οι ιδιωτικοί πάροχοι».

Για τους προσωπικούς γιατρούς, αναφέρεται ότι «το 2019 το ποσοστό των επισκέψεων πρωτοβάθμιας φροντίδας που οδήγησε σε παραπομπές σε ειδικούς γιατρούς ανήλθε σε 70% και παρ’ όλο που αυτό έχει πλέον μειωθεί εξακολουθεί να είναι ακόμα πιο ψηλά από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στόχος είναι να μειωθεί ακόμα περισσότερο μέσο ενός συνδυασμού κινήτρων και της επαγγελματικής κατάρτισης των προσωπικών γιατρών». 

Στη νοσοκομειακή περίθαλψη «η κύρια πρόκληση για την αποτελεσματικότητα είναι η υπερβολική χρήση δαπανηρής ιατρικής απεικονιστικής για διαγνώσεις. Οι κατευθυντήριες γραμμές και τα πρωτόκολλα για την ιατρική διάγνωση είναι ανεπαρκή και υπάρχει έλλειψη επαρκούς ελέγχου των συμβεβλημένων ιδιωτικών νοσοκομείων και της τιμολόγησης για τις υπηρεσίες. Οι νέοι τρόποι αποζημιώσεις των παρόχων ενσωματώνουν πλέον κριτήρια ποιότητας».

Τέλος και όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «παρ’ ότι η δέσμη παροχών θεωρείται σχεδόν πλήρης, για ορισμένες υπηρεσίες η έλλειψη διαθεσιμότητας παρόχων ή υποδομών οδηγεί σε περιορισμένη πρόσβαση φαλκιδεύοντας έτσι το δικαίωμα της πλήρους κάλυψης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, ανακουφιστικής φροντίδας και αποκατάστασης οι οποίες καλύπτονται μερικώς από το ΓεΣΥ καθώς και για τη φυσιοθεραπεία, λογοθεραπεία και την κατ’ οίκον περίθαλψη, ειδικότερα για ασθενείς με χρόνιες παθήσεις».

Ο ΟΑΥ «θέσπισε σχέδιο δράσης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ΓεΣΥ το οποίο επικεντρώθηκε στον έλεγχο της συμπεριφοράς των συμβεβλημένων παρόχων, στην ενίσχυση της ανάλυσης δεδομένων και των ελέγχων, στη δημιουργία νοοτροπίας ορθολογικής χρήσης του συστήματος από τους δικαιούχους και στην καλύτερη οργάνωση, στελέχωση και ανάπτυξη εντός του συστήματος».