Προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάζει η Κύπρος στις επιδόσεις στα Μαθηματικά, στις Τεχνολογίες και στις Επιστήμες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, στρέφεται το υπουργείο Παιδείας, το οποίο εμφανίζεται έτοιμο να εφαρμόσει τα σχολεία STEM που καταπιάνονται με αυτά τα αντικείμενα.
 
Όπως ανέφερε ο διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης Κυπριανός Λούης ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, η οποία συζήτησε τα γνωστά αποτελέσματα της έκθεσης της ΕΕ για την εκπαίδευση στην Κύπρο, προβλέπεται να εφαρμοστεί το STEM στη Δημοτική Εκπαίδευση από το 2019-2020 και στη Μέση Εκπαίδευση από το 2020-2021, χωρίς όμως να παραλείπονται οι Κοινωνικές Επιστήμες.
 
Το θέμα αναπτύχθηκε μετά από τοποθέτηση της τέως Επιτρόπου για Θέματα Παιδείας, Πολιτισμού, Πολυγλωσσίας και Νεολαίας της ΕΕ Ανδρούλας Βασιλείου, η οποία ανέφερε ότι η χώρα μας υστερεί σε τομείς που αφορούν την καινοτομία και τα STEM. Επιπρόσθετα, η κ. Βασιλείου αναφέρθηκε και στα επαγγέλματα που σχετίζονται με τις Τεχνολογίες, τους Υπολογιστές και το Περιβάλλον καθώς η ΕΕ αναμένει πως θα είναι αυτά που θα έχουν ζήτηση στο μέλλον, όπως επίσης και οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας. Η κ. Βασιλείου εστίασε στην ανάγκη για σωστό και έγκαιρο επαγγελματικό προσανατολισμό ούτως ώστε οι μαθητές να είναι σωστά πληροφορημένοι.
 
Επίσης, σύμφωνα με την κ. Βασιλείου, παρά το γεγονός ότι η Κύπρος όχι μόνο έπιασε αλλά ξεπέρασε τον στόχο της ΕΕ για μείωση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μικρή αύξηση, το πιθανότερο λόγω της οικονομικής κρίσης.
 
Συγκεκριμένα, τα άτομα που εγκατέλειψαν πρόωρα την εκπαίδευση και κατάρτιση, το 2014 ήταν 6,8%, ενώ το 2017 αυξήθηκε 8,6%, σε σύγκριση με το 11,2% και 10,6%, αντίστοιχα, του μέσου όρου της ΕΕ. Παρόλα αυτά, η Κύπρος τόσο σε αυτό το στόχο, όσο και στην ολοκλήρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης βρίσκεται σε καλό επίπεδο. Το ποσοστό των ατόμων, ηλικίας 30-34 ετών, που ολοκλήρωσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση το 2014, για την Κύπρο ανερχόταν σε 52,5%, ενώ το 2017 ανερχόταν στο 55,8%, σε σύγκριση με το 37,9% και 39,9%, αντίστοιχα, του μέσου όρου της ΕΕ.