Επιτρέψατέ μου, αγαπητοί συμπατριώτες, να εκφράσω κάποιες απόψεις σχετικά με τα αποτελέσματα των προσφάτων βουλευτικών εκλογών.
Δηλώνω εξ αρχής, ότι δεν είμαι ούτε πολιτικός αναλυτής, ούτε δημοσιογράφος αλλά μια απλή πολίτις της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία ασκεί με χαρά το εκλογικό της δικαίωμα, κάθε φορά που εορτάζει η Δημοκρατία.
Κατ’ αρχάς, ας μου επιτραπεί, να συγχαρώ τους Ιθύνοντες δια την πολύ καλά οργανωμένη εκλογική διαδικασία, καθώς και όλους τους υποψήφιους βουλευτές, είτε έχουν εκλεγεί είτε όχι, καθώς όλοι είχαν αγωνιστεί με στόχο και όραμα να προσφέρουν στα κοινά και στην Πατρίδα.
Η πρώτη αποτίμηση αφορά τα ποσοστά, που έχουν εξασφαλίσει τα κόμματα, καθώς το αποτέλεσμα αυτό καταδεικνύει την προτίμηση των πολιτών σε συγκεκριμένες πολιτικές, τις ανησυχίες αλλά και τις προσδοκίες τους από τη νέα Βουλή.
Δικαιολογημένα, η προσοχή όλων έχει στραφεί στα τρία μεγάλα κόμματα, ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και τις ηγεσίες τους δια την απώλεια τριών περίπου εκατοστιαίων μονάδων από τα ποσοστά που είχαν εξασφαλίσει το 2016.
1ο) Η απώλεια αυτή των κομμάτων ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ οφείλεται, κατά την ταπεινή μου άποψη, στο ότι οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων δεν αφουγκράζονται όσο θα έπρεπε τη βούληση της βάσης του κόμματός τους, κυρίως όσον αφορά στο εθνικό μας πρόβλημα.
Οι ηγεσίες των κομμάτων αυτών έχουν υψώσει ως λάβαρο του αγώνα τους δια την απελευθέρωση και επανένωση της Πατρίδας μας την Δ.Δ.Ο.
Εξ όσων γνωρίζω η λύση της Δ.Δ.Ο. είχε απορριφθεί από την πλειοψηφία των πολιτών, με ποσοστό 76%, το 2004, όταν μας είχε προταθεί με το σχέδιο ΑΝΑΝ.
Το ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει τις ηγεσίες ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ είναι:
«Σήμερα, οι ψηφοφόροι του κόμματός μου εξακολουθούν να μην αποδέχονται τη Δ.Δ.Ο. ως λύση, ειδικά όπως διαμορφώνεται με την πάροδο του χρόνου και όπως συζητείται στις Άτυπες ή Τυπικές Πενταμερείς;»
Μήπως μια μερίδα ψηφοφόρων έχει κουραστεί από την εμμονή της ηγεσίας τους σε παρωχημένες πολιτικές, σε άγονες, μη παραγωγικές αντιπαραθέσεις, κυρίως, έχει κουραστεί από την έλλειψη πολιτικής βούλησης για συναίνεση και εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης;
Αντιλαμβάνονται οι πολίτες ότι η κρισιμότητα των καιρών, με τη διχοτόμηση να επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη επί των κεφαλών μας και με τις προετοιμασίες δια τον εποικισμό της Αμμοχώστου, επιτάσσει μια νέα, διαφορετική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του εθνικού μας προβλήματος;
Δι’ αυτό και η μετακίνηση των ψηφοφόρων από το κόμμα τους σε άλλο κόμμα, με την ελπίδα ότι σ’ αυτό θα βρουν τη λύση του προβλήματος.
Όμως το εθνικό μας πρόβλημα δε λύεται με τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων από κόμμα σε κόμμα, παρά μόνο – και αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε όλοι λαός και ηγεσία – με την ομόφωνη αντιμετώπιση του προβλήματος, πράγμα το οποίο, δυστυχώς, δεν αντιλαμβάνονται οι ηγεσίες των κομμάτων.
Να μου επιτρέψετε να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δια να αντιληφθείτε το μέγεθος της έλλειψης πολιτικής βούλησης για συναίνεση και ομοφωνία στο εθνικό μας πρόβλημα.
Έτυχε να παρακολουθήσω το «ντιπέιτ» τριών τηλεοπτικών σταθμών, του ΡΙΚ, OMEGA και ALPHA, με καλεσμένους τους Προέδρους του ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ.
Οι τρεις Πρόεδροι, οι υπέρμαχοι της Δ.Δ.Ο. διαπληκτίζοντο μεταξύ τους διαφωνώντας στο θέμα της πολιτικής ισότητας και σε άλλες πτυχές της Δ.Δ.Ο.
Ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, κύριος Μαρίνος Σιζόπουλος, σχολιάζοντας την κατάσταση είπε χαρακτηριστικά: «Εμείς, μεταξύ μας, και δε συμφωνούμε με τις πρόνοιες της Δ.Δ.Ο. και θα συμφωνήσουμε με την άλλη πλευρά;» Και δραττόμενος της ευκαιρίας εξήγησε γιατί το κόμμα του απορρίπτει τη Δ.Δ.Ο. ως λύση δια το κυπριακό πρόβλημα. Εισηγήθηκε μάλιστα την επανατοποθέτηση του κυπριακού στην ορθή του βάση, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής και όχι ως δικοινοτικού προβλήματος.
Και δια να ενισχύσει τη θέση αυτή πρότεινε τη σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης δια το κυπριακό, στην οποία να συζητηθεί, πρώτα, η εξωτερική πτυχή του προβλήματος και ακολούθως η εσωτερική πτυχή σε συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους.
Ανέμενα ότι η πρόταση αυτή του κυρίου Σιζόπουλου θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου και ότι θα σχολιαζόταν όχι μόνο από τους τρεις ηγέτες των κομμάτων αλλά και από τους έγκριτους δημοσιογράφους, τους συντονιστές των «ντιπέιτ».
Ανέμενα ότι θα βομβάρδιζαν τον κύριο Σιζόπουλο με ερωτήσεις, όπως:
Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να συγκληθεί η Διεθνής Διάσκεψη;
Εάν αυτή προνοείται από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών;
Ποια προετοιμασία απαιτείται από δικής μας πλευράς, για να έχει η Διάσκεψη προοπτική επιτυχίας και άλλες παρεμφερείς ερωτήσεις.
Δυστυχώς, ουδέν σχόλιον! Ο καθένας εξακολουθούσε να ζει στον δικό του κόσμο, υποστηρίζοντας με πάθος τις δικές του θέσεις κι απόψεις. Μια πλήρης αδιαφορία από όλους για κάθε καινούργια ιδέα ή πρόταση που έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της πολιτικής μας στασιμότητας.
Αυτή η τραγική πραγματικότητα της ασυνεννοησίας και της αδιαφορίας σε μια νέα πολιτική άποψη ή θέση διαισθάνομαι ότι πιθανόν να επισυμβαίνει και στο Εθνικό Συμβούλιο. Και εύχομαι να με διαψεύδουν τα γεγονότα. Και ύστερα διερωτόμαστε όλοι και «ανησυχούμε» διατί δεν λύεται το κυπριακό πρόβλημα, και διατί σκληραίνει τη θέση της η Τουρκία ή διατί εποικίζεται η Αμμόχωστος!
Ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αν δεν υπάρξει ομοψυχία στο εθνικό μας πρόβλημα, δεν έχουμε καμιά ελπίδα σωτηρίας.
Με απασχολεί και το εξής και νομίζω ότι θα συμφωνήσετε κι εσείς μαζί μου. Εάν δια το συμφέρον ενός κόμματος προσλαμβάνονται σύμβουλοι, επικοινωνιολόγοι, πολιτικοί αναλυτές, διατί δεν εισηγούνται όλα τα κόμματα να καταρτιστεί, επιτέλους, το «Συμβούλιο Εθνικής Στρατηγικής», το οποίο να απαρτίζεται από έγκριτους δικούς μας και ξένους πολιτικούς, διεθνολόγους, συνταγματολόγους, γνώστες και του κυπριακού προβλήματος;
Εάν υπήρχε αυτό το Συμβούλιο, θα μελετούσε ασφαλώς κάθε νέα ιδέα και πρόταση και θα χαρασσόταν μια ενιαία στρατηγική επίλυσης του εθνικού μας προβλήματος.
2ο) Εκτός από το εθνικό πρόβλημα η μείωση των ποσοστών ορισμένων κομμάτων οφείλεται και στην άγονη, στείρα αντιπολιτευτική πολιτική που άσκησαν αυτά τα κόμματα στην κυβέρνηση.
Όταν η αντιπολίτευση δεν είναι υγιής και εποικοδομητική, μοιραία, θα κουράσει και τους ίδιους τους οπαδούς του κόμματος εις το οποίο ανήκουν.
3ο) Οι πολίτες έστειλαν, ασφαλώς, και το μήνυμα ότι δεν ανέχονται πλέον διεφθαρμένους πολιτικούς και σκάνδαλα, δι’ αυτό και οι μετακινήσεις και η ψήφος τους σε άλλα κόμματα που δηλώνουν «αδιάφθορα».
Αυτό είναι και ένα μεγάλο μήνυμα προς τους νεοκλεγέντες βουλευτές ότι ο λαός θα κρίνει, από τώρα και στο εξής, πολύ αυστηρά όλες τους τις πράξεις, ότι επιζητά πάταξη της διαφθοράς και κάθαρση και νομοσχέδια τα οποία θα προστατεύουν τον πολίτη από τα φαινόμενα της διαφθοράς, της διαπλοκής και των αυθαιρεσιών της εξουσίας.
Στα κόμματα τα οποία έχουν ανεβάσει τα ποσοστά τους, όπως είναι το ΕΛΑΜ και η Δημοκρατική Παράταξη, η οποία εισήλθε και, επισήμως, εις τη νέα Βουλή ευχόμαστε κάθε επιτυχία και να υλοποιήσουν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις ότι θα φέρουν νέο πολιτικό ήθος στα πολιτικά δρώμενα της Πατρίδας μας και στη νέα Βουλή.
Αυτό το νέο «πολιτικό ήθος» ας μου επιτραπεί να σχολιάσω, παραθέτοντας κάποια χαρακτηριστικά του.
Πιστεύω ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτικού ήθους είναι η μετριοπάθεια, η αυτογνωσία, η αυτοκριτική, ο σεβασμός για την αντίθετη άποψη, ο δημοκρατικός διάλογος, η αναγνώριση των λαθών μας, η αποδοχή και η αναγνώριση της προσφοράς και άλλων κομμάτων και πολιτικών που έγραψαν ιστορία σε αγώνες ελευθερίας και δημοκρατίας.
Η χωρίς πάθος και υπεροψία αναγνώριση ενός καλύτερού μας πολιτικού και η δέσμευση ότι θα εργαστούμε συλλογικά δια το καλό της Πατρίδας μας και του λαού της.
Νέο πολιτικό ήθος, σε τελευταία ανάλυση, είναι να εγκαταλείψουμε το «εγώ» και να ενστερνιστούμε το «εμείς», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του ο μεγάλος, αείμνηστος ήρωας, Μακρυγιάννης.
Τότε μόνο η Πατρίδα μας θα ελπίζει για καλύτερες μέρες.
(Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός, 83 ετών)