Στο 10% περιορίζεται ο αριθμός των οχημάτων που παραβιάζουν το άτυπο ή «χαριστικό» όριο των 120 χιλιομέτρων την ώρα, δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα των αδιάλειπτων μετρήσεων του ευφυούς συστήματος μεταφορών «ΔΙΑΥΛΟΣ», του υπουργείου Μεταφορών, που μετρά τις ταχύτητες κυκλοφορίας και τις ταχύτητες των οχημάτων σε συγκεκριμένες τοποθεσίες σε όλη την Κύπρο.
 
Τα στατιστικά δεδομένα από τις μετρήσεις ταχύτητας, δείχνουν ότι στο δίκτυο των αυτοκινητοδρόμων, όπου το όριο είναι τα 100 χιλιόμετρα την ώρα αλλά καταγγελίες γίνονται για ταχύτητες άνω των 120 χιλιομέτρων την ώρα, τα διερχόμενα αυτοκίνητα με μεγαλύτερη από αυτή την ταχύτητα, είναι το 10% του συνόλου.
 
Υπερδιπλάσιο και συγκεκριμένα μεταξύ 20% και 25%, είναι όμως το ποσοστό των αυτοκινήτων που κινούνται με ταχύτητες άνω των 60 χλμ. την ώρα (με όριο τα 50 χλμ. την ώρα) και 78 χλμ. την ώρα όπου το όριο είναι 65 χλμ. την ώρα στο οδικό δίκτυο των πόλεων.
 
 
Η ανάλυση των στοιχείων από τις μετρήσεις ταχύτητας σε έξι σημεία στους αυτοκινητόδρομους Λευκωσίας – Λεμεσού, Λεμεσού – Πάφου και Λευκωσίας – Λάρνακας, έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού στο σημείο μετρήσεων στο ύψος των Λατσιών, ανά 1.000 διελεύσεις αυτοκινήτων (και προς τις δύο κατευθύνσεις) οι 600 οδηγοί κινούνται με ταχύτητα μέχρι και 100 χλμ. την ώρα. Άλλοι 360 οδηγοί κινούνται με ταχύτητα μεταξύ 100-120 χλμ. την ώρα, δηλαδή το 90,6% των οχημάτων κινείται με ταχύτητες που η Αστυνομία αποδέχεται ως εντός του ορίου που δεν επιβάλλει ποινές.
 
Στο ίδιο σημείο ωστόσο, καταγράφονται και ένα ποσοστό περίπου 4% που κινείται με ταχύτητα μεταξύ 120 και 130 χλμ. την ώρα, ακόμα 1% που κινείται με 130-140 χλμ. την ώρα και τρεις στους 1.000 οδηγούν με ταχύτητες της πέραν των 140 χλμ. την ώρα, δηλαδή ένας στους χίλιους με περίπου 150 χλμ. την ώρα, ένας με 160 χλμ. την ώρα και ένας με 170-180 χλμ. την ώρα, ενώ περίπου ένας στους 1.000 οδηγούς διέρχονται ιπτάμενοι – με ταχύτητα πέραν των 200 χλμ. την ώρα.
 
Στον ίδιο αυτοκινητόδρομο, στο ύψος της Κοφίνου, το 95% των οδηγών κινείται με ταχύτητες μέχρι και 120 χλμ. την ώρα (το 75% με ταχύτητα κάτω των 110 χλμ.), το 3% με ταχύτητα μεταξύ 120 και 130 χλμ. την ώρα και το 2% με ταχύτητες μεταξύ 150 και 200 χλμ. την ώρα.
 
Ενδεχομένως να μην αποκαλεί έκπληξη, είναι όμως χαρακτηριστικοί και οι αριθμοί σε σχέση με το σε ποια λωρίδα οδηγούμε στους αυτοκινητόδρομους. Στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού, κατά μέσο όρο σύμφωνα με τις καταγραφές, το 51% των οδηγών κινούνται στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και το άλλο 49% στη δεξιά λωρίδα, κάτι που προφανώς αποτυπώνει και τη νοοτροπία και οδηγική αντίληψη του Κύπριου οδηγού. Το ποσοστό αυτό διατηρείται και στους οδηγούς που κινούνται με ταχύτητες κάτω των 110 χλμ. την ώρα.
 
 
Μάλιστα προκαλεί εντύπωση, ότι τουλάχιστον στατιστικά, στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λάρνακας, τα οχήματα που κινούνται στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, είναι αισθητά περισσότερα (πάνω από 60%) από αυτά που κινούνται κανονικά, δηλαδή στην αριστερή λωρίδα. 
 
Η καταγραφή ταχύτητας – και αριθμού αυτοκινήτων, σε πολλά σημεία των αυτοκινητόδρομων, επαρχιακών δρόμων όπως και εντός πόλεων, γίνεται με αισθητήρες (λειτουργούν όλο το 24ωρο), που τοποθετούνται στην άσφαλτο σε δύο σημεία με συγκεκριμένη απόσταση μεταξύ τους και υπολογίζουν την ταχύτητα με βάση τον χρόνο διέλευσης ενός οχήματος από το πρώτο και το δεύτερο σημείο, ενώ ταυτόχρονα καταμετρούν και τον αριθμό των οχημάτων που διέρχονται.
 
Πετούν με 150 χλμ. την ώρα μέσα στις πόλεις

Υπερδιπλάσιο και συγκεκριμένα μεταξύ 20% και 25%, είναι το ποσοστό των αυτοκινήτων που κινούνται με ταχύτητες άνω των 60 χλμ. την ώρα (με όριο τα 50 χλμ. την ώρα) και 78 χλμ. την ώρα όπου το όριο είναι 65 χλμ. την ώρα, στο οδικό δίκτυο των πόλεων. Σε αστικούς δρόμους επίσης είναι πιο συχνό και το επικίνδυνο φαινόμενο των πολύ ψηλών ταχυτήτων –ακόμα και ταχυτήτων 150 χλμ. την ώρα– σε αστικές περιοχές με επίσημο όριο τα 50 χλμ. την ώρα.

Για παράδειγμα, στη λεωφόρο Στροβόλου στην πρωτεύουσα (με όριο 50 χλμ. την ώρα), το 63% των οδηγών κινείται με ταχύτητες μέχρι και 60 χλμ. την ώρα. Ωστόσο, υπάρχει και ένα 30% που οδηγεί στη λεωφόρο με 60 έως 70 χλμ. την ώρα και το 7% με 70 έως 80 χλμ. την ώρα. Στο 2% φτάνουν οι οδηγοί που κινούνται με 80 έως και 90 χλμ. την ώρα στη λεωφόρο Στροβόλου, όπου καταγράφεται και το 1% των οδηγών να τρέχουν με ταχύτητες της τάξης των 100 χλμ. την ώρα. 

Σε ένα μέσο 24ωρο, τα ευφυή συστήματα μέτρησης ταχύτητας του συστήματος «Δίαυλος» καταγράφουν ακόμα στη λεωφ. Στροβόλου κατά μέσο όρο επτά οδηγούς με 120 χλμ. την ώρα, τρείς με ταχύτητα 130 χλμ. την ώρα, δύο με ταχύτητα 140 χλμ. και δύο με ταχύτητα 150 χλμ. την ώρα αντί 50 χλμ.

Ίδια είναι η συμπεριφορά των οδηγών σε άλλη λεωφόρο της πρωτεύουσας με πυκνή κίνηση –με λιγότερα όμως φώτα τροχαίας– τη λεωφόρο Αρχαγγέλου, όπου επίσης καταγράφεται ότι, κατά μέσο όρο, το 35% των οχημάτων διέρχεται με ταχύτητα πέραν των 60 χλμ. την ώρα, αλλά και ότι περίπου σε 15 περιπτώσεις κάθε μέρα, η ταχύτητα που καταγράφεται είναι από 100 έως 150 χιλιόμετρα την ώρα αντί 50 χλμ.

Στην ύπαιθρο, για παράδειγμα στον δρόμο Ανθούπολης – Παλαιχωρίου κατά μέσο όρο το 27% των διερχόμενων οδηγών στα σημεία μέτρησης, οδηγεί με ταχύτητες μέχρι και 60 χλμ. την ώρα και άλλο 44% με ταχύτητες μεταξύ 60 και 70 χλμ. την ώρα.

Άλλο 25% των οχημάτων διέρχεται με ταχύτητες μεταξύ 70 και 80 χλμ. την ώρα, ενώ το 4% των οδηγών κινείται με ταχύτητες από 80 μέχρι και 110 χλμ. την ώρα. Ίδια ακριβώς είναι η εικόνα και σε αντίστοιχο δρόμο στην άλλη άκρη της ελεύθερης Κύπρου –στο Στρουμπί– όπου τα ποσοστά οδηγών και ταχυτήτων είναι πανομοιότυπα με αυτά του δρόμου Ανθούπολης – Παλαιχωρίου.