«Η πρώτη πραγματική επαφή με τα συναισθήματα που γεννά ο θάνατος ήρθε νωρίς. Ήμουν 20 χρονών, πίσω στην Αγγλία όπου σπούδαζα. Πρωί πρωί, χτύπησε το τηλέφωνο. Μια φίλη, στα 27 της με ένα μωρό 4 μηνών, μας “άφησε” ξαφνικά μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Νόμιζα πως ήταν εφιάλτης. Στο μυαλό μου, η εικόνα μόλις δεκαπέντε μέρες πριν, μαζί, στο σπίτι μιας κοινής φίλης γελούσαμε, μιλούσαμε, σχεδιάζαμε. Δυο εβδομάδες μετά, εκείνη έφευγε για πάντα κι εγώ πλημμύριζα από θλίψη, φόβο, τύψεις, απόγνωση και αμέτρητες ανάκατες σκέψεις. Είχα ήδη χάσει γιαγιά και παππού, αλλά, ήμουν επτά χρονών τότε.
 
Oι μέρες περνούσαν αλλά δεν μπορούσα να διαχειριστώ την οδύνη μου. Και ενώ όλα μέσα μου ήταν μια τρικυμία, τηλεφώνησε ο πατέρας μου. Για να μου πει, πως καταλαβαίνει καλά τι νιώθω και τι περνώ. Για να μου πει “πίστεψέ με, η απόγνωση και το κλάμα θα περάσουν, θα μείνει η μνήμη της φίλης με λύπη για την απώλεια, αλλά θα προστεθεί κάποια στιγμή και η ευχάριστη νοσταλγία”. Θα θυμάμαι -μου τόνισε- τα ωραία που έζησα με τη φίλη μου και την τύχη που πρόλαβα να την έχω στη ζωή μου. Και ο πόνος όχι μόνο θα είναι διαχειρίσιμος, αλλά, ακόμα και ευπρόσδεκτος για να μου θυμίζει αυτά που ήμουν τυχερή να αγαπήσω στη ζωή μου. Μου είπε: “Ξέρω τι σου λέω, τα πέρασα κι εγώ όταν πέθανε ο παππούς σου ο Νίκος».
 
«Θύμωσα. Πραγματικά, θύμωσα. Πώς μπορούσε να συγκρίνει το θάνατο ενός “γέρου” όπως έβλεπα εγώ τον παππού μου στα 72 του, με το χαμό της 27χρονης φίλης μου; 
 
“Μην τα συγκρίνεις! Ο παππούς είδε παιδιά να μεγαλώνουν, είδε εγγόνια, έζησε έκανε ολόκληρο κύκλο!”» απάντησα θυμωμένη για να συμπληρώσω: «Εσύ, ήσουν πενήντα χρονών όταν πέθανε ο παπάς σου. Δεν είναι το ίδιο!»
«Δεν υπάρχει… καλός χρόνος… για να χάσεις τον πατέρα σου» απάντησε η φωνή του.  Ήρεμη, χαμηλότονη και σίγουρη.
 
Αυτά του τα λόγια, έμειναν μαζί μου για μια δεκαετία. Νομίζω πάντα με συνόδευαν. Περιμένοντας. Ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας μου, εκδήλωσε μια αδυναμία. Που αφέθηκε να μου δείξει πως κάπου, ήταν ευάλωτος. Ήταν αυτή, η πρώτη φορά που έδωσε το ίχνος του εσωτερικού σιωπηρού πένθους – λες και με όπλιζε για το μέλλον, για αυτό που έμαθα θέλοντας και μη, δώδεκα χρόνια αργότερα.  Ότι όταν κάτι αφορά τους γονείς μας, όλοι γινόμαστε ξανά παιδιά. Όποια ηλικία και αν έχουμε, στη σκιά της απώλειας, γινόμαστε στη στιγμή, τα εφτάχρονα που αποζητούν την αγκαλιά τους. Το χαμόγελό τους. Τη μοναδική ασφάλεια που έβγαινε μέσα από τα χέρια τους όταν αυτά έκλειναν γύρω μας.  
 
Δώδεκα χρόνια μετά, έκανα ‘’βάρδια’’ στο νοσοκομείο, δίπλα του μαζί με την αδερφή μου. Δεν θέλαμε να τον αφήσουμε μόνο του ούτε λεπτό. Μια νύχτα εμείς, την επόμενη τ’ αγόρια. Και θυμάμαι τώρα πως τότε, μου φάνηκε κάπως αστείο αυτό το “κορίτσια- αγόρια”. Ήταν όπως όταν στις διακοπές, μας χώριζαν οι γονείς μας στα δωμάτια. Ήταν ίσως ένα παρηγορητικό φλας μπακ στην ανεμελιά της παιδικής ηλικίας. Ακόμα και εκεί φρόντισε να μου θυμίσει πως το πιο σημαντικό του δώρο σε μένα, ήταν η παιδικότητά μου. Όμως ήμουν εκεί επειδή ο πατέρας μου πέθαινε. Κι ερχόντουσαν τα λόγια του σαν αντίλαλος από το παρελθόν: “ποτέ δεν υπάρχει καλός χρόνος να χάσεις τον πατέρα σου”.
Εκεί, στο δωμάτιο του νοσοκομείου, κατανόησα τι μου είχε πει. Δεν ήμουν πια ούτε επτά, ούτε είκοσι, ήμουν τριάντα δυο χρονών με τη ζωή μου, με την καριέρα μου, να βαδίζω στο δρόμο που χάραξα. Εκείνος, στα εβδομήντα τέσσερα. Με τη ζωή πίσω του γεμάτη ένταση, ποιότητα, πείσμα και πάθος. Με παιδιά κι εγγόνια. Αλλά είχε φτάσει στο τέλος. Και εγώ εκεί στο δωμάτιο του νοσοκομείου, ήμουν ξανά απλά μια επτάχρονη, περιμένοντας το χαμόγελο, τη διάψευση, την ασφάλεια, την αγκαλιά.
 
Ήθελα να είχε λάθος. Ότι ήταν εντάξει να χάσω τον πατέρα μου τώρα. Ότι ήταν… “καλός ο χρόνος”. Όμως είχε δίκαιο. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά και πάλι το θυμάμαι. Μπορεί να άλλαξα τη ζωή μου, τις προτεραιότητές μου, αλλά, δεν άλλαξα αυτό που είμαι. Αντίθετα, το ανακάλυψα.  Ίσως γιατί έφυγε. Ίσως γιατί ακόμα τον αναζητώ.  Ίσως, επειδή με ανάγκασε. Σίγουρα επειδή είχε δίκαιο. Γιατί πράγματι, “ποτέ δεν είναι καλός χρόνος να χάσεις τον πατέρα σου”. 
 
Δέκα χρόνια μετά, το ξέρω πλέον. Ξέρω ότι και όλα τα άλλα που μου είπε ήταν αλήθειες. Ο πόνος, πάντα εκεί.  Αλλά ναι, είναι πια διαχειρίσιμος. Όπως μου το είπε. Η οδύνη είναι πια γλυκιά νοσταλγία. Ίσως κάποιες φορές γλυκόπικρη αλλά πάντα πολύτιμη. Επειδή προσφέρει τη γνώση, τη συνείδηση για την τύχη που είχα στη ζωή μου. Την τύχη  να βιώνω τις αλήθειες που μου είπε. Την τύχη να είμαι ένα παιδί που πάντα θα νοσταλγεί τον πατέρα του. Που τον αναπολεί, που τον γυρεύει, που ψάχνει την αγκαλιά του. Που κάθε φορά που αναδύεται στο μυαλό μου, χαμογελώ για το δώρο που μου έχει κάνει. Να είμαι αιωνίως, όταν τον σκέφτομαι, 7 χρονών.
Ποτέ δεν είναι καλός χρόνος να χάσεις τον πατέρα σου. Είχε δίκαιο τελικά. Ευτυχώς…. Γιατί το αντίθετο θα σήμαινε ότι δεν ήμουνα ποτέ επτά χρονών».

* H Αναστασία Παπαδοπούλου έγραψε αυτό το κείμενο με αφορμή τα δέκα χρόνια από το θάνατο του πατέρα της Τάσσου. Στη φωτογραφία ήθελε επίτηδες να χαμογελά.