Απίστευτη ταλαιπωρία και καθυστερήσεις, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο παιδιά και οδηγούν ακόμα και στην εξαφάνιση, αλλά και υπερβολικές απαιτήσεις, εντοπίζει η επίτροπος Διοικήσεως ως Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έκθεσή της για τις διαδικασίες που η Κυπριακή Δημοκρατία ακολουθεί στις περιπτώσεις προσφύγων, οι οποίοι αιτούνται την επανένωσή τους με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών και κυρίως τα παιδιά τους.
Η Επίτροπος, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, διερεύνησε μια συγκεκριμένη υπόθεση που αφορούσε γυναίκα από τη Σομαλία. Ωστόσο, κατά τη διερεύνηση του σχετικού παραπόνου έφθασαν στο γραφείο της άλλες τέσσερις παρόμοιες περιπτώσεις, στη μια εκ των οποίων μάλιστα η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στις διαδικασίες για επανένωση μητέρας με τα παιδιά της οδήγησε στην εξαφάνιση του ενός παιδιού, αφού το χωριό στο οποίο ζούσε με τα αδέλφια του δέχθηκε επίθεση με αποτέλεσμα να σκοτωθεί η γιαγιά που τα φρόντιζε.
Στην εισαγωγή της έκθεσής της η Επίτροπος περιγράφει το παράπονο που τέθηκε ενώπιόν της και αφορούσε γυναίκα από τη Σομαλία, η οποία βρίσκεται στην Κύπρο από το 2016 και στις 24 Ιανουαρίου 2017 έλαβε καθεστώς αναγνωρισμένης πρόσφυγα.
«Στις 19 Απριλίου, δηλαδή μέσα σε 3 μήνες από την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, υπέβαλε αίτημα για οικογενειακή επανένωση με τις δύο ανήλικες κόρες της, ηλικίας 4 και 6 ετών. Τα παιδιά διέμεναν με τη 19χρονη αδελφή της στην Κένυα.
Καθώς δεν είχαν δικαίωμα περαιτέρω παράτασης της παραμονής τους εκεί, αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο επιστροφής τους στη Σομαλία όπου κινδυνεύουν να υποβληθούν σε ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων».
Στις 13 Φεβρουαρίου 2019, 22 μήνες μετά την υποβολή του αιτήματος εκδόθηκε θετική απόφαση από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για οικογενειακή επανένωση και η γυναίκα προχώρησε άμεσα σε διευθετήσεις με το προξενείο της Κύπρου στην Κένυα για τη μεταφορά των παιδιών στην Κύπρο». Ωστόσο, στις 8 Απριλίου το Τμήμα την ενημέρωσε γραπτώς ότι θα πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις για το ότι υπάρχουν επαρκείς πόροι για συντήρηση της οικογένειας χωρίς την αρωγή του Κράτους.
Η παραπονούμενη είναι παντρεμένη με ομοεθνή της, είναι μητέρα ενός βρέφους και για σκοπούς της συντήρησης της οικογένειάς της λαμβάνει Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.
Όπως επισημαίνει η Επίτροπος, στη σχετική νομοθεσία αναφέρεται ότι «ο διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δύναται να απορρίπτει αίτημα οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλεί ή να ανανεώνει άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας πρόσφυγα όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις για την οικογενειακή επανένωση».
Στην ίδια παράγραφο διευκρινίζεται ότι «κατά την ανανέωση της άδειας διαμονής μέλους οικογένειας πρόσφυγα και όχι για σκοπούς αρχικής έκδοσης της άδειας, λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο ο πρόσφυγας έχει επαρκείς πόρους χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής της Δημοκρατίας».
Όπως η Επίτροπος επισημαίνει, «ακόμα και αν η υποβολή του αιτήματος γινόταν κατόπιν της παρέλευσης του τριμήνου θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απαίτηση για προσκόμιση επιπρόσθετων στοιχείων είναι, με βάση τον νόμο, δυνητική».
Αναφέρεται ότι το αίτημα της γυναίκας κατόπιν διαμεσολάβησης του γραφείου της Επιτρόπου ικανοποιήθηκε «κατ’ εξαίρεση».
«Παρότι, εν τέλει, λήφθηκε θετική απόφαση για οικογενειακή επανένωση της παραπονούμενης με τα παιδιά της χωρίς την εκπλήρωση της προϋπόθεσης που της τέθηκε αρχικά, η αναφορά σε “κατ’ εξαίρεση” έγκριση του αιτήματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Τμήμα θα συνεχίσει να ακολουθεί την πρακτική που εφαρμόζει».
Παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο
Στο γραφείο της Επιτρόπου έφθασαν το διάστημα που ακολούθησε τέσσερα άλλα παράπονα:
– Το πρώτο αφορούσε γυναίκα από τη Σομαλία, η οποία βρίσκεται στην Κύπρο με την ανήλικη κόρη της, αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας τον Σεπτέμβριο του 2019 και στις 18 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου αιτήθηκε οικογενειακής επανένωσης με τον σύζυγό της. Το αίτημα εγκρίθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2018 και η απόφαση γνωστοποιήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών για σκοπούς διευκόλυνσης του πατέρα στην έκδοση της αναγκαίας θεώρησης εισόδου. Ο ίδιος μετέβη άμεσα στην Κένυα για σκοπούς υποβολής της σχετικής αίτησης και μέχρι την ημερομηνία υποβολής του παραπόνου παρέμεινε εκεί.
– Άλλη γυναίκα από τη Σομαλία αιτήθηκε επανένωση με τα παιδιά της και το αίτημά της εγκρίθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2018. Τα παιδιά της μετέβησαν στην Κένυα όπου έμεναν με την ηλικιωμένη θεία της μητέρας τους. Μέχρι την ημερομηνία υποβολής του παραπόνου (2019) ανέμεναν την απόφαση του Προξενείου σχετικά με την αίτησή τους για έκδοση θεώρησης εισόδου.
– Σε τρίτη περίπτωση ασυνόδευτη ανήλικη, αφού αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας, αιτήθηκε επανένωση με τη μητέρα της και τα τέσσερα αδέλφια της. Αναγνωρίστηκε πρόσφυγας και η οικογένεια μετέβη στην Κένυα, ωστόσο οι εκεί διαδικασίες καθυστέρησαν τριάμισι χρόνια και η απάντηση ήταν αρνητική. Η υπόθεση αυτή έφθασε μέχρι το Διοικητικό Δικαστήριο στις 24 Μαΐου 2019.
– Τέλος, γυναίκα από το Καμερούν, η οποία αιτήθηκε την επανένωση με τα παιδιά της, τα οποία είναι ορφανά από πατέρα. Το Τμήμα ζήτησε να προσκομίσει έγγραφα που να αποδεικνύουν τους οικογενειακούς δεσμούς. Η ίδια προσκόμισε όλα τα έγγραφα εκτός από τα αντίγραφα των διαβατηρίων των παιδιών, αφού όπως ανέφερε τα παιδιά δεν είχαν ταξιδιωτικά έγγραφα και χωρίς τη δική της παρουσία στο Καμερούν δεν θα ήταν εφικτή η έκδοσή τους. Έκτοτε και παρότι έχουν περάσει τρία χρόνια αναμένει ενημέρωση για την πορεία εξέτασης του αιτήματος. Στο μεσοδιάστημα και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2017 κατόπιν σφοδρών επιθέσεων των δυνάμεων ασφαλείας στο χωριό που διένεμαν τα παιδιά, σκοτώθηκε η γιαγιά τους, η οποία τα φρόντιζε και ένα από τα παιδιά εξαφανίστηκε και αγνοείται μέχρι σήμερα. Τα τρία παιδιά διέφυγαν και διαμένουν επί του παρόντος με φιλικό πρόσωπο της οικογένειας σε άλλο χωριό.
Οι εισηγήσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως
«Υπό το φως της συνάφειας του θέματος με θεμελιώδη δικαιώματα μιας εξαιρετικά ευάλωτης ομάδας του πληθυσμού, αποφάσισα όπως προβώ στην παρούσα παρέμβασή μου υπό την ιδιότητά μου ως Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στα πλαίσια αυτά υποβάλλω τις ακόλουθες εισηγήσεις:
– Στα πλαίσια συμμόρφωσης με την οικεία νομοθεσία, θα πρέπει η πρακτική που απαιτεί την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που σχετίζονται με την οικία, την ασφάλιση υγείας και τους πόρους διαβίωσης και από τους πρόσφυγες που υποβάλλουν αίτηση οικογενειακής επανένωσης εντός της τρίμηνης προθεσμίας να μην συνεχίζεται, ώστε να μην επεκτείνεται η υποχρέωση αυτή και στα πρόσωπα που συμμορφώνονται με την προθεσμία.
– Να κυκλοφορήσει εγκύκλιος με οδηγίες, ώστε κατά την εξέταση των αιτημάτων και την εκτέλεση των αποφάσεων από τις προξενικές Αρχές να δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αναγκαιότητα ταχείας διεκπεραίωσης και ανθρωπιστικής διαχείρισης».
Είναι γεγονός, αναφέρει η Επίτροπος, «ότι και η Κύπρος υποδέχεται τα τελευταία χρόνια αυξανόμενο αριθμό προσώπων που αιτούνται άσυλο και εύλογα η έμφαση η οποία δίδεται από την πολιτεία αφορά στη διαχείριση της υποδοχής και φιλοξενίας των προσώπων αυτών με την κάλυψη των άμεσων αναγκών τους, που αποτελεί ζήτημα ανθρωπιστικής προτεραιότητας. Παράλληλα όμως, δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία της επιτυχούς ένταξης όσων λαμβάνουν εν τέλει προσφυγικό καθεστώς και των οποίων η παρουσία στην Κύπρο διαλαμβάνει μόνιμο χαρακτήρα».