Η ελεύθερη πτώση στην αξία της τουρκικής λίρας έχει αναμφίβολα μειώσει την αγοραστική δύναμη των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να αποκτήσουν εύκολα προϊόντα που εισάγονται από αγορές εκτός της Τουρκίας. Ο «Φ» επιχείρησε να διερευνήσει τις σχετικά μακρόπνοες επιπτώσεις για τον κατεχόμενο βορρά από την τρέχουσα κρίση. Διαπιστώσαμε ότι οι Τουρκοκύπριοι εμπειρογνώμονες -κι όχι μόνο- πιστεύουν ότι τα προβλήματα από την υποτίμηση της λίρας θα είναι προσωρινά και δεν θα επηρεάσουν τον τραπεζικό τους τομέα. Θεωρούν επίσης ότι δεν θα δεχθούν πλήγμα οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας τους, εφόσον γίνουν διορθωτικές κινήσεις και υπάρξει περαιτέρω ενίσχυση από την Τουρκία. Οι συνομιλητές μας εκτιμούν επίσης ότι η τρέχουσα κρίση δεν θα φέρει τους Τουρκοκύπριους πιο κοντά στους Ελληνοκύπριους, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι αυτή τη φορά η οικονομική δυσπραγία δεν είναι αρκετή για να ξεπεράσει την καχυποψία.
Η κατάσταση
Ο οικονομολόγος Βαργκίν Βαρέρ τονίζει ότι η μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας επηρεάζει τα κατεχόμενα διότι η οικονομία τους είναι προσανατολισμένη στις εισαγωγές. «Εισάγουμε τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα, υλικά οικοδομών, τις πρώτες ύλες για τις βιοτεχνίες και μικρές βιομηχανίες που διαθέτουμε. Εισάγουμε σχεδόν τα πάντα σε ξένο συνάλλαγμα. Επομένως, κάθε υποτίμηση της τουρκικής λίρας επηρεάζει τις τιμές». Η άνοδος του πληθωρισμού, ως αποτέλεσμα της πτώσης του τουρκικού νομίσματος, επιτείνει επίσης τα προβλήματα. Το 2016, όταν άρχισε σταδιακά η λίρα να εμφανίζει αδυναμίες έναντι των ξένων νομισμάτων, ο πληθωρισμός στα κατεχόμενα ανέβηκε στο 10%. Πέρσι εκτοξεύθηκε στο 15% και φέτος αναμένεται να ανέβει κι άλλο, τονίζει ο Βαργκίν Βαρέρ. «Ως αποτέλεσμα, τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνονται, το ίδιο και η αγοραστική δύναμή τους. Το γεγονός επηρεάζει την οικονομία, αλλά μετριάζεται κάπως λόγω της εφαρμογής της ΑΤΑ η οποία ισχύει για τους “δημόσιους” υπαλλήλους και εξισορροπεί σε ένα βαθμό τις επιπτώσεις του πληθωρισμού».
Ο Γενάλ Σουρέτς, οικονομολόγος στο «πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου», βάζει στην εξίσωση και μια άλλη πτυχή της τουρκοκυπριακής οικονομίας. «Πολλοί Τουρκοκύπριοι έχουν οικιστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα (σ.σ. κυρίως στερλίνες). Ο λόγος που πολίτες ή και επιχειρήσεις επιλέγουν να δανειστούν σε ξένο νόμισμα οφείλεται στη διαφορά των επιτοκίων. Τα επιτόκια για τα δάνεια σε τουρκική λίρα, συνήθως, είναι διπλάσια από τα επιτόκια για δάνεια σε ξένο νόμισμα. Για παράδειγμα, πολλοί δανειολήπτες προτιμούν να κάνουν δάνειο για κατοικία σε βρετανικές στερλίνες και αντί να απευθυνθούν σε τράπεζες, δανείζονται από την εταιρεία που τους πωλεί το ακίνητο», αναφέρει ο κ. Σουρέτς.
Προσωρινή η κρίση
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι δείχνουν, όπως μας αναφέρουν οι συνομιλητές μας, ότι η τρέχουσα δύσκολη περίοδος με την υποτιμημένη τουρκική λίρα είναι προσωρινή. «Δεν το βλέπουν ακόμα ως σοβαρή ύφεση. Από τους δείκτες μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η κατανάλωση μειώνεται, όπως και οι εισαγωγές προϊόντων.
Ο κατασκευαστικός τομέας, όμως, εξακολουθεί να κινείται, ενώ χρήμα εισρέει στην οικονομία από τον τουρισμό και τα “πανεπιστήμια”. Σημειώνω, όμως, ότι η ζήτηση στον τουρισμό και στα “πανεπιστήμια” έρχεται από την τουρκική αγορά. Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται να μειωθεί ο τουρισμός και οι φοιτητές από την Τουρκία, καθώς και εκεί ο κόσμος δεν έχει την ίδια αγοραστική δύναμη όπως παλαιότερα. Και αυτό μπορεί να επηρεάσει την οικονομία τους ερχόμενους μήνες», αναφέρει ο οικονομολόγος στο «πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου», Γενάλ Σουρέτς.
Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά και μια νότα πιο αισιόδοξος είναι ο οικονομολόγος Βαργκίν Βαρέρ. «Η οικονομία μας στηρίζεται στην εσωτερική κατανάλωση, τον τουρισμό και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι περισσότεροι τουρίστες και φοιτητές έρχονται από την Τουρκία. Από τη στιγμή που αυτό δεν θα αλλάξει, δεν αναμένω απότομη οικονομική επιβράδυνση (σ.σ. στον κατεχόμενο βορρά)».
Αντέχουν οι τράπεζες
Η διευθύντρια της εταιρείας ερευνών Sapienta Economics, Φιόνα Μάλεν, σε συνομιλία της με τον «Φ» εκτιμά πως οι τράπεζες στον κατεχόμενο βορρά δεν είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε συναλλαγματικές διακυμάνσεις. «Τα δάνεια σε ξένο νόμισμα κυμαίνονταν στο 44% του συνόλου των δανείων τον Δεκέμβριο 2017. Οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα, όμως, ήταν υψηλότερα, στο 54,5%. Αυτό σημαίνει πως οι τράπεζες δεν θα αντιμετωπίσουν άμεση κρίση ρευστότητας αν συνεχιστεί η πτώση της τουρκικής λίρας», ανέφερε η κ. Μάλεν.
Ο οικονομολόγος Γιενάλ Σουρέτς βλέπει θετικά το γεγονός ότι τα δάνεια στις περισσότερες τράπεζες είναι σε τουρκικές λίρες. «Οπότε οι τράπεζες καταβάλλουν σχετικά χαμηλό τόκο για τις καταθέσεις σε συνάλλαγμα, αλλά λαμβάνουν πολύ υψηλότερο τόκο από τα δάνεια σε τουρκικές λίρες. Συνεπώς δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα με την υποτίμηση της λίρας. Φυσικά, η σημερινή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά δεν προβλέπω πως αυτό θα θέσει σε κίνδυνο το τραπεζικό σύστημα», τόνισε ο κ. Σουρέτς.
Η κ. Μάλεν δεν βλέπει να υπάρχει τάση αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες των κατεχομένων. «Αν είχαν σοβαρό πρόβλημα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τότε η υποτίμηση της λίρας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κεφαλαιουχική κρίση. Δεν έχουν όμως μεγάλο πρόβλημα, όπως οι τράπεζες στις ελεύθερες περιοχές. Το ποσοστό των ΜΕΔ είναι μόλις 7% του συνόλου, ενώ στις ελεύθερες περιοχές ανέρχεται στο 44%», μας είπε η Φιόνα Μάλεν και πρόσθεσε: «Η Τουρκία και κατά συνέπεια οι Τουρκοκύπριοι αντιμετώπισαν τεράστια τραπεζική κρίση το 2001. Επομένως, μπόρεσαν να νοικοκυρέψουν τον τομέα πριν από τους Ελληνοκύπριους. Διερωτώμαι γιατί δεν προχώρησαν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση του τραπεζικού τομέα μέσω του ΔΝΤ, καθώς μια διαδικασία αυτού του είδους θα βοηθούσε να ξεκαθαρίσουν κάποιες παρεξηγήσεις. Αν ποτέ καταφέρουμε να υπάρξει λύση του Κυπριακού, η μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες στα κατεχόμενα θα είναι διοικητική και τεχνική, να συμμορφωθούν δηλαδή με τους διαρκώς μεταβαλλόμενους κανονισμούς και οδηγίες της Ευρωζώνης. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για όλους στις μέρες μας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Άφησαν ελεύθερο Τ/κ που δολοφόνησε δύο Ε/κ
Ο οικονομολόγος Βαργκίν Βαρέρ τονίζει ότι η μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας επηρεάζει τα κατεχόμενα διότι η οικονομία τους είναι προσανατολισμένη στις εισαγωγές. «Εισάγουμε τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα, υλικά οικοδομών, τις πρώτες ύλες για τις βιοτεχνίες και μικρές βιομηχανίες που διαθέτουμε. Εισάγουμε σχεδόν τα πάντα σε ξένο συνάλλαγμα. Επομένως, κάθε υποτίμηση της τουρκικής λίρας επηρεάζει τις τιμές». Η άνοδος του πληθωρισμού, ως αποτέλεσμα της πτώσης του τουρκικού νομίσματος, επιτείνει επίσης τα προβλήματα.
Το 2016, όταν άρχισε σταδιακά η λίρα να εμφανίζει αδυναμίες έναντι των ξένων νομισμάτων, ο πληθωρισμός στα κατεχόμενα ανέβηκε στο 10%. Πέρσι εκτοξεύθηκε στο 15% και φέτος αναμένεται να ανέβει κι άλλο, τονίζει ο Βαργκίν Βαρέρ. «Ως αποτέλεσμα, τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνονται, το ίδιο και η αγοραστική δύναμή τους. Το γεγονός επηρεάζει την οικονομία, αλλά μετριάζεται κάπως λόγω της εφαρμογής της ΑΤΑ η οποία ισχύει για τους “δημόσιους” υπαλλήλους και εξισορροπεί σε ένα βαθμό τις επιπτώσεις του πληθωρισμού».
Δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει η Τουρκία
Ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν Ευρωπαίους αναλυτές είναι το κατά πόσο η Τουρκία θα βρεθεί σε κατάσταση χρεοκοπίας μετά τις εκλογές της 24ης Ιουνίου. Οι συνομιλητές μας συμφωνούν ότι η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι μεν κρίσιμη, μπορεί να χρειαστεί να μπει η χώρα σε πρόγραμμα, αλλά δεν βλέπουν να κινδυνεύει με πτώχευση, όποιος κι αν νικήσει στις αναμετρήσεις για την προεδρία και του Βουλή.
«Δημιουργήθηκαν φόβοι για ενδεχόμενη χρεοκοπία, κυρίως λόγω των πρόσφατων δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό προκάλεσε στρες, διότι οι εσωτερικοί πόροι της Τουρκίας δεν φαίνεται να είναι αρκετοί για να εξυπηρετήσουν το ύψους $400 δισεκατομμυρίων εξωτερικό χρέος, καταβάλλοντας περί τα $100 δισεκατομμύρια φέτος. Η χώρα χρειάζεται νέο δανεισμό, αλλά οι διεθνείς Θεσμοί είναι πολύ επιφυλακτικοί. Παρόλα αυτά δεν θεωρώ ότι η κατάσταση θα φθάσει στα άκρα και οι πρόσφατες ενέργειες της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας δείχνουν ότι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την υποτίμηση της λίρας λαμβάνοντας μέτρα όπως η αύξηση των επιτοκίων», ανέφερε ο Γενάλ Σουρέτς.
Ο Βαργκίν Βαρέρ θεωρεί τις προβλέψεις και αναλύσεις Ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων για την Τουρκία υπερβολικές. «Ενδέχεται η χώρα να μπει ξανά σε οκονομικό πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά δεν αναμένω ότι η τουρκική οικονομία θα επηρεαστεί τόσο αρνητικά όσο οι διάφοροι σχολιαστές υποστηρίζουν», ανέφερε ο Τουρκοκύπριος οκονομολόγος.
Πολιτικό το εμπόδιο για αλλαγή νομίσματος
Πρόσφατα, όταν η τουρκική λίρα βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση, ο «πρωθυπουργός» των κατεχομένων Τουφάν Ερχιουρμάν άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο αλλαγής νομίσματος. Την επομένη, προφανώς λόγω των έντονων τουρκικών αντιδράσεων, ο κ. Ερχιουρμάν «διόρθωσε» την αρχική του δήλωση.
Το γεγονός επιβεβαίωσε, για άλλη μια φορά, ότι τεχνικά είναι δυνατή η υιοθέτηση άλλου νομίσματος, του ευρώ για παράδειγμα, αλλά πολιτικά μια τέτοια εξέλιξη είναι πρακτικά αδύνατη. «Αν θυμάστε, όταν η οικονομία της Κύπρου εισήλθε στην ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου του 2008, ξεκίνησε στον (σ.σ. κατεχόμενο) βορρά μια συζήτηση για το ενδεχόμενο να υιοθετήσουμε κι εμείς το ευρώ. Σε τεχνικό επίπεδο πιστεύω πως θα μπορούσε να γίνει.
Αν όμως αναλογιστούμε ότι το έλλειμα του προϋπολογισμού μας χρηματοδοτείται με δάνεια και χορηγήσεις από την Τουρκία, τη μόνη υποστηρικτική προς εμάς οικονομία, θα πρέπει να υπάρξει μια μορφή συμφωνίας μεταξύ των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας για να αλλάξουμε νόμισμα. Πολιτικά, επομένως, δεν θεωρώ πως είναι εφικτό», ανέφερε στον «Φ» ο οικονομολόγος Βαργκίν Βαρέρ.
Μη ρεαλιστική θεωρεί την αλλαγή νομίσματος και ο διδάκτωρ οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου, Γενάλ Σουρέτς: «Ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών γίνεται με την Τουρκία σε αυτή τη συγκυρία. Τα δύο τρίτα των τουριστών έρχονται από την Τουρκία, τα δύο τρίτα των φοιτητών στα Πανεπιστήμια είναι Τούρκοι υπήκοοι και τα δύο τρίτα των εισαγωγών γίνονται από την Τουρκία. Είμαστε στην τουρκική ζώνη, στην ουσία και είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουμε νόμισμα μονομερώς».
Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας αναμένεται να αυξήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού των κατεχομένων. Σε αυτή την περίπτωση, μας λέει ο οικονομολόγος Βαργκίν Βαρέρ, οι αρχές (σ.σ. στα κατεχόμενα) θα πρέπει να συνεννοηθούν με την τουρκική κυβέρνηση για να καλυφθούν οι απώλειες. «Το 2001 το τουρκικό νόμισμα υποτιμήθηκε κατά 67%. Εκείνο τον καιρό η οικονομία (σ.σ. στα κατεχόμενα) ήταν πολύ πιο αδύναμη και χρειαζόμασταν επιπλέον χρηματοδότηση από την Τουρκία, η οποία ανταποκρίθηκε. Δεν υποστηρίζω ότι θα πρέπει και τώρα να κάνει κάτι αντίστοιχο, αλλά η σημερινή κρίση δεν προκλήθηκε από δικούς μας εσωτερικούς παράγοντες. Προκλήθηκε από την ίδια την τουρκική λίρα και, επομένως, θα πρέπει να υπάρξει κάποια μορφή ενίσχυσης του προϋπολογισμού μας», αναφέρει ο κ. Βαρέρ.
Προσθέτει ότι η ενίσχυση αυτή εξαρτάται από το πώς εφαρμόζεται το οικονομικό πρωτόκολλο που έχουν σε ετήσια βάση τα κατεχόμενα με την Τουρκία. «Τα δάνεια και οι χορηγήσεις που λαμβάνουμε από την Τουρκία είναι συνδεδεμένα με την απόδοση της οικονομίας (σ.σ. των κατεχομένων) και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Είναι αναγκαίο να κάνουμε μεταρρυθμίσεις για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οικονομικά σοκ, όπως το τωρινό με την τουρκική λίρα. Το ίδιο έκανε και η Κύπρος (σ.σ. η Κυπριακή Δημοκρατία) που βρέθηκε στη δίνη οικονομικής κρίσης το 2010 και καταφέρατε να εφαρμόσετε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που κατέστησαν ισχυρότερη την οικονομία. Πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμά σας να εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να καταστήσουμε την οικονομία μας πιο ανθεκτική στα σοκ», αναφέρει.
Αναιμική αντίδραση
Οι Τουρκοκύπριοι οικονομολόγοι που μίλησαν στον «Φ» εκτιμούν ότι, παρά το γεγονός ότι έχει επηρεαστεί η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού στα κατεχόμενα, δεν θα δούμε κόσμο να διαδηλώνει στους δρόμους. «Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι οι άνθρωποι αντιδρούν σε αυτά τα αρνητικά οικονομικά σοκ, διότι επηρεάζουν άμεσα την τσέπη τους. Όταν, όμως, η οικονομία σταθεροποιείται και με τη βοήθεια της ΑΤΑ, που προσαρμόζει κάπως τους μισθούς στην εκάστοτε οικονομική κατάσταση, οι άνθρωποι ξεχνούν τα όσα υπέφεραν για μερικές βδομάδες ή μήνες. Δεν αναμένω, επομένως, ταχεία και ισχυρή πολιτική αντίδραση στις τρέχουσες εξελίξεις. Αυτή την περίοδο αρκετοί πολίτες συζητούν το ενδεχόμενο χρήσης ενός πιο σταθερού νομίσματος, αλλά όταν περάσουν οι δυσκολίες, οι άνθρωποι ξεχνούν», μας είπε ο Βαργκίν Βαρέρ.
Οι πολίτες στον κατεχόμενο βορρά είναι σαφώς δυσαρεστημένοι από την κατάσταση, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς πως είναι οργισμένοι, αναφέρει ο Γενάλ Σουρέτς. «Ο πολίτες δεν πιστεύουν πως είναι αντιμέτωποι με μια κατάσταση σοβαρής και μακρόχρονης ύφεσης. Η αύξηση στις τιμές των προϊόντων είναι γεγονός, ένα μέρος της αγοραστικής δύναμης του κόσμου έχει χαθεί, αλλά αυτό δεν δείχνει να είναι αρκετό ώστε να βγουν οι άνθρωποι στους δρόμους, να διαδηλώσουν και να αντιδράσουν δυναμικά».
«Μακριά» οι Ε/κ
Οι συνομιλητές του «Φ» θεωρούν πως η τρέχουσα κρίση με την τουρκική λίρα δεν θα επηρεάσει ιδιαίτερα τη θέση των Τουρκοκυπρίων σχετικά με τη λύση του πολιτικού προβλήματος στο νησί. Τόσο ο Βαργκίν Βαρέρ όσο και ο Γενάλ Σουρέτς τονίζουν ότι με κρίση ή και χωρίς κρίση περίπου το 50% των Τουρκοκυπρίων τάσσονται υπέρ της διευθέτησης του προβλήματος. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι θεωρούν ότι η διευθέτηση θα πρέπει να είναι κατ’ ανάγκη ομοσπονδία. Κυρίως, όμως, δυσκολεύονται να έλθουν πιο κοντά στους Ελληνοκύπριους, ακόμα και σήμερα που η πτώση της τουρκικής λίρας θα μπορούσε να είναι κίνητρο για προσπάθεια συνεννόησης στο νησί.
«Η σχέση των Τουρκοκυπρίων με τη μητέρα πατρίδα είναι τόσο ισχυρή που δεν επηρεάζεται από οικονομικές εξελίξεις αυτού του είδους. Μια μικρή μειονότητα ενδεχομένως να μιλήσει (σ.σ. να θεωρήσει υπεύθυνη για την κρίση την Τουρκία), αλλά δεν πιστεύω ότι οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι θα αντιδράσουν με αυτό τον τρόπο», μας είπε ο οικονομολόγος Βαργκίν Βαρέρ.
Πολύ πιο συγκεκριμένος ήταν ο Γενάλ Σουρέτς. «Θεωρώ ότι το 2003 -2004 υπήρχαν περισσότερα κίνητρα για να έλθουν οι Τουρκοκύπριοι πιο κοντά στους Ελληνοκύπριους. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, με τη δημοκρατία να έχει υποστεί πλήγματα στον (σ.σ. κατεχόμενο) βορρά. Αναζητούσαμε τότε ένα άνοιγμα προς τον κόσμο και για μας αυτό περνούσε μέσα από μια ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού.
Γι’ αυτό υπερψηφίσαμε το σχέδιο Ανάν στο δημοψήφισμα. Απ’ εκεί κι έπειτα, όμως, η οικονομική κατάσταση έγινε πολύ καλύτερη και η υποστήριξη στη λύση μειώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, οι Τ/κ που θέλουν λύση πιστεύω ότι κυμαίνονται γύρω στο 50%. Υπάρχουν (σ.σ. και σήμερα) ομάδες που προωθούν την ιδέα ότι το όχημα που θα βγάλει τους Τ/κ από αυτή την κατάσταση είναι η ομοσπονδία. Πλέον, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να πουλήσει κανείς αυτή την ιδέα στον κόσμο», ανέφερε ο οικονομολόγος στο «πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου».