Θύμα των δύσκολων εποχών που ζούμε, είναι η ψυχική υγεία των παιδιών. Η οικονομική κρίση, οι πρωτόγνωρες συνθήκες που βιώσαμε στη διάρκεια της πανδημίας με τα lockdown και τα περιοριστικά μέτρα, η κλιματική αλλαγή προσθέτονται στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα και δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον τόσο για τους ενήλικες αλλά ιδιαίτερα για τους ευάλωτους ανήλικους. Οι επιπτώσεις είναι σοβαρές και όπως δείχνουν οι μελέτες, ενδεχομένως να είναι και μακροχρόνιες, ανάφερε στη συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο», ο Γεράσιμος Κολαϊτης, Καθηγητής Παιδοψυχιατρικής και διευθυντής της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία». Η πανδημία, εξήγησε, έχει αυξήσει τις ανάγκες ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων και των οικογενειών τους. 

Επομένως, ανέφερε, η πανδημία μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με σεισμό με μια καταστροφική αρχικά επίπτωση και συνεχιζόμενους μετασεισμούς καθώς το έδαφος συνεχίζει να μετατοπίζεται. Τα παιδιά και οι έφηβοι έχασαν πολλά στη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, αφού δεν είναι ότι έμειναν πίσω οι γνώσεις τους σε γραμματική και αριθμητική, αλλά φαίνεται πως έχουν να αντιμετωπίσουν δύσκολες και σύνθετες καταστάσεις. 

Σημαντικό βάρος έριξε ο Έλληνας καθηγητής και στο φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, το οποίο παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Όπως είπε ο εκφοβισμός είναι πρόβλημα υγείας, αφού τα αποτελέσματά του, μπορεί να παραμείνουν για δεκαετίες, με μακροχρόνιες αλλαγές που θέτουν τα θύματα σε μεγαλύτερο κίνδυνο ψυχικής και σωματικής ασθένειας. Σε πρώτο επίπεδο οι πιο συνηθισμένες συνέπειες είναι το αυξημένο άγχος, ο φόβος και η κατάθλιψη. Ενώ ορισμένα από αυτά τα συμπτώματα μπορεί να εξαφανιστούν αφού σταματήσει ο εκφοβισμός, πολλά θύματα συνεχίζουν να υποφέρουν από υψηλότερο κίνδυνο ψυχικής ασθένειας. Ο Γεράσιμος Κολαΐτης έκανε, μάλιστα ειδική αναφορά για την Κύπρο, επισημαίνοντας πως ο κλινικός πληθυσμός των Κυπρίων μαθητών 11 με 14 χρονών έχει θυματοποιηθεί σε διπλάσιο ποσοστό από τον γενικό πληθυσμό. Τα ευρήματα όλων αυτών των ερευνών πρέπει να σημάνουν συναγερμό. Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς το δημόσιο, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι οικογένειες οφείλουμε να συνεργαστούμε και να εργαστούμε για να βελτιωθεί η ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων. Χρειάζεται να επενδύσουμε τόσο στη θεραπεία όσο και στην πρόληψη, ανέφερε ο Έλληνας ειδικός τονίζοντας πως όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση με την σωστή αντιμετώπιση μπορεί να μετατραπεί σε μια θετική ψυχολογική αλλαγή που βιώνεται ως αποτέλεσμα του αγώνα με αντίξοες συνθήκες.

 

-Έχουν περάσει δύο και πλέον χρόνια από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Έχουμε στοιχεία ποιο είναι το αποτύπωμα της Covid-19 στην ψυχική υγεία των παιδιών;

-Η πανδημία COVID-19 με την απομόνωση, τους περιορισμούς στις επαφές, την οικονομική επιβάρυνση και τις πρωτόγνωρες αλλαγές που έφερε στη ζωή 1,6 δισεκατομμυρίων παιδιών και εφήβων και των οικογενειών τους συνοδεύτηκε και από αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων. Μακροχρόνιες μελέτες εφήβων έδειξαν μέτρια αύξηση της κατάθλιψης ενώ πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση άρθρων και μελετών ανέδειξε αυξημένες πιθανότητες κατάθλιψης και κυρίως άγχους στους εφήβους, στη διάρκεια και μετά την απομόνωση. Σε μελέτη της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής «Η Αγία Σοφία», βρήκαμε αυξημένα ποσοστά κλινικά σημαντικών προβλημάτων διαγωγής και συναισθήματος στα τέκνα τους ηλικίας 7-17 χρονών. Η πανδημία φαίνεται να αποτελεί πρόκληση για τις οικογένειες αφού βρίσκουμε υψηλά ποσοστά (περίπου 41%) οικογενειακής δυσλειτουργίας, χειρότερη σωματική υγεία των μητέρων από τους πατέρες και σημαντικά κάτω του κανονικού ψυχική υγεία των γονέων. Τα παιδιά οικογενειών με υγιή λειτουργικότητα, είχαν μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης προβλημάτων συναισθήματος, διαγωγής αλλά και θετικών συμπεριφορών. Επιπλέον, σε ποσοστό σχεδόν 17% βρήκαμε συμπτώματα μετατραυματικού στρες, τα οποία σχετίζονται με την (μεγαλύτερη) ηλικία του παιδιού, το (χαμηλότερο) οικογενειακό εισόδημα, τα αυξημένα επίπεδα στρες λόγω των περιορισμών και τη χειρότερη ψυχική υγεία. 

-Ποια παιδιά πιστεύετε πως ήταν πιο ευάλωτα; Ποια κατέβαλαν και το μεγαλύτερο τίμημα;

-Πρόσφατες συστηματικές ανασκοπήσεις μελετών δείχνουν αυξημένες πιθανότητες κατάθλιψης και, κυρίως, άγχους στους εφήβους, στη διάρκεια και μετά την απομόνωση, με περισσότερο επιβαρυμένα τα κορίτσια και τους μαθητές Λυκείου, καθώς και ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (μεταξύ άλλων, τα παιδιά με ανασφάλεια και υπερβολική ενημέρωση για τον κορωνοϊό). Ιστορικό εθισμού στο διαδίκτυο και στα smartphones σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης ενώ διαχείριση συναισθηματικά εστιασμένη (σε αντίθεση με εστιασμένη στα προβλήματα) με αυξημένα επίπεδα άγχους. Παράγοντες που σχετίζονταν με χειρότερη ψυχική υγεία των ανηλίκων ήταν το φύλο (κορίτσια), η μεγαλύτερη ηλικία, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας, η απώλεια εργασίας των γονέων, το στρες λόγω των περιορισμών της κυκλοφορίας, η ανησυχία για μέλος της οικογένειας που νόσησε, καθώς και η σωματική και ψυχική υγεία των γονέων.

-Είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας; Και αν ναι με ποιο τρόπο;

-Η πανδημία δεν αποτέλεσε πρόκληση μόνο για τους ανηλίκους και τις οικογένειές τους, αλλά και για την εκπαίδευση και τις υπηρεσίες υγείας και ψυχικής υγείας. Η αναδιοργάνωση της οικογενειακής ζωής, η διαχείριση της καραντίνας και του αποκλεισμού, η πολλαπλή επιβάρυνση των γονέων, ιδιαίτερα των οικονομικά πλέον αδύναμων και με μεγάλες ανάγκες, αποτελούν πρόκληση και για τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη παροχής ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων προληπτικής υποστήριξης και έγκαιρης παρέμβασης, ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες παιδιών και οικογενειών, και μάλιστα από ικανούς και έμπειρους ειδικούς ψυχικής υγείας. Ας είμαστε λοιπόν επαρκώς προετοιμασμένοι για αύξηση σε προβλήματα ψυχικής υγείας στην μετά COVID-19 εποχή, ώστε να διασφαλίσουμε πως αυτή η γενιά δεν θα πληγεί δυσανάλογα από την πανδημία και την οικονομική αβεβαιότητα. 

– Πιστεύετε πως υπάρχουν επιπτώσεις που θα διαρκέσουν για πάντα;

-Για παιδιά που ζουν σε κοινωνικά μειονεκτούντα περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από φτώχεια, ελλιπή πρόσβαση σε υπηρεσίες, ελλιπή ερεθίσματα και φροντίδα, η πανδημία μπορεί να γίνει μια αντίξοη εμπειρία ζωής και να μετατραπεί σε στρες τοξικού επιπέδου. Η πανδημία μοιάζει εν πολλοίς με σεισμό με μια καταστροφική αρχικά επίπτωση και συνεχιζόμενους μετασεισμούς καθώς το έδαφος συνεχίζει να μετατοπίζεται. Η κανονικότητα που γνωρίζαμε προ της πανδημίας πόσο κοντά είναι, ιδιαίτερα για εμάς τους Έλληνες, μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης; Οι ήδη διαπιστούμενες τραυματικές, λιγότερο ή περισσότερο, εμπειρίες  των επιπτώσεων της πανδημίας, του παρατεταμένου εγκλεισμού και των μέτρων κοινωνικής απομόνωσης σε παιδιά και οικογένειες απαιτούν, μεταξύ άλλων, μακροχρόνια μελέτη και την καλύτερη δυνατή ανταπόκριση του κράτους δια των υπηρεσιών του.

-Oι μαθητές όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων έχασαν πολλά εξαιτίας των δύο ετών πανδημίας. Έρχεστε σε επαφή με πολλά παιδιά. Βλέπετε να υποφέρουν από μεγαλύτερο άγχος και κατάθλιψη συγκριτικά με την προ πανδημίας περίοδο;

-Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής (ESCAP), τέσσερις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις επικράτησαν ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας: κρίσεις αυτοκτονίας, διαταραχές άγχους, διατροφής και επεισόδια μείζονος κατάθλιψης. Η δική μας μελέτη στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, σε πανελλήνιο δείγμα παιδιών, εφήβων και των οικογενειών τους, δείχνει υψηλότερη -συγκριτικά με τα προ πανδημίας επίπεδα- επιβάρυνση σε προβλήματα συναισθήματος, συμπεριφοράς, με συνομηλίκους, καθώς και χαμηλότερες θετικές κοινωνικές συμπεριφορές. Έχουμε επίσης παρατηρήσει μεταξύ των νοσηλευόμενων στην κλινική, αυξανόμενα ποσοστά εφήβων με σοβαρή κατάθλιψη και αυτοκτονικότητα. Επιπλέον, και στα επείγοντα της κλινικής, έχουμε διαπιστώσει διπλασιασμό το 2020 και τριπλασιασμό το 2021 (σε σχέση με το 2019) των περιστατικών με αυτοκτονικότητα (ιδέες ή/και απόπειρα αυτοκτονίας).

Απαραίτητη η οριοθέτηση της χρήσης διαδικτύου

 

-Ποιες συνέπειες επιφέρει η υπερβολική χρήση του διαδικτύου στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων;

-Το διαδίκτυο έχει γίνει πλέον ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία μάθησης, ενημέρωσης, διασκέδασης και επικοινωνίας, για ενηλίκους και ανηλίκους. Ωστόσο, η προβληματική χρήση του, ιδιαίτερα δε ο εθισμός σε αυτό, μπορεί να σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή, τις σχέσεις και την ψυχική κατάσταση των ανθρώπων, και έχει καταστεί ένα σημαντικό πρόβλημα ψυχικής υγείας. Οι κίνδυνοι είναι γνωστοί: cyberbullying, επαφές με αγνώστους, σεξουαλικά μηνύματα (sexting) και πορνογραφία. Αν και όλοι οι διαδικτυακοί κίνδυνοι δεν καταλήγουν σε βλάβες στα άτομα, από μακρόχρόνιες μελέτες προκύπτουν συναισθηματικές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες. Παράγοντες κινδύνου είναι η προσωπικότητα του χρήστη (αισθητηριακή αναζήτηση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ψυχικές δυσκολίες), κοινωνικοί (έλλειψη γονικής υποστήριξης, νόρμες συνομηλίκων) και ψηφιακοί (πρακτικές online, δεξιότητες, συγκριμένα sites). Αναφορικά με τη σχέση χρήσης διαδικτύου και ψυχικής υγείας, έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε: αν δηλαδή τα προβλήματα ψυχικής υγείας προδιαθέτουν για χρήση ή το αντίστροφο, ποιοί είναι οι υποκείμενοι μηχανισμοί κ.λπ. Η υπάρχουσα τεκμηριωμένη γνώση δείχνει πως ο εθισμός σχετίζεται με κατάθλιψη, κοινωνική φοβία, ΔΕΠΥ, χρήση ουσιών και εχθρότητα, αλλά και αντιστρόφως. Στην πρόσφατη  πανδημία, βρέθηκε μεγαλύτερη επίπτωση κατάθλιψης σε εφήβους εθισμένους σε smartphones και διαδίκτυο.

-Έχετε κάποια εξήγηση γιατί τα παιδιά και οι έφηβοι ανταποκρίνονται τόσο πολύ στις διάφορες προκλήσεις στο διαδίκτυο, έστω και αν αυτές θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους;

-Το διαδίκτυο είναι ελκυστικό για όλους, ιδιαίτερα για τους ανηλίκους με τη σωρεία ερεθισμάτων που παρέχει. Παιδιά και έφηβοι σε αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση προβληματικής χρήσης ή διαδικτυακού εθισμού είναι εκείνα με μειωμένο έλεγχο παρορμήσεων, φτωχότερες επιτελικές λειτουργίες (π.χ. μνήμη εργασίας), χαμηλή αυτοεκτίμηση, μοναξιά και αυξημένη ανάγκη για ένα κοινωνικό δίκτυο, φτωχή ποιότητα οικογενειακών σχέσεων και ψυχικές διαταραχές (π.χ. κατάθλιψη, ΔΕΠΥ). 

-Μπορούν όμως να μπουν όρια όταν πλέον ζούμε σε μια εποχή, στην οποία η ζωή σχεδόν έχει ψηφιοποιηθεί;

-Μην πάμε μακριά: η πρόσφατη πανδημία ανέδειξε τη μεγάλη χρησιμότητα της χρήσης του διαδικτύου σε πολλούς τομείς όπως π.χ. σε εκπαίδευση, εργασία κ.λπ. Η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης κατά την πανδημία COVID-19 αποτέλεσε, παρά τους περιορισμούς της,  τη μοναδική εναλλακτική μέθοδο διδασκαλίας, δεδομένης της ανάγκης απρόσκοπτης συνέχισης της εκπαίδευσης των νέων σε συνθήκες αναγκαστικού εγκλεισμού. Η τηλε-παιδοψυχιατρική, επίσης, έτυχε ευρείας χρήσης στην αποφυγή καθυστερήσεων σε διαγνώσεις και θεραπείες ψυχικών διαταραχών. Μελέτες εφήβων, εκπαιδευτικών και ειδικών ψυχικής υγείας έχουν δείξει πως τα κοινωνικά δίκτυα και το ίντερνετ φαίνεται να παρέχουν τη δυνατότητα για προαγωγή ψυχικής υγείας εφήβων και εκπαίδευσή τους στη διαχείριση βλαβερών επιδράσεων. Παρά ταύτα, η προβληματική χρήση τους και κυρίως ο εθισμός αποτελεί πρόβλημα με ακόμα και σοβαρές επιπτώσεις. Γι’ αυτό χρειάζεται εποπτεία από τους γονείς και οριοθέτηση, που δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι όμως απαραίτητη.

Ο σχολικός εκφοβισμός είναι πρόβλημα δημόσιας υγείας

 

-Υπάρχει η αίσθηση πως το φαινόμενο του εκφοβισμού στο σχολείο παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις στις περισσότερες χώρες, ανάμεσα τους Κύπρος και Ελλάδα. Ισχύει αυτό ή απλά περισσότερα περιστατικά βγαίνουν στη δημοσιότητα;

-Ο σχολικός εκφοβισμός και η βία (bullying) αποτελεί διαδεδομένο φαινόμενο παγκοσμίως και θα πρέπει να θεωρείται σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Αν και ανέκαθεν υπήρχε, τα τελευταία χρόνια βγαίνουν στην δημοσιότητα πολλά περιστατικά, συνήθως τα πιο ακραία. Αναρωτιέμαι αν η γενικότερη επιθετικότητα και βία στις κοινωνίες μας παίζει ρόλο, όπως, επίσης, η ανοχή και ατιμωρησία. Η παγκοσμιότητα και έκταση του προβλήματος επιβεβαιώθηκε και από την Ευρωασιατική Ομάδα Μελέτης της Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων (Εurasian Child Mental Health Study Group),στην οποία συμμετέχουμε. Όπως έδειξε η μελέτη τα ποσοστά οποιασδήποτε θυματοποίησης κυμαίνονταν από 16,1% στην Ιαπωνία έως 43,9% στην Ινδονησία. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά οποιασδήποτε θυματοποίησης ήταν 28,1%, της παραδοσιακής θυματοποίησης 17,5%, της διαδικτυακής 4,7% και της συνδυασμένης 5,8%. Επιπλέον, τα ποσοστά του cyberbullying φαίνεται πως ποικίλουν από χώρα σε χώρα.

-Ποιες είναι οι συνέπειες για ένα παιδί που υφίσταται bullying; 

-Οι συνέπειες αφορούν όχι μόνο τα θύματα αλλά και τους θύτες. O σχολικός εκφοβισμός δεν θα πρέπει να θεωρείται φυσιολογικό μέρος της ανάπτυξης ενός παιδιού αλλά μάλλον ένας δείκτης για πιο σοβαρές βίαιες συμπεριφορές π.χ. οπλοκατοχή, συχνούς τσακωμούς και τραυματισμούς. Mπορεί να έχει ακόμα και σοβαρές μακροχρόνιες επιπτώσεις στα θύματα: άγχος και κατάθλιψη, αυτοκτονικότητα (σημαντική σε θύτες/θύματα), προβλήματα σωματικής υγείας, κακή ποιότητα ζωής, οικονομικές απώλειες, αυξημένα ψυχοσωματικά προβλήματα και χειρότερη ψυχοκοινωνική προσαρμογή και ευεξία.

 Αγόρια και κορίτσια που εκδηλώνουν συχνές συμπεριφορές bullying θα πρέπει να αξιολογούνται για πιθανά ψυχιατρικά προβλήματα, καθώς οι συμπεριφορές αυτές αποτελούν πρώιμους δείκτες κινδύνου για μετέπειτα ανάπτυξη ψυχιατρικών προβλημάτων. Στα κορίτσια, η συχνή θυματοποίηση στην παιδική ηλικία αποτελεί προγνωστικό παράγοντα για μετέπειτα ψυχιατρικά προβλήματα, ανεξάρτητα αν προϋπήρχαν. Οι εμπειρίες θυματοποίησης στην παιδική ηλικία σχετίζονται αιτιολογικά με ποσοστό ενηλίκων που πάσχουν από κατάθλιψη και συνοδό άγχος. Αγόρια που ασκούν συχνά bullying είναι σε κίνδυνο για μετέπειτα ανάπτυξη εγκληματικότητας όταν αυτή η κατάσταση συνοδεύεται από πολλά ψυχιατρικά συμπτώματα. Τέλος, μην ξεχνούμε και τους «ουδέτερους παρατηρητές», μια ιδιαίτερη ομάδα μαθητών, που επίσης μπορεί να επηρεάζονται από το bullying.

-Μπορείτε να μας σκιαγραφήσετε το προφίλ των παιδιών που είναι πιο πιθανόν να είναι θύτες αλλά και θύματα σχολικού εκφοβισμού;

-Οι θύτες είναι παιδιά με στοιχεία επιθετικότητας και χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης, φτωχές κοινωνικές δεξιότητες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, και δυσκολίες στο «σχετίζεσθαι». Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο ναρκισσισμός και η αίσθηση μεγαλείου καθώς και προσωπικότητες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη ενσυναίσθησης και  ντροπής σχετίζονται με τον εκφοβισμό. Συνήθως είναι αγόρια, με συνοδή ΔΕΠΥ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα), εναντιοματικότητα, προβλήματα διαγωγής και κατάθλιψη. Στις δυσλειτουργικές συνήθως οικογένειές τους, υπάρχει προβληματική σχέση γονιού-παιδιού, φτωχή γονεϊκή εμπλοκή, και χρήση σωματικής τιμωρίας. Ευάλωτες ομάδες πληθυσμού για θυματοποίηση θεωρούνται παιδιά παθητικά, ανασφαλή, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυσκολίες στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων. Επιπλέον, μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, χρόνια σωματική νόσο π.χ. με άσθμα, παχυσαρκία, διαβήτη, νοητική υστέρηση, αυτισμό και ΔΕΠΥ με διαταραχές ψυχικής υγείας ή συμπεριφοράς. Υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, οι θύτες – θύματα εκφοβισμού, που συνήθως εκφοβίζονται από κάποιους και εκφοβίζουν άλλους. Χαρακτηρίζονται από παρορμητικότητα, προβλήματα προσοχής/συγκέντρωσης, πολύ φτωχές κοινωνικές δεξιότητες και δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. 

Η μελέτη των Παραδεισιώτου και συν. (2015) έδειξε πως ο κλινικός πληθυσμός Κυπρίων μαθητών 11-14χρ. έχει θυματοποιηθεί σε διπλάσιο ποσοστό από το γενικό πληθυσμό (14,8% έναντι 7,4% επί του συνόλου). Βρέθηκε πως όσο περισσότερο η συμπεριφορά των παιδιών διακρίνονταν από στοιχεία συνεισφοράς, ενσυναίσθησης και συνεργασίας τόσο λιγότερο εκφόβιζαν άλλα παιδιά. Τα κοινωνικά απομονωμένα παιδιά ανήκαν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για να θυματοποιηθούν ενώ οι σχέσεις φιλίας του παιδιού με τους συμμαθητές τους λειτουργεί προστατευτικά σε φαινόμενα bullying.

-Με ποιο τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού; Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει το σχολείο και ποιο το οικογενειακό περιβάλλον; 

-Το πλέον αποτελεσματικό μέσο για να εμποδίσει την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό είναι το ίδιο το σχολείο, αυτό που αναγνωρίζει το πρόβλημα, ευαισθητοποιείται,  και αναπτύσσει σταθερά τακτικές αντιμετώπισης. Η αποτελεσματική διαχείριση του φαινομένου απαιτεί μια συνεργατική και διεπιστημονική προσέγγιση ενώ η μη ύπαρξη προγραμμάτων φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες θυματοποίησης. Οι ειδικοί πρωτοβάθμιας περίθαλψης, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς πρέπει να είναι ενήμεροι για τα παραπάνω συμπτώματα σε ευαίσθητα παιδιά για την αναγνώριση, παραπομπή και θεραπευτική αντιμετώπιση των τραυματικών εμπειριών από ειδικούς ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης από τους γονείς των θυτών, χρειάζεται να εμπλέκονται οι εισαγγελικές αρχές ανηλίκων.

Βλαβερή η αναστάτωση της ρουτίνας

-Τι σημαίνει να μεγαλώνει ένα παιδί μέσα σε συνεχείς κρίσεις (οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμο); 

-Σε αυτές τις κρίσεις να προσθέσουμε και την κλιματική αλλαγή. Αν και δεν σχετίζεται με ανάπτυξη μετατραυματικού στρες σε πολλούς, η πανδημία αύξησε τον κίνδυνο για πολλαπλές τραυματικές εμπειρίες και σύνθετο τραύμα. Με την ευρεία έννοια του όρου, οι επιπτώσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν τραυματικές ενώ συνυπάρχει απώλεια (δια παντός ή προσωρινή) αγαπημένων προσώπων, καθημερινών δραστηριοτήτων κ.λπ. Η ζωή σπάνια είναι προβλέψιμη, αλλά γίνεται ακόμα λιγότερο εν μέσω πανδημίας. Η αναστάτωση της ρουτίνας είναι βλαβερή για τα παιδιά, ιδιαίτερα για εκείνα με προϋπάρχοντα προβλήματα. Το χρόνιο και επαναλαμβανόμενο στρες στους ανθρώπους, ενηλίκες και ανηλίκους, μπορεί να έχει επιβλαβείς επιδράσεις. Υπάρχει βέβαια και η θεωρία ότι οι άνθρωποι ενδυναμώνονται ή γίνονται πιο ανθεκτικοί, σαν να κάνουν «εμβόλια στρες» (stress inoculation). Αυτό σχετίζεται με το πόσο τοξικό είναι το στρες και τι χαρακτήρα έχει λ.χ. το συνεχές και επαναλαμβανόμενο στρες του κοριτσιού που κακοποιείται σεξουαλικά  από τον πατέρα της προφανώς δεν μπορεί να θεωρηθεί καλό στρες. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά και οι έφηβοι γνωρίζουμε πως διακρίνονται για την «ψυχική ανθεκτικότητά» τους (resilience) που συνδέεται με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, της οικογένειας και του σχολικού και ευρύτερου κοινωνικού περιγύρου τους. Ακόμα και οι πιο τραυματικές εμπειρίες της ζωής μπορούν να ακολουθηθούν από την «μετατραυματική ωρίμανση» (post-traumatic growth), κάθε δηλαδή θετική ψυχολογική αλλαγή που βιώνεται ως αποτέλεσμα του αγώνα με εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες ζωής.