«Η ανάλυση των στάσεων των δυο κοινοτήτων, αναδεικνύει την ανάγκη για μια πολυδιάστατη προσέγγιση στην επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, που να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές δυναμικές που επηρεάζουν τις διακοινοτικές σχέσεις. Μέσα από τη συνεργασία και τον ανοιχτό διάλογο, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια βιώσιμη λύση που θα εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευημερία για όλους τους Κυπρίους και όσον αφορά τον χρονισμό αυτής της προσπάθειας, τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι η ώρα είναι τώρα», είπε μεταξύ άλλων ο  Καθηγητής Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου Χάρης Ψάλτης.

Μιλούσε με θέμα «Η οπτική της Γενετικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο κυπριακό πρόβλημα», στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λευκωσία το Σάββατο 18 Μαϊου 2024 με συνδιοργανωτές το Ίδρυμα «Universitas», το Εργαστήριο Γενετικής Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις «Cyprus Academic Dialogue» και «Πολιτεία».

Αναφερόταν στα ευρήματα ερευνητικού προγράμματος του Εργαστηρίου Γενετικής Ψυχολογίας, που όπως είπε, προκύπτουν από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν την περίοδο από το 2006, όταν ο ίδιος άρχισε να εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μέχρι σήμερα, «σε συνεργασία με πολλούς συναδέλφους/ισσες κοινωνικούς ψυχολόγους από άλλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, διδακτορικούς φοιτητές και φοιτήτριες και μεταδιδακτορικούς ερευνητές που εργάστηκαν κατά καιρούς στο Εργαστήριο». Το συνέδριο της 18ης τρέχοντος με τίτλο «Μετά το 1974, συνέχεια και αλλαγή στην Κύπρο», ήταν ολοήμερο, χωρισμένο σε πέντε μεγάλες ενότητες που αφορούσαν το «Κράτος και Πολιτική», το «Κυπριακό Πρόβλημα», την «Πολιτική Κουλτούρα, Ιδεολογία και Ταυτότητα», την «Παιδεία-ΜΜΕ» και την «Ευρωπαϊκή Ένωση και Πολιτική». Στο συνέδριο έκαναν ενδελεχείς και σημαντικές παρεμβάσεις 20 ακαδημαϊκοί, ερευνητές, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς και ψυχολόγοι από την Κύπρο και το εξωτερικό, περιλαμβανομένων τριών Τουρκοκυπρίων (Yucel Vural, Sertac Sonan και Hakan Karahasan).

Πώς αντιλαμβάνονται το χθες και το σήμερα, Ε/κ και Τ/κ

«Η ανάγκη της αναστοχαστικής μελέτης του Κυπριακού ζητήματος από μια διεπιστημονική προοπτική, είναι ιδιαίτερα έντονη, 50 χρόνια μετά τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο», τόνισε στην τοποθέτησή του ο καθηγητής Χ. Ψάλτης και πρόσθεσε τα εξής:  «Η κατανόηση της σύνθετης πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής δυναμικής που επηρεάζει τη σύγκρουση και τις προσπάθειες για επίλυση, απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που συνδυάζει την κοινωνική και αναπτυξιακή ψυχολογία, την εκπαίδευση, την ιστορία, την πολιτική επιστήμη και άλλους τομείς

 Η Γενετική Κοινωνική Ψυχολογία προσφέρει ένα μοναδικό πλαίσιο για τη μελέτη των κοινωνιοψυχολογικών, αλλά και των αναπτυξιακών διαδικασιών που επηρεάζουν την ανάπτυξη των αναπαραστάσεων των ατόμων, ως μια κοινωνιοψυχολογική διαδικασία. Μέσα από την ανάλυση των κοινωνικών αναπαραστάσεων μέσα στο χρόνο, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονται το παρελθόν και πώς αυτές οι αντιλήψεις επηρεάζουν τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές τους στάσεις. Η διδασκαλία της Ιστορίας και στις δυο κοινότητες, πρέπει να απελευθερωθεί από τη μονόπλευρη αφήγηση της θυματοποίησης, γιατί αυτή είναι που τροφοδοτεί τη συνείδηση των θέσεων που υποσκάπτουν την επίλυση του Κυπριακού, λόγω αύξησης των διαφόρων μορφών απειλής που δημιουργούν στους πολίτες».

Μέσα στο λούκι της συλλογικής θυματοποίησης

«Η κοινωνική ψυχολογία, μας παρέχει μια επαρκή ερμηνεία της συλλογικής συμπεριφοράς των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ιδιαίτερα του αισθήματος συλλογικής θυματοποίησης» ανέφερε ο συγγραφέας-ερευνητής Χρυσόστομος Περικλέους, στη θέση που ανέπτυξε με τίτλο «Το σύνδρομο του θύματος – βιωματική, εθνοκεντρική και διαλεκτική προσέγγιση της Ιστορίας». Ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Το αίσθημα συλλογικής θυματοποίησης, το σύνδρομο πολιορκίας ως βαθύ αίσθημα απειλής, ήταν ψυχικές καταστάσεις που ως έφηβοι και ως νέοι, τις δεκαετίες του 1950 και 1960, βιώσαμε συλλογικά ως μέλη της ελληνικής κοινότητας, είτε από τον τρόπο που προσλαμβάναμε τα εν εξελίξει γεγονότα, είτε από τον τρόπο που η συλλογική μας μνήμη κατασκεύαζε ένα παρελθόν που προσιδίαζε σε αυτά που ζούσαμε.  Το μικρό διάλειμμα των πρώτων χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν ήταν αρκετό για να μας βγάλει από το λαγούμι του θύματος. Εξάλλου, η ξαφνική ανακάλυψη της τουρκικής κοινότητας ως διακριτής πολιτικής οντότητας που αμφισβητούσε την από μέρους μας ιδιοκτησία της Κύπρου, μιας Κύπρου που για μας ήταν πάντα ελληνική, μας υπενθύμιζε διαρκώς πως ήμασταν συλλογικά θύματα μιας ανυπόφορης αδικίας. Μας κατέτρυχε ένα αίσθημα μνησικακίας κατά των Τουρκοκυπρίων, για τα οφέλη που αποκόμισαν – άδικα στην αντίληψή μας και εις βάρος μας – από τον δικό μας αγώνα, τον οποίο οι ίδιοι πολέμησαν.

Την κρίση του 1963-64, την προσλαμβάναμε μονοσήμαντα ως αναζωπύρωση της τουρκικής απειλής, που την υπέθαλπαν και πάλι οι Αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές. Αυτή η πρόσληψη, δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά, ήταν μια συλλογική αντίληψη που εξέφραζε ολόκληρη την ελληνική κοινότητα. Και όταν ακόμα διαρρήχθηκε το ενιαίο μέτωπο της κοινότητας από το 1968 ως το 1974, με την παρείσφρηση του ελληνικού νεοφασισμού στην Κύπρο, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, η οποία συμπαρατασσόταν με τον Μακάριο, από την Αριστερά ως τη Δεξιά αδιακρίτως, συνεχίζαμε να προσλαμβάνουμε την τουρκική απειλή, ως να είχε πάλι τη στήριξη των Αγγλοαμερικάνων, όπως το 1964. Η τουρκική εισβολή το 1974, με τις τραγικές της συνέπειες, λειτούργησε στη συνείδησή μας ως η αποθέωση του άδικου, που μας τοποθετούσε στη θέση του απόλυτου θύματος. Εκεί που μια ομάδα θεωρεί ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον της, τότε έχουμε το σύνδρομο πολιορκίας (siege mentality). Σε τέτοια κατάσταση βρέθηκε η ελληνική κοινότητα, μετά την τουρκική εισβολή το 1974».

Απαντώντας σε ερώτηση στη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε, ο κ. Περικλέους ανέφερε ότι ο ίδιος ήταν  μέλος του ΑΚΕΛ από το 1962 μέχρι το 1968, οπότε όπως είπε, εγκατέλειψε το κόμμα μετά την εισβολή των στρατευμάτων της Σοβιετικής Ένωσης – και άλλων χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας – στη Τσεχοσλοβακία, τον Αύγουστο 1968.

Πρόσθεσε ότι το ΑΚΕΛ είχε υιοθετήσει τη σοβιετική πολιτική που παρουσίαζε τη στρατιωτική εισβολή ως… διεθνιστική αλληλεγγύη της Σοβιετικής Ένωσης… Ο κ. Περικλέους είπε ότι «σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η τουρκική απειλή συνδεόταν τότε με την «ιμπεριαλιστική συνωμοσία» κι αυτό ερχόταν γάντι στην πολιτική του ΑΚΕΛ, που ακολουθώντας την ευρύτερη πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης σε διεθνές επίπεδο, όφειλε να εργάζεται ενάντια στους ιμπεριαλιστές – και το κυπριακό προσφερόταν γι’ αυτό το είδος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης…». Κατέληξε λέγοντας ότι «τελικά, για ν’ αλλάξει η από μέρους των πολιτών προσέγγιση της πολιτικής πραγματικότητας, πρέπει πρώτα να αλλάξει η προσέγγιση της ιστορίας, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Χάρη Ψάλτη, οι Έλληνες είναι ο «ηθικός εαυτός» που αγωνίζεται για το δίκαιο και οι Τούρκοι ο προαιώνιος εχθρός που εκπροσωπεί το άδικο. Το ανάλογο ισχύει αντίστοιχα και για τους Τουρκοκυπρίους. Καιρός να βγούμε απ’ αυτό το λούκι».

Ο «άλλος Κύπριος» στη μνήμη και στην ποίηση…

«Ο άλλος Κύπριος στη μνήμη και στην ποίηση του νησιού», ήταν ο τίτλος της τοποθέτησης του Ομότιμου Καθηγητή Γαλλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Γιάννη Η. Ιωάννου. Όπως ανέφερε, «ο πολιτικός λόγος στην Κύπρο, στο επίπεδο των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων, όταν δεν είναι καταγγελτικός, συνήθως περιχαρακώνεται στα στενά βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της κάθε κοινότητας με συγκρουσιακή, διχαστική ή ακόμη και πολεμική στάση και τάση. Παράλληλα συναντάμε έναν ποιητικό λόγο θεμελιωμένο πάνω σε στερεότυπα που εξέθρεψαν γενεές και στις δύο κοινότητες. Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Κύπριοι ποιητές, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, υιοθετούν έναν αντίθετο ποιητικό λόγο. Παρά τις εντάσεις, τις συγκρούσεις, τις αδικίες και από τις δύο πλευρές, πολλοί από αυτούς υπερβαίνουν τις χωριστικές ή τις εθνικιστικές προσεγγίσεις, για να μιλήσουν για έναν κοινό κυπριακό χώρο. Μιλούν για τον πόνο, για την πίκρα, για τον θάνατο πέρα από τις εθνικές καταγωγές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, γεγονός που επιτρέπει στην ποίηση του νησιού να διεκδικήσει έναν μεσογειακό, αν όχι οικουμενικό ανθρωπισμό».

Ο καθηγητής Ιωάννου μίλησε για «πολιτικές μνήμης που ασκούν οι δύο κοινότητες σε επίσημο επίπεδο, που τις χαρακτηρίζει η υποκειμενικότητα» και πρόσθεσε ότι «το περιεχόμενο των συνθημάτων των δύο κοινοτήτων παραμένει επιλεκτικό, προπαγανδιστικό και τμηματικό, αποτυγχάνοντας παταγωδώς να καλύψει ολόκληρη την αλήθεια. Αποτυγχάνει οικτρά να διδάξει στα παιδιά της κάθε κοινότητας το μάθημα της Ιστορίας, με αποτέλεσμα η μισή σχεδόν ύλη, να αποτελεί μισές αλήθειες, ή ακόμη και ψεύδη. Ενώ λοιπόν ο επίσημος πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται από αυτή την παιδαριώδη αν όχι ανόητη ανικανότητα, αντίθετα, η λογοτεχνία συχνά κατορθώνει να αρθεί πέρα από τέτοιου είδους περιορισμούς, ακυρώνοντας τους επίσημους πολιτικούς λόγους και στις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος. Στην ελληνόφωνη κυπριακή λογοτεχνία, η παρουσία, ο διάλογος και η επικοινωνία με τους Τουρκοκύπριους, πλαισιώνεται συνήθως με αισθήματα αδελφοσύνης, φιλίας και ειρηνικής συνύπαρξης. Αντίστοιχα συναισθήματα κυριαρχούν και στην ποίηση πολλών Τουρκοκυπρίων ποιητών».

Παντελής Μηχανικός, Κώστας Μόντης, Μεχμέτ Γιασίν

Ο καθηγητής Γιάννης Ιωάννου, υπενθύμισε ότι «ήδη από τις πρώτες διακοινοτικές ταραχές, ο Παντελής Μηχανικός (1964) γράφει, σε συνθήκες ακραίου εθνικιστικού φανατισμού, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα με τίτλο «Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι». Παραθέτω ένα απόσπασμα: «…σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει τον κύριο και την ψυχή του ανθρώπου, σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου, σ’ αυτό τον κάμπο κείτεται σκοτωμένο ένα Τουρκάκι. Ένα συσπασμένο πρόσωπο κομμένο πάνω στον πόνο, ανάγλυφη ανήλικη μάσκα κομμένη στην αιωνιότητα, για να ρωτά αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός…». Το γεγονός ότι ο Μηχανικός από το 1964 εμπνέεται από τη δολοφονία ενός παιδιού τουρκικής καταγωγής, καταδεικνύει την υπέρβαση του εθνικισμού και του κοινοτικού υποκειμενισμού, ενώ θεωρεί τον κυπριακό χώρο, ως ένα ενιαίο χώρο που ανήκει αδιάκριτα σε όλους τους κατοίκους του.

Μια όμορφη εικόνα αποτυπώνει με τη σειρά του, ο Κώστας Μόντης, γεμάτη τρυφερότητα, στο ποίημα του «Ένα τουρκάκι στο Κιόνελι το 1966». «Μ’ ενδιαφέρει αυτό το χαμόγελο του μικρού παιδιού που τ’ αγνοήσαμε και μας ανέμισε ένα χεράκι χελιδόνι, που τ’ αντιπαρήλθαμε και μας ανέμισε ένα χεράκι γιασεμί». Με την ευκαιρία αυτή, παραθέτω απόσπασμα από ένα ποίημα του Μεχμέτ Γιασίν, με τίτλο «Ένα ποίημα των ημερών που δεν μας ανήκαν», ο οποίος δεν αποδέχεται ότι οι Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, τα οποία οικειοποιήθηκαν Τουρκοκύπριοι: «Άραγε ήτανε Στέλλα τ’ όνομα σου, θεία που ζούσες πριν από μας σ’ αυτό το σπίτι; Να ‘χες παιδιά; Κι ετούτη τη φωτογραφία στον τοίχο, μήπως την έβγαλες στον γάμο σου αγαπημένη θεία; Άραγε ήτανε Στέλλα τ’ όνομα σου; Εσένα που τα χέρια σου άπλωναν τ’ ασπρόρουχα πριν από μας σε τούτο το μπαλκόνι; Είναι δικά σου τα δακτυλικά αποτυπώματα επάνω στα μωσαϊκά κι αυτή η φωνή που ακόμα αντηχεί μέσα στις κάμαρες θεία, αγαπημένη θεία…». Η συνείδηση του ποιητή, δεν αποδέχεται την έξωση των ιδιοκτητών, έστω κι αν επωφελείται ο ίδιος από αυτήν. Προχωρεί μέχρι το σημείο να ακούει την φωνή της Ελληνοκύπριας ιδιοκτήτριας, της οποίας η μορφή στοιχειώνει το σπίτι. Η στοργή και η τρυφερότητα που αναδύονται μέσα από τους στίχους που αναφέρονται στην ιδιοκτήτρια, είναι πράγματι συγκινητική»…