Χάνονται μεγάλες ποσότητες ανακυκλωμένου νερού, αφού πέραν των 4,7 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων (εκατ.κ.μ.) καταλήγουν στη θάλασσα.
Το νερό που ανακυκλώνεται κυρίως στους σταθμούς επεξεργασίας λυμάτων της Βαθιάς Γωνιάς και της Λάρνακας, σε αρκετές περιπτώσεις περιέχει σχεδόν διπλάσια ποσότητα αλάτων από όσα καθορίζονται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τις καλλιέργειες.
Το πρόβλημα της «ηλεκτρικής αγωγιμότητας», όπως είναι γνωστό, υπάρχει σε μικρότερο βαθμό και στους σταθμούς επεξεργασίας Λεμεσού-Αμαθούντας, της Ανθούπολης, της Αγίας Νάπας και του Παραλιμνίου.
Εξάλλου, κάθε χρόνο μένουν ατιμολόγητα εκατομμύρια κυβικά μέτρα ανακυκλωμένου νερού.
Σημειώνεται, ότι πέραν των μεγάλων επενδύσεων που έγιναν για κατασκευή των σταθμών επεξεργασίας λυμάτων, ψηλό είναι και το κόστος «εξαγνισμού» του νερού το οποίο κυμαίνεται στα 80 σεντ ανά κυβικό μέτρο νερού.
Σημειώνεται επίσης, πως ο σταθμός επεξεργασίας λυμάτων της Λευκωσίας (σταθμοί Ανθούπολης και Βαθιάς Γωνιάς, έχει δυναμικότητα 13,2 εκατ.κ.μ. ετησίως και η επαρχία Λάρνακας 6,5 εκατ.κ.μ..
Στη Λεμεσό και στη Λάρνακα το 2020 πέταξαν στη θάλασσα 4,7 εκατ.κ.μ. από το νερό που παρήχθη. Σημειώνεται πως τη μεγαλύτερη δυναμικότητα σε παραγωγή ανακυκλωμένου νερού έχει η επαρχία Λεμεσού, με δεδομένο ότι οι σταθμοί Αμαθούντας και Δυτικής Λεμεσού παράγουν 19,3 εκατ.κ.μ. ετησίως.
Με βάση στοιχεία του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων (όπως αυτά καταγράφονται και σε έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας) το 2023, από τους βιολογικούς σταθμούς των Αστικών Αποχετευτικών Συμβουλίων, παρήχθησαν 28,2 εκατ.κ.μ. νερού.
Από αυτά διατέθηκαν για άρδευση και τιμολογήθηκε ποσότητα 13,6 εκατ.κ.μ. νερού. Δηλαδή, αξιοποιήθηκε το 48,22% του παραγόμενου ανακυκλωμένου νερού. Με άλλα λόγια ποσότητα 14,6 εκατ.κ.μ. ανακυκλωμένου νερού δεν αξιοποιήθηκε για σκοπούς άρδευσης.
Αν θεωρηθεί ότι η επεξεργασία κάθε κυβικού κοστίζει τουλάχιστον 80 σεντ, τότε δεν αξιοποιήθηκε νερό αξίας €11.600.000.
Η χρονιά με τις μεγαλύτερες ποσότητες μη διαθέσιμου νερού (16.277.549) ήταν το 2020. Δηλαδή, η ποσότητα αυτή είναι περισσότερη από τη χωρητικότητα του υδατοφράχτη Διποτάμου που ανέρχεται σε 15.500.000.
Αν θεωρηθεί πως το κόστος επεξεργασίας του νερού κυμαίνεται στα 80 σεντ ανά κυβικό, το νερό που δεν διατέθηκε ήταν αξίας €13 εκατ.
Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το νερό που δεν διατίθεται για σκοπούς άρδευσης εμπλουτίζει τα υδροφόρα στρώματα, πρέπει να ληφθεί υπόψιν πως η άντληση του στην πορεία συνεπάγεται επιπλέον κόστος.
Όσον αφορά την απόρριψη ανακυκλωμένου νερού στη θάλασσα, από τα στοιχεία φαίνεται πως το 2020 οι απώλειες ανήλθαν σε 4,7 εκατ.κ.μ. που μεταφράζονται σε ποσοστό 35,2% της συνολικής παραγωγής των σταθμών επεξεργασίας λυμάτων Λάρνακας και Λεμεσού, ενώ το 2023 το ποσοστό της απόρριψης του νερού στη θάλασσα μειώθηκε στο 10%.
Το νερό το οποίο «εξαγνίζεται» στους σταθμούς αστικών λυμάτων, παραλαμβάνεται και τυγχάνει του ανάλογου χειρισμού, από το ΤΑΥ, το οποίο καταβάλλει στα Συμβούλια Αποχετεύσεως το κόστος που αναλογεί για την τριτοβάθμια επεξεργασία των λυμάτων και στη συνέχεια το αποθηκεύει και το διαθέτει για άρδευση.
Όπως αναφέρεται σχετικά από τους αρμοδίους, τους χειμερινούς μήνες, μπορεί να παρατηρηθεί πλεόνασμα νερού το οποίο δεν μπορεί να αποθηκευτεί, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται.
Το ΤΑΥ εξασφαλίζει, για τον σκοπό αυτό, σχετική άδεια απόρριψης για κάθε εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων, στην οποία αναγράφονται οι παράμετροι που αφορούν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του νερού και στη συχνότητα παρακολούθησής τους.
Ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκεται το κάθε εργοστάσιο, οι παράμετροι που απαιτούνται για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μπορεί να διαφέρουν, π.χ. σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, οι απαιτήσεις για την ποιότητα του νερού που απορρίπτεται είναι πιο αυστηρές.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, το ΤΑΥ προβαίνει σε έλεγχο της ποιότητας του νερού, με αναλύσεις που διεξάγει μέσω ιδιωτικών χημείων.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι σταθμοί παρουσιάζουν αποκλίσεις από τις καθορισμένες τιμές των παραμέτρων που εξετάζονται, με αυτόν της Λάρνακας και της Βαθιάς Γωνιάς να συγκεντρώνουν τις περισσότερες αποκλίσεις.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στον σταθμό επεξεργασίας Βαθιάς Γωνιάς, την περίοδο 2020 – 2022, συνολικά εντοπίστηκαν 110 αποκλίσεις σε διάφορες παραμέτρους, με την πλειοψηφία να συγκεντρώνεται στον δείκτη αγωγιμότητας, ο οποίος σχεδόν παρουσίαζε τιμές διπλάσιες από τα επιτρεπόμενα όρια.
Όπως αναφέρεται σχετικά, ενώ σύμφωνα με την άδεια απόρριψης του σταθμού, τα ανώτατα όρια ηλεκτρικής αγωγιμότητας καθορίζονται στα 2.500 μS/cm, η μέση ετήσια τιμή στη βάση 12 δειγματοληψιών που διενεργήθηκαν το 2022, ανήλθε σε 4.128 μS/cm (σχεδόν διπλάσια).
Κατά αντίστοιχο τρόπο, όσον αφορά στον σταθμό επεξεργασίας της Λάρνακας, την περίοδο 2020 – 2022, συνολικά εντοπίστηκαν 109 αποκλίσεις σε διάφορες παραμέτρους με πιο σημαντικό τον δείκτη αγωγιμότητας, ο οποίος παρουσίαζε ψηλότερες τιμές από τα επιτρεπόμενα όρια.
Αναφέρεται επίσης, πως στη βάση 22 δειγματοληψιών που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 2022, η μέση ετήσια τιμή (όπως υπολογίστηκε στα 22 δείγματα), ανήλθε σε 3.563 μS/cm, ενώ σύμφωνα με την άδεια απόρριψης του σταθμού, τα ανώτατα όρια ηλεκτρικής αγωγιμότητας καθορίζονται στα 2,500 μS/cm.
Σημειώνεται, πως στην Έκθεση του Γενικού Ελεγκτή καταγράφονταν και οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
> Δεν είναι συνδεδεμένες όλες οι κοινότητες με σταθμούς επεξεργασίας λυμάτων, ενώ ούτε όλα τα νοικοκυριά είναι συνδεδεμένα με το αποχετευτικό σύστημα.
> Στην ύδρευση η ανάκτηση κόστους είναι πολύ χαμηλή ενώ κατά την περίοδο 2019-2023 καταγράφηκε αύξηση στη ζήτηση νερού σε ποσοστό 14,8% (+3,5%/έτος).
> Δεν υπάρχει ενιαία τιμολογιακή πολιτική στη διάθεση του νερού.
> Οι καλλιέργειες δεν προσαρμόζονται σε λιγότερο υδροβόρες ενώ καταγράφονται σημαντικές απώλειες νερού λόγω εξασθενημένου δικτύου.
> Παρατηρήθηκε υφαλμύριση του νερού σε επτά από τα 22 συστήματα υπογείων υδάτων λόγω θαλάσσιας διείσδυσης.