Ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής για ψήφιση οδηγείται αρχές Μαΐου το πολύκροτο νομοσχέδιο που νομιμοποιεί τις παρακολουθήσεις των συνομιλιών και των τηλεφωνικών μας συνδιαλέξεων. Όπως πληροφορείται ο «Φ», εξασφαλίστηκε πλειοψηφία για ψήφιση του νομοσχεδίου, το οποίο να σημειωθεί εκκρεμεί στη Βουλή από τον Σεπτέμβριο του 2017.
 
Σε έκτακτη συνεδρία της Επιτροπής Νομικών της Βουλής, που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Πέμπτη, θα οριστικοποιηθεί το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου, καθώς ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ εξέφρασαν την πρόθεση να καταθέσουν τροπολογίες. Στη συνέχεια, το νομοσχέδιο θα αχθεί ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής για ψήφιση, κατά πάσα πιθανότητα στις 10 Μαΐου. Ο ΔΗΣΥ δήλωσε ευθύς εξ αρχής ότι θα ψηφίσει το νομοσχέδιο, το οποίο θα αποτελεί ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της Νομικής Υπηρεσίας, της Αστυνομίας και της ΚΥΠ προς αποτροπή, διερεύνηση και εξιχνίαση σοβαρών ποινικών αδικημάτων όπως είναι ο φόνος εκ προμελέτης, η ανθρωποκτονία, η παιδική πορνογραφία, η τρομοκρατία, η κατασκοπεία, η εμπορία προσώπων, το εμπόριο ναρκωτικών, η διαφθορά κ.ά.
 
 
Το ΑΚΕΛ διατηρεί τις περισσότερες επιφυλάξεις όσον αφορά την ψήφιση του επίμαχου νομοσχεδίου χωρίς να αποκλείεται, όπως μας λέχθηκε, η απόφαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος να είναι τελικά η καταψήφιση του νομοσχεδίου. Όπως δήλωσαν στον «Φ» βουλευτές του ΑΚΕΛ, η Αστυνομία δεν έπεισε ότι αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλα τα εργαλεία που της δόθηκαν τα τελευταία χρόνια και τα οποία είναι πολλά για πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος και εξιχνίασης άλλων σοβαρών ποινικών υποθέσεων. Αναφέρθηκαν και σε ικανότατα στελέχη της Δύναμης, τα οποία, όπως είπαν, δεν αξιοποιούνται στον μέγιστο βαθμό, εκφράζοντας παράλληλα τις έντονες ανησυχίες τους για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, αλλά και των συνομιλιών που θα γίνονται και σε δημόσιους χώρους.
 
Επιφυλάξεις για τυχόν καταχρήσεις διατηρεί και το ΔΗΚΟ, το οποίο, ωστόσο, θεωρεί ότι οι διωκτικές Αρχές θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την αντιμετώπιση του εγκλήματος, το οποίο συνεχώς μετεξελίσσεται και εκσυγχρονίζεται κατά το πνεύμα των ημερών, χρησιμοποιώντας τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και μορφές οργάνωσης. Υπέρ της ψήφισης του νομοσχεδίου τάσσονται και τα μικρότερα κόμματα που θέλουν την Αστυνομία να είναι, αφενός, αποτελεσματική στην πάταξη του εγκλήματος, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου και κλίματος ασφάλειας στους πολίτες και, αφετέρου, να κινείται αυστηρά μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων και να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. 
 
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι με νομοσχέδιο που ψήφισε η Βουλή και τέθηκε σε εφαρμογή από τον Δεκέμβριο του 2015 τερματίστηκε το απόρρητο της ιδιωτικής επικοινωνίας των πολιτών το οποίο αφορά καταγεγραμμένο περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, οι διωκτικές Αρχές έχουν τη δυνατότητα κατόπιν δικαστικού διατάγματος να εξασφαλίζουν το περιεχόμενο επικοινωνίας των προσώπων που θεωρούνται ύποπτα για τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων το οποίο βρίσκεται καταγεγραμμένο σε οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο και περιλαμβάνει επικοινωνία καταγεγραμμένη σε επιστολές, ηλεκτρονικά μηνύματα και μηνύματα μέσω υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων (sms) ή μέσω υπηρεσίας μηνυμάτων πολυμέσων (mms) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails) ή διαδικτύου (facebook κ.ά.). 
 
Ανεξιχνίαστα εγκλήματα 
 
Η Αστυνομία έχει τη δυνατότητα σήμερα να ζητά κατόπιν δικαστικού διατάγματος την αποκάλυψη τηλεφωνικών κλήσεων στην προσπάθειά της να εξιχνιάσει σοβαρά εγκλήματα. Δηλαδή, γνωρίζει πότε και πού έγιναν τα τηλεφωνήματα και σε ποιον, όχι όμως το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Αν το όπλο αυτό βρισκόταν στη διάθεση της Αστυνομίας προ πολλού, εκτιμάται ότι τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα θα ήταν σήμερα σαφώς λιγότερα. Όπως μας λέχθηκε αρμοδίως, υπήρχαν περιπτώσεις σοβαρών ποινικών υποθέσεων όπου η Αστυνομία είχε ισχυρές ενδείξεις για την ταυτότητα των δραστών, ωστόσο αυτές οι ενδείξεις δεν μετατράπηκαν σε μαρτυρία που να δικαιολογεί την ποινική δίωξή τους. «Η εκτίμησή μας είναι ότι εάν προ, κατά ή μετά τη διάπραξη αυτών των σοβαρών εγκλημάτων υπήρχε η δυνατότητα παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των υπόπτων προσώπων, ενδεχομένως κάποιες από αυτές να είχαν διαφορετική έκβαση και να οδηγούνταν ενώπιον της Δικαιοσύνης» μας λέχθηκε χαρακτηριστικά. Επισημαίνοντάς μας, παράλληλα, πως σίγουρα στην περίπτωση που η Βουλή ανάψει το πράσινο φως η Αστυνομία και η ΚΥΠ θα χρησιμοποιούν τη δυνατότητα παρακολούθησης των συνομιλιών και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και προληπτικά. Σε μια τέτοια περίπτωση, η παρακολούθηση των συνομιλιών και των κινητών τηλεφώνων των φερόμενων επίδοξων δραστών σίγουρα θα καταστεί αποτελεσματική και θα προλάβει την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, μας ανέφερε η ίδια πηγή.
 
Επιτροπή θα ελέγχει για τυχόν καταχρήσεις 
 
Η εφαρμογή της νομοθεσίας θα υποπτεύεται από τριμελή επιτροπή, η οποία θα ελέγχει την τήρηση των όρων και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Η Επιτροπή θα έχει, μεταξύ άλλων, την εξουσία να διενεργεί ελέγχους, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, δεδομένα και έγγραφα της ΚΥΠ και της Αστυνομίας. Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι σε περίπτωση που μέλη της Αστυνομίας ή της ΚΥΠ παραβιάσουν τους όρους του δικαστικού εντάλματος παρακολούθησης θα είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης θα υπόκεινται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €50.000 ή και στις δύο αυτές ποινές.
 
Παρακολουθήσεις μόνο με διάταγμα
 
Τις παρακολουθήσεις των συνομιλιών και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα διενεργούν μέλη της Αστυνομίας και της ΚΥΠ τα οποία θα είναι εξουσιοδοτημένα για τον σκοπό αυτό για περίοδο δύο χρόνων με δυνατότητα ανανέωσης για άλλα δύο χρόνια. Η διαδικασία που θα ακολουθείται θα είναι η εξής: Ο Γενικός Εισαγγελέας, κατόπιν γραπτού αιτήματος του Αρχηγού της Αστυνομίας ή του Διοικητή της ΚΥΠ, θα ζητά την έκδοση δικαστικού διατάγματος για παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας εφόσον αυτή είναι αναγκαία για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Η αίτηση θα συνοδεύεται από ένορκο δήλωση που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία: Έκθεση γεγονότων στα οποία βασίζεται ο αιτητής (Αστυνομία ή ΚΥΠ) για να δικαιολογήσει την πεποίθησή του ότι το ζητούμενο δικαστικό ένταλμα πρέπει να εκδοθεί. Η έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες του αδικήματος, γενική περιγραφή της φύσης και του τόπου, αν είναι γνωστά, απ’ όπου η ιδιωτική επικοινωνία ζητείται να παρακολουθηθεί, γενική περιγραφή του είδους της ιδιωτικής επικοινωνίας καθώς και του τρόπου με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η παρακολούθηση, την ταυτότητα των προσώπων των οποίων η ιδιωτική επικοινωνία ζητείται να παρακολουθηθεί, η υπολογιζόμενη χρονική διάρκεια της παρακολούθησης και κατά πόσο έχουν δοκιμαστεί άλλες συνήθεις ανακριτικές ή διερευνητικές διαδικασίες και απέτυχαν.
 
Το νομοσχέδιο καθιστά σαφές ότι οι τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί στην Κύπρο είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν την κατάλληλη υποδομή και λογισμικό για σύνδεση των δικτύων τους με τον τεχνικό εξοπλισμό της Αστυνομίας και της ΚΥΠ κατά τρόπο ώστε να παρακολουθείται η διεξαγόμενη επικοινωνία και να λαμβάνονται το περιεχόμενο και τα στοιχεία της σε πραγματικό χρόνο.