26 Απριλίου 1986. Ήταν η μέρα που στον αντιδραστήρα νο. 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας του Τσέρνομπιλ της τότε Σοβιετικής Ένωσης και πλέον της Ουκρανίας, συνέβη ατύχημα της τάξης μέγιστου προβλεπόμενου στη Διεθνή Κλίμακα Πυρηνικών Γεγονότων.
 
Από το ατύχημα, που διατάραξε σοβαρότατα τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στις γύρω περιοχές και είχε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία, πέθαναν επιτόπου δύο από τους εργάτες του σταθμού Τσέρνομπιλ. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και τα εγκαύματα, πέθαναν 28 πυροσβέστες, ενώ 19 επιπλέον θάνατοι διαπιστώθηκαν έως το 2004.
 
Όπως υπολογίζεται επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα.
 
Το ιστορικό:
 
Το εργοστάσιο μπήκε σε λειτουργία το 1977 από την ΕΣΣΔ ως πρότυπο πυρηνικό εργοστάσιο και λειτούργησε έως τον Δεκέμβριο του 2000, ακόμα και μετά την 26η Απριλίου 1986, εξαιτίας μεγάλης ενεργειακής ζήτησης στην Ουκρανία.
 
Το πρόγραμμα δοκιμών στον αντιδραστήρα νο. 4 εξετάστηκε ανεπιτυχώς το 1982, το 1984 και το 1985 και η βασική ιδέα ήταν η πραγματοποίηση του ελέγχου να γίνει σε συνθήκες όσο πιο κοντά στις πραγματικές στις 25 Απριλίου 1986.
 
Η δοκιμή κατέληξε στο τραγικό δυστύχημα, που συνέβη στη 01:26 ώρα Μόσχας, ξημερώματα του Σαββάτου 26 Απριλίου 1986. Εκείνη την ώρα στο εργοστάσιο βρίσκονταν περίπου 200 εργαζόμενοι των οποίων οι ενασχολήσεις σχετίζονταν με την ομαλή λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων 1, 2 και 3, καθώς και με το πρόγραμμα ελέγχου που λάμβανε χώρα στον αντιδραστήρα 4 όπου και σημειώθηκε η έκρηξη. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου υπήρχαν άλλοι εργάτες οι οποίοι δούλευαν σε νυχτερινή βάρδια για την κατασκευή των αντιδραστήρων 5 και 6 που επρόκειτο να λειτουργήσουν το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
 
Αίτια του ατυχήματος:
 
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ προήλθε από μια σειρά μη προβλεπόμενων χειρισμών και λαθών, και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε σχεδιαστικές ατέλειες του αντιδραστήρα RBMK-1000, που χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο.
 
Άμεση διαχείριση της κρίσης:
 
H κλίμακα της καταστροφής ενισχύθηκε από την έλλειψη εκπαίδευσης και εξοπλισμού του προσωπικού του εργοστασίου, η οποία οδήγησε σε σοβαρά λάθη εκτίμησης της πραγματικής κατάστασης. Τα επίπεδα ραδιενέργειας στις πλέον μολυσμένες περιοχές του εργοστασίου έχει υπολογιστεί ότι έφτασαν τα 5,6 Ρέντγκεν ανά δευτερόλεπτο (Ρ/δ), τα οποία ισοδυναμούν με 20.000 Ρέντγκεν ανά ώρα (Ρ/ω). Καθώς η θανάσιμη δόση είναι 500 Ρέντγκεν σε 5 ώρες, μη προστατευμένοι εργαζόμενοι έλαβαν μοιραίες δόσεις μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Εντούτοις την ώρα της καταστροφής οι εργαζόμενοι δεν ήξεραν τα πραγματικά επίπεδα ραδιενέργειας.
 
Εκκένωση της πόλης του Πρίπυατ:
 
Η κυβερνητική επιτροπή που ερευνούσε το ατύχημα, με επικεφαλής τον Βαλέρι Λεγκασόβ, έφτασε στο Τσερνόμπιλ το απόγευμα της 26ης Απριλίου. Μέχρι τότε δύο άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους και 52 βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Τη νύχτα από 26 προς 27 Απριλίου, περισσότερες από 24 ώρες μετά την έκρηξη, η επιτροπή, αντιμέτωπη με πλήθος αποδείξεων για ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας και αριθμό περιπτώσεων έκθεσης σε ακτινοβολία, αναγκάστηκε να παραδεχτεί την καταστροφή του αντιδραστήρα και να δώσει την εντολή για εκκένωση της κοντινής πόλης του Πριπυάτ.
 
Η εκκένωση ξεκίνησε στις 2:00μμ της 27ης Απριλίου. Για να μειωθούν οι αποσκευές, ειπώθηκε στους κατοίκους ότι η εκκένωση ήταν προσωρινή, διάρκειας περίπου τριών ημερών. Ως αποτέλεσμα, στο Πριπυάτ παραμένουν ακόμα προσωπικά αντικείμενα, τα οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ να μετακινηθούν λόγω της ραδιενέργειας.
 
Επιπτώσεις:
 
Το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας (Ουκρανία από τις 24 Αυγούστου του 1991) και στην ευρύτερη περιοχή της ΕΣΣΔ. Σοβιετικοί και άλλοι επιστήμονες κατέγραφαν τα δεδομένα για τη μόλυνση του αέρα, των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, των προϊόντων της καλλιέργειας, των τροφίμων και των κατοικημένων περιοχών της ΣΣΔΟ, της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας (ΣΣΔΛ) και της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΡΣΟΣΔ). Ο συστηματικός έλεγχος για τη μόλυνση από ραδιενέργεια συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και συνεχίζεται και σήμερα. Τα αποτελέσματα συγκεντρώνει και δημοσιοποιεί μεταξύ άλλων και η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, ανά πέντε ή δέκα έτη.
 
Απαγορευμένη Ζώνη:
 
Η ζώνη εφαρμόστηκε λίγο μετά την καταστροφή του Τσερνόμπιλ το 1986 για να βοηθήσει στην εκκένωση του τοπικού πληθυσμού και στην αποτροπή εισόδου στην σημαντικά μολυσμένη περιοχή. Η τοποθεσία γύρω από το χώρο του ατυχήματος χωρίστηκε σε τέσσερις ομόκεντρες ζώνες ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας. Κάθε οικιστική, πολιτική και επαγγελματική δραστηριότητα είναι απαγορευμένη και ποινικοποιημένη μέσα στη τέταρτη και πιο επικίνδυνη ζώνη, ακτίνας 30 χιλιομέτρων. Η μόνη επίσημη εξαίρεση είναι η λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Τσερνόμπιλ και τις επιστημονικές εγκαταστάσεις που σχετίζονται με τις έρευνες για την ασφάλεια της πυρηνικής ενέργειας.
 
Η χλωρίδα και η πανίδα στην περιοχή επηρεάστηκαν σημαντικά μετά το ατύχημα. Πευκοδάση στην περιοχή καταστράφηκαν από τη ραδιενέργεια, ενώ υπήρξαν αναφορές και για μεταλλάξεις σε ζώα, με μόνη επιστημονική καταγραφή τον μερικό αλμπινισμό στα χελιδόνια. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αναφορές ότι η άγρια ζωή στην περιοχή γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη λόγω της έλλειψης του ανθρώπινου παράγοντα. Εντούτοις επιστημονικές έρευνες αντικρούουν αυτές τις αναφορές, ισχυριζόμενες ότι τα επίπεδα ραδιενέργειας έχουν σημαντική επίπτωση σε άγρια ζώα και φυτά.
 
Η περιοχή είναι επίσης γεμάτη με νεκροταφεία οχημάτων (περισσότερα από 800) γεμάτα από μολυσμένα στρατιωτικά οχήματα και ελικόπτερα. Δεκάδες ποταμόπλοια και φορτηγίδες σκουριάζουν σε εγκαταλελειμμένα λιμάνια.
 
Πληθυσμός:
 
Ως αποτέλεσμα του ατυχήματος 237 άνθρωποι υπέφεραν από οξείας μορφής μόλυνση από ραδιενέργεια, από τους οποίους 31 πέθαναν μέσα στους πρώτους τρεις μήνες. Οι περισσότεροι ήταν πυροσβέστες και διασώστες, οι οποίοι δεν ήταν πλήρως ενήμεροι για τους κινδύνους που διέτρεχαν. 135.000 άνθρωποι εκκένωσαν την περιοχή, 50.000 από αυτούς κάτοικοι του Πριπυάτ. Ο συνολικός αριθμός των θανάτων στην περιοχή είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς λόγω της μυστικοπάθειας του τότε καθεστώτος, η οποία οδήγησε σε ελλιπή καταγραφή των σχετικών στατιστικών στοιχείων.
 
Επιπτώσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη:
 
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ είχε επιπτώσεις στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, με τη δυτική, ανατολική και βόρεια Ευρώπη να δέχεται το μεγαλύτερο ποσοστό ραδιενεργών ισοτόπων (περισσότερα από τα μισά ραδιενεργά σωματίδια που απελευθερώθηκαν από το ατύχημα κατέληξαν σε περιοχές εκτός ΕΣΣΔ). Υπολογίζεται ότι από τη συνολική δόση ραδιενέργειας που έλαβε ο πληθυσμός της γης λόγω του ατυχήματος, το 36% αντιστοιχεί στους κατοίκους Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας και το 53% στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
 
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν περιορισμοί στη διακίνηση τροφίμων σε χώρες της Ευρώπης:
 
Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν περιορισμοί σε 374 φάρμες με 200.000 πρόβατα. Σε Σουηδία και Νορβηγία υπάρχουν περιορισμοί για ζώα που βρίσκονται σε ελεύθερο περιβάλλον (ανάμεσά τους και οι τάρανδοι). Στη Γερμανία αλλά και σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες ανιχνεύονται υψηλά ποσοστά καισίου 137 σε άγρια ζώα, όπως αγριόχοιρους.
 
Επιπτώσεις στην Κύπρο:
 
Στην Κύπρο προκλήθηκε πανικός, όπως συνέβη με πολλές χώρες της Ευρώπης. Η αγορά μούδιασε, αφού μερικά τρόφιμα σταμάτησαν να πωλούνταν, λόγω του φόβου για τη ραδιενέργεια.
 
Είχε τότε εκδοθεί μια ανακοίνωση, η οποία καθησύχαζε απλώς το κοινό: «Εξακολουθεί να μην υπάρχει οποιοσδήποτε κίνδυνος στην Κύπρο για την υγεία του πληθυσμού από ραδιενέργεια, μολονότι από τις μέχρι τώρα μετρήσεις, βρέθηκε ότι κατά τις τελευταίες δύο μέρες βρέθηκε ότι υπήρξε κάποια επουσιώδης αύξηση της ραδιενέργειας στην ατμόσφαιρα. Στο μεταξύ, οι καιρικές συνθήκες και η κατεύθυνση των ανέμων που επικρατούν από σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο, ελαττώνουν ακόμα περισσότερο τα επίπεδα ραδιενέργειας πάνω από την Κύπρο».
 
Ωστόσο, φάνηκε, όπως αποδεικνύουν δημοσιεύματα της εποχής, πως υπήρχε μικρή αύξηση της ραδιενέργειας στην ατμόσφαιρα, ενώ αυξημένα ποσοστά εντοπίστηκαν και στο πρόβειο γάλα, πράγμα που καταδείκνυε και μερική μόλυνση του εδάφους.
Επίσης, το κοινό προτρεπόταν να πλένει καλά τα φρούτα και τα λαχανικά, πριν τα καταναλώσει.
 
Λίγες μέρες μετά, οι βροχές καθησύχασαν τους Κύπριους, καθώς ξεπλύθηκαν τα χόρτα στους αγρούς, ενώ το αγελαδινό γάλα μπορούσε να καταναλωθεί χωρίς φόβο.
 
Επιπτώσεις στην Ελλάδα:
 
Μέρος του ραδιενεργού νέφους από το Τσερνόμπιλ έφτασε και στην Ελλάδα μετά από μερικές μέρες. Προκλήθηκε πανικός στον ελληνικό πληθυσμό, συγκεκριμένα σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων, με τον κρατικό μηχανισμό να κάνει συστάσεις για αποφυγή του φρέσκου γάλακτος και το καλό πλύσιμο φρούτων και λαχανικών από τις 5 Μαΐου και μετά.
 
Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε κυρίως την Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου χρόνια αργότερα ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού. Μετρήσεις που έγιναν το 1996 έδειξαν εκπομπές καισίου.
 
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη συχνότητα της λευχαιμίας, εκτός από τη σπάνια βρεφική λευχαιμία, αλλά ούτε και στον καρκίνο του θυρεοειδούς.
 
Από την άλλη όμως υπολογίζεται από έρευνα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ότι έγιναν περίπου 2.500 τεχνητές εκτρώσεις το 1986 από γονείς οι οποίοι φοβήθηκαν τις πιθανές επιπτώσεις της ραδιενέργειας στο έμβρυο.
 
Επίσης ιατρικοί κύκλοι αποδίδουν 1500 περιπτώσεις καρκίνου (τη δεκαετία 1986-1996) που δεν δικαιολογούνταν από το ιστορικό του ασθενούς, σε πιθανές επιπτώσεις του Τσερνόμπιλ.