Ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Δημήτρη Χριστόφια στις 21 Ιουνίου 2019, οι κόρες του, στην πρώτη τους κοινή συνέντευξη και φωτογράφηση, θυμούνται, αναπολούν, αφηγούνται «άγνωστες» ιστορίες, μιλάνε με αγάπη για τον «καλύτερό τους φίλο» και τη «μεγάλη τους αδυναμία», συγκινούνται βαθιά σε κάθε τους πρόταση για εκείνον…
 
Μαριάννα:
«Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια με τον πατέρα μας, είναι οι διακοπές μας στη Λεμεσό, τα καλοκαίρια, τότε που μέναμε στη γιαγιά την Ευτυχία, τη μάνα της μητέρας μας. Η γιαγιά έμενε στο στρίψιμο για Παρεκκλησιά – ένα σπίτι σαν φάρμα, με αγελάδες, κατσίκες, κότες, περιστέρια. Κάθε μέρα ασχολούμασταν με τα ζώα, κάθε μέρα πηγαίναμε με τον πατέρα μας περίπατο στο Δασάκι του ΚΟΤ, περπατούσαμε για μιάμιση ώρα περίπου και μιλούσαμε. Για πολλά. Ήταν σαν δάσκαλος για μας. Και θυμάμαι πώς αντιμετώπιζε και τις δυο μας σαν να ήμασταν συνομήλικές του, όχι μωρά, σαν ενήλικες – με συζήτηση, με διάλογο, με μεγάλο ενδιαφέρον και αγάπη. Από τον πατέρα μας άκουσα πρώτη φορά -με γλώσσα κατανοητή- για τον Μαρξισμό, για τον Λένιν, για τον κομμουνισμό, για την ιδεολογία του, για την Κύπρο, για τα κατεχόμενα, για το πραξικόπημα, για την εισβολή, για το Δίκωμο που το περιέγραφε λες και το είχε μπροστά του ολόκληρο ως εικόνα, σαν να το μυριζόταν και να άκουγε τους θορύβους του χωριού του. Ήταν ένα σχολείο ο πατέρας μου. Οι γνώσεις που αποκτήσαμε από αυτούς τους μεγάλους περιπάτους, αλλά και αργότερα, στο σπίτι που μέναμε, στην Παλλουριώτισσα, παραμένουν ανεκτίμητης αξίας. Αυτές οι κουβέντες με τον μπαμπά μου είναι περισσότερο χαραγμένες στη μνήμη μου από οτιδήποτε άλλο διάβασα μεταγενέστερα στη ζωή μου – είχε φυσικό ταλέντο ο πατέρας μας στη μεταδοτικότητα, στο να ακούει και στο να κάνει διάλογο, ακόμη κι αν μας χώριζαν μερικές δεκαετίες χρόνων. Γιατί, ήταν δεκτικός στον κάθε ένα. Ήμασταν ισότιμοι συνομιλητές. Και για τα πάντα ζητούσε τη γνώμη μας – είτε ήταν θέματα που αφορούσαν στο ΑΚΕΛ, είτε στην ΕΔΟΝ, είτε στη γενικότερη πολιτική τότε. Όλα γίνονταν επί ίσοις όροις. Κι αυτό το ‘χουν σπάνια οι άνθρωποι. Δεν ήταν δεικτικός, είχε χάρισμα. Κρεμόμουν πάντα από τα χείλη του – ήταν ο ήρωάς μου!».
 
«Θα θυμάμαι πάντα την πρώτη φορά που συνέβη μία μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του. Εκείνος ήταν 36 χρόνων, εγώ οκτώ ετών και η Χριστίνα πέντε. Είχε πάθει έμφραγμα το προηγούμενο βράδυ. Ξυπνήσαμε μόνες μας, έλειπαν η μάμα και ο παπάς μας, ήρθε και έμεινε μαζί μας μία οικογενειακή μας φίλη, γειτόνισσα και μας εξήγησε ότι τη νύχτα ο παπάς πήγε με τη μάμα μας στο νοσοκομείο. Θυμάμαι τις γρήγορες κινήσεις. Κι ότι κάναμε πολύ καιρό να τον δούμε. Ακολούθησαν μετά κι άλλες περιπέτειες με την υγεία του, πολλές – εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, μεταμόσχευση κλπ, τα ξέρετε… Αλλά, πάντα ήταν θαρραλέος. Δυνατός! Αισθανόταν πως είχε ευθύνη να μην τα βάλει κάτω: Απέναντι στον απλό κόσμο που στηριζόταν σε εκείνον τόσο πολύ, στην οικογένειά του, στην Κύπρο, στο κίνημα και τελευταία -σε τελευταία μοίρα- στον εαυτό του. O πατέρας μας ήταν πάντα ένα παλληκάρι».
 

«Θεωρώ -και επί της προεδρίας του- πως υπήρξαν άνθρωποι κοντά του που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Φυσικά και έγιναν λάθη επί δικής του διακυβέρνησης -έχει αναφερθεί σ’ αυτά, άλλωστε, και ο ίδιος δημόσια- αλλά τίποτα δεν έγινε με δόλο – αυτή είναι η διαφορά. “Όταν δεν δουλεύεις, είσαι αλάνθαστος”, μου έλεγε. Τον αφορούσε περισσότερο να ασχοληθεί με την ουσία, παρά με την επικοινωνία – κι αυτό, ίσως, να ήταν άλλο ένα λάθος σε σχέση με όσα ακολουθήσαν».
 
«Υπάρχουν κάποιες προσωπικές φιλίες που ο ίδιος θεώρησε πως προδόθηκαν. Το ένιωσε από κάποιους ανθρώπους. Αλλά εκείνος παρέμενε αυτό που έφερε στο αίμα του: δοτικός, ανοιχτόκαρδος… Γιατί θεωρούσε πως όταν έτρωγε και έπινε στο σπίτι του με κάποιον, όταν τον έβλεπε στα μάτια, δεν θα υπήρχαν μετά δεύτερα και τρίτα σενάρια – αλλά, δυστυχώς, υπήρχαν».
 
«Ο πατέρας μας δεν είχε ποτέ του σκοπιμότητες, δεν ονειρεύτηκε ποτέ πως θα έκανε “πολιτική καριέρα”, δεν ήταν προσωπικά φιλόδοξος. Ακόμη και η προεδρία έγινε από τη μεριά του σαν να ήταν ένας “στρατιώτης” που τον έταξε το κόμμα να το πράξει. Υπηρετούσε τα πιστεύω του και τον τόπο του. Να στο πω αλλιώς: ο γιος της Αννούς και του Χριστοφή, δεν ήθελε ποτέ του να γίνει Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γιατί ο πατέρας μου είχε συλλογικές φιλοδοξίες: Ήθελε ο κόσμος της εργατιάς να δικαιωθεί, ενδιαφερόταν για το κοινό καλό και όχι το προσωπικό. Και να σου πω και κάτι; Ήταν τιμή για τον παπά μου που ήταν “ο γιος της πλύστρας που το Δίκωμο”, όπως σκέφτονταν οι άλλοι, η αστική τάξη της Κύπρου κυρίως και οι διάφοροι κατήγοροι, ως “ελάττωμα” και “μειονέκτημά” του. Για εκείνον, αυτά ήταν τα παράσημά του».
 
«Η πιο δύσκολη περίοδος στη ζωή του πατέρα μας ήταν η προεδρία. Όχι, όμως, για μας – για μας δεν είχε αλλάξει τίποτα, εκτός από μία διακριτική συνοδεία ασφάλειας, λόγω των παιδιών μας, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, όταν κάποιοι ανεγκέφαλοι εκτόξευσαν απειλές. Κατά τα άλλα, όπως ήμασταν παραμείναμε. Αλλά για τον πατέρα μας, άλλαξαν πολλά…».
 
«Θα θυμάμαι πάντα τις τελευταίες του στιγμές. Όταν τον είχαν βγάλει πια από τον αναπνευστήρα, είχα πάει με τον γιο μου να τον δω στο νοσοκομείο. Τον ρώτησε: “Δημήτρη μου, πώς τα πήγες στο σχολείο;”. Του είπε: “Παππού, αρίστευσα”. “Μπράβο, γιε μου”, του απάντησε, “έτσι να συνεχίσεις”. Την επόμενη μέρα ξαναμπήκε στον αναπνευστήρα. Δεν γινόταν αλλιώς. Και δεν ξαναμιλήσαμε».
 
«Μετά τον θάνατό του πέρασα έρπη ζωστήρα – από τη στεναχώρια μου, από το μεγάλο μου μαράζι. Αρχές Αυγούστου, πέρσι, η δεξιά μου πλευρά φούσκωσε και υπέφερα. Χρειάστηκαν τρεις μήνες για να αρχίσω κάπως να συνέρχομαι. Μου στοίχισε όσο δεν φαντάζεσαι ο θάνατος του πατέρα μας… Ήταν -είναι- η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής μου». 
 
«Ξέρεις γιατί μου λείπει και θα μου λείπει πάντα ο παπάς; Γιατί έγιναν πράγματα στη ζωή μου -και θα γίνουν, προφανώς- που ήθελα τόσο πολύ να ήταν εδώ να του τα πω… Να τα μοιραστώ μαζί του. Αλλά, δεν μπορώ πια. Τον Σεπτέμβριο, για παράδειγμα, βρέθηκα ξαφνικά να διευθύνω ένα σχολείο και, ξέρεις, ένιωθα πως γι’ αυτό το πράγμα ήθελα τον παπά μου να είναι δίπλα μου για να του το αναφέρω, να ζητήσω τη συμβουλή του, να το συζητήσω μαζί του, να με στηρίξει. Είχα πολλές φορές την ανάγκη, αυτούς τους δώδεκα μήνες, να μιλήσω μαζί του. Κάθε μέρα. Κάθε στιγμή. Λείπει. Μου λείπει. Μας λείπει…».  
 
Χριστίνα
«Τον πατέρα μου τον θυμάμαι κάθε μέρα. Με πολλή αγάπη. Με διάφορες αφορμές. Θυμώνω λίγο με μένα που δεν θυμάμαι τον ήχο της φωνής του – έτσι όπως ήταν. Μετά από τόσο καιρό, για να καταλάβεις, πριν από καμιά βδομάδα άντεξα και μπόρεσα να βάλω και να δω παλιές του συνεντεύξεις – απλά για να τον ακούσω. Τον πεθυμώ όσο δεν φαντάζεσαι. Τον θυμάμαι με γλύκα…».
 
«Ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Θα μου έλεγε πάντα με ευθύτητα την αλήθεια -όπως κι εγώ- συζητούσαμε πολύ, όμορφα, έντονα, με πάθος, διαφωνούσαμε, συμφωνούσαμε. Είχε μία διαλεκτική σχέση με τη συζήτηση. Άκουγε. Μπορεί να διαφωνούσαμε, και ύστερα από δυο μέρες να τα ξανασκεφτόταν και να μου έλεγε: “Ναι, είχες δίκιο”. Είχαμε, επίσης, κοινά ενδιαφέροντα, είτε λόγω της πολιτικής συζήτησης που αναπτύσσαμε, είτε λόγω καλλιτεχνικών ανησυχιών, είτε λόγω θεμάτων της καθημερινότητας. Ταιριάζαμε με τον πατέρα μου. Δεν μπόρεσα -ούτε νομίζω πως θα μπορέσω ποτέ- να βρω στο μέλλον άλλον άνθρωπο που να μοιάζουν τόσο πολύ τα χνώτα μας, όπως συνέβαινε με τον πατέρα μου. Είχε, εξάλλου, μία διεισδυτικότητα: Με κοιτούσε στα μάτια και ήξερε αν είμαι καλά ή όχι. Ψυχανεμιζόταν τι μου συνέβαινε. Ήταν ο “εξομολογητής” μου. Πολλές φορές, εκμυστηρευόμουν πράγματα στον παπά μου παρά στους καλύτερούς μου φίλους – ακόμη και προσωπικά. Το κενό του είναι -και θα είναι- δυσαναπλήρωτο».
 
«Τον στερηθήκαμε. Λογικό. Αλλά, με ένα μαγικό τρόπο, δεν ένιωσα ποτέ την απουσία του. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι “έλειπε”. Μπορεί να μην είχε επί ώρες φυσική παρουσία στο σπίτι, αλλά μιλούσαμε στο τηλέφωνο τόσες πολλές φορές – ακόμη κι όταν ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υπήρχε πάντα συνεχής και άμεση παρουσία. Και κάτι ιερό: κάθε μεσημέρι, ό,τι κι αν συνέβαινε, ακόμη κι όταν ήταν στο Προεδρικό, ερχόταν πάντοτε στο σπίτι για να φάμε όλοι μαζί και να κουβεντιάσουμε – έστω, για λίγο. Η αίσθηση του οικογενειακού τραπεζιού ήταν απαραβίαστος κανόνας στη ζωή του πατέρα μας – προφανώς γιατί ήταν κάτι που έμαθε από τους δικούς του γονείς. Το τραπέζι του μεσημεριού ήταν το δέσιμο της οικογένειας – έτσι το ένιωθε. Ό,τι, όμως, δεν πρόλαβε να κάνει με εμάς το έκανε μετά με τα εγγόνια του – ήταν εξαιρετικός παππούς. Τους μιλούσε, τους άκουγε – είναι κρίμα που αυτά τα μωρά δεν πρόλαβαν να ζήσουν παραπάνω έναν φύσει δάσκαλο. Γιατί είχε βάθος σκέψης».

 

«Θα σου εξομολογηθώ κάτι: Ο πατέρας μας δεν ήθελε ποτέ να βάλει υποψηφιότητα για την Προεδρία. Δεν είχε ποτέ του στόχο να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Βασανίστηκε μέχρι να καταλήξει. Οι σύντροφοι στο κόμμα, όμως, επέμεναν – κυρίως λόγω του Κυπριακού. Το Κυπριακό ήταν και ο λόγος που τελικά κατατέθηκε η υποψηφιότητά του για την Προεδρία ως εισήγηση στις κομματικές ομάδες βάσεις, οι οποίες προέκριναν την υποψηφιότητα και πήρε τον δρόμο της προς την παγκύπρια συνδιάσκεψη. Προσωπικά, πίστευα βαθιά πως ήταν ο μόνος που θα κατέβαλλε το άπαν των δυνάμεών του και ίσως να τα κατάφερνε σε σχέση με το Κυπριακό, γιατί είχε βαθιά πίστη και θέληση για επανένωση της Κύπρου. Αυτό ισχύει και σε σχέση με τα κοινωνικοοικονομικά θέματα: Θα πάλευε για δικαιότερη κοινωνία. Τελικά, είπε στο κόμμα “Είμαι στη διάθεσή σας”. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στα συλλογικά όργανα καταγράφηκαν μία προς μία οι δυσκολίες που θα προέκυπταν, τα εμπόδια που θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε από το οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο του τόπου. Και αυτές, δυστυχώς, επαληθεύτηκαν. Επιχείρησαν να του χρεώσουν τα πάντα. Μέχρι και τη διεθνή οικονομική κρίση».
 
«Ο πατέρας μου, θυμάμαι, μού χαρακτήριζε την εξουσία “καρκίνο”. Γιατί το κατεστημένο υπήρχε ήδη από το ’50, δομημένο σε μία συγκεκριμένη λογική – προσπαθούσε να “χτίσει” και έβρισκε “τοίχους”, άρνηση, υπόγεια υπόσκαψη. Τα ξέρω όλα αυτά, τα ζούσα. Δεν ήταν εύκολο να αλλάξουν νοοτροπίες δεκαετιών. Ωστόσο, ήταν άνθρωπος που παραδεχόταν τυχόν λάθη του. Και ένα από αυτά που μας έμαθε, όσο ήμασταν παιδιά, ήταν αυτό: να κάνουμε αυτοκριτική. Κάτι που έκανε ο ίδιος. Συνεχώς».
 
«Δύο ήταν οι πιο δύσκολες του στιγμές στη ζωή που θυμάμαι έντονα – πέρα από το πασιφανές που ήταν ο αγώνας του για επιβίωση και, αργότερα, τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε. Η πρώτη ήταν η περίοδος των διεργασιών για τα δημοψηφίσματα, για το σχέδιο Ανάν. Η δεύτερη πιο δύσκολή του στιγμή ήταν τα γεγονότα στο Μαρί. Ο ίδιος βασανίστηκε πάρα πολύ γι’ αυτό το θέμα – και όλοι μας. Χάθηκαν άδικα 13 άνθρωποι. Ωστόσο, κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να το καταλάβει, ότι δεν θα υπήρχαν νεκροί αν δεν γινόταν ανάκληση προσωπικού. Αν γινόταν εκκένωση του στρατοπέδου, όπως προνοούν οι κανονισμοί. Δυστυχώς, έφεραν τον κόσμο μέσα. Και, ασφαλώς, τις οδηγίες για να πάνε οι στρατιώτες στη φωτιά δεν τις έδωσε ο Πρόεδρος, όπως ούτε χειρίστηκε το προηγούμενο διάστημα τα του φορτίου. Είναι όλα καταγεγραμμένα στο πόρισμα της Αστυνομίας και στις καταθέσεις που έδωσαν όσοι έζησαν τα γεγονότα. Ο ίδιος ήξερε πριν από το τραγικό αυτό ατύχημα ότι υπήρχε προσπάθεια αποδόμησης και επίθεση σε σχέση με τα κοινωνικοοικονομικά, αλλά δεν φανταζόταν πως εκμεταλλευόμενοι κάποιοι τις απώλειες ανθρώπινων ζωών θα έφταναν εκεί που έφτασαν. Αυτές ήταν, επί προεδρίας, οι χειρότερες μέρες της ζωής του».
 
 «Μας χαρακτήριζε πάντα το ότι ήμασταν “οι κόρες του Χριστόφια”. Αυτό συνέβη και με τη Μαριάννα που πήγαινε να διδάξει στις τάξεις, προτού τη γνωρίσουν. Αυτό συνέβη και με μένα στο θέατρο. Έτυχε να περάσω από πρώτη φάση ακρόασης και μετά με πήρε τηλέφωνο ο σκηνοθέτης για να μου πει “συγνώμη, δεν μπορώ”. Δεν ρώτησα “γιατί;”. Είπα “δεν πειράζει, είναι εντάξει”. Υπήρχαν και οι άλλοι που είπαν “α, δουλεύει επειδή είναι η κόρη του Χριστόφια!”. Υπήρξαν φορές που το επώνυμό μου διέγραφε όλη την προηγούμενη πορεία μου. Καλή καρδιά, όμως. Το ξέρουν όλοι, το παραδέχονται: Από την οικογένειά μας, κανείς δεν είδε ποτέ το αξίωμα του πατέρα μας ως κάτι για το οποίο πρέπει να μεγαλοπιαστούμε ή να αππωθούμε. Ήμασταν αλλιώς αναγιωμένες εμείς».
 
«…Η σχέση του χρυσού καφέ του Λαϊκού με αυτή την οικογένεια είναι αδιάρρηκτη. Είμαστε μια παραδοσιακή οικογένεια. Ο παππούς μου ήταν οικοδόμος και καφετζής της συντεχνίας στο Δίκωμο και μετά στην προσφυγιά, στο Τσέρι, όπου πολλές φορές πηγαίναμε με τον παπά μας για να τον δούμε. Η μυρωδιά του κυπριακού καφέ του παππού μου, είναι ακόμη μέσα στα ρουθούνια μου. Ο παπάς μου, στα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του που αντιμετώπιζε τα πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας του, ερχόταν και καθόταν σε εκείνον τον μοβ καναπέ που βλέπεις τώρα, αυτόν που έχω στο σαλόνι, με κοίταζε που διάβαζα και μου έλεγε: “Μην ανησυχείς, εγώ θα κάτσω δαμαί, ήσυχος, και θα σε θωρώ που θα κάμνεις τη δουλειά σου”. Ήταν ανοιχτές οι πόρτες και εκόφκαμε καμιά κουβέντα. Κάναμε, άλλωστε, παρέα και διά της σιωπής μας. Ως σήμερα, κάμνω καφέ και γυρίζω να κοιτάξω τον καναπέ, μυρίζει ο καφές τζιαι δεν είναι δαμαί ο παπάς μου. Ρωτάς με τι μου λείπει. Λείπουν μου ούλλα! Βλέπω τα μωρά που μεγαλώνουν και σκέφτομαι πόσο χαρούμενος θα ‘ταν… Είναι παντού. Κάθεται κάποιος στην καρέκλα που εκάθετουν πάντα ο παπάς μου και ο μικρότερός μου γιος αντιδρά ως σήμερα: “Γιατί έκατσες στην καρέκλα του παππού;”».

 

«Ο παπάς μου έλεγε τον τελευταίο καιρό “έτσι βάσανο κανεί, αλλά η ζωή είναι γλυτζιά”. Γι’ αυτό και ήταν πάντα αγωνιστής. Ήταν, άλλωστε, πάντα έτοιμος να πεθάνει, δεν φοβόταν τον θάνατο. Φιλοσόφησε από νωρίς τον θάνατο. Θυμάμαι, όταν θα έκανε την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, στα 52 του, μας έπαιρνε έναν-έναν στο Κελλάκι και μας έλεγε: “Εγώ, αν πεθάνω, όποτε πεθάνω, είμαι ήσυχος με τη συνείδησή μου. Έκαμα ό,τι εμπορούσα για το καλό του Ανθρώπου, παραδίδω σωστούς ανθρώπους τα παιθκιά μου στην κοινωνία”. Εθύμωννα! Αλλά μου το εξηγούσε: “Εγώ εφιλοσόφησά το, κάποια στιγμή όλοι τελειώνουμε, αλλά θα το παλέψω. Δεν θέλω να βασανίζεστε, εγώ είμαι καλά”. Είχε, όμως, και ατσαλένια πειθαρχία. Και τη μάμα μου, που ήταν πάντα δίπλα του – βράχος! Ήταν πολύ τυχερός σ’ αυτό».
 
«“Η εγχείρηση επέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε”. Αυτή ήταν η πρώτη του κουβέντα όταν τον έβγαλαν από την καταστολή, αρχές Ιουνίου του 2019, και μετά τους έλεγε: “Κανεί, βασανίζουμαι!”. Όταν τον είχαν σε μερική καταστολή εμιλούσα του. Το ξέρω ότι με άκουγε… Σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζει να έχει πλήρη συνείδηση του θανάτου του, συνειδητοποιημένος ότι φεύγει. Ο πατέρας μας ήθελε να πεθάνει όρθιος!».
 
«Η μέρα της κηδείας ήταν μια περίεργη μέρα. Ήταν συγκλονιστική η παρουσία του κόσμου. Συγκλονιστική. Κύπριοι και ξένοι ήρθαν από όλη την Κύπρο για να πουν αντίο. Και ο καθένας από αυτούς είχε να πει μια ιστορία, έναν καλό λόγο. Ήταν για μένα συγκλονιστικό το δάκρυ τους, το αληθινό δάκρυ τους για τον πατέρα μας. Θέλω να πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στον κόσμο -και δημόσια- μέσα από την ψυχή μου, που ακόμη περπατώ και μου μιλούν για τον πατέρα μου με εκτίμηση και σεβασμό».
  
«Όταν πέθανε ο παπάς μου θυμάμαι ότι δούλευα πάρα πολύ. Και ήμουν συνέχεια μαζί με κόσμο. Με κάποιο τρόπο, παράξενο ίσως, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να αφεθεί. Ο καθένας μας, άλλωστε, στην οικογένεια, το διαχειριζόταν διαφορετικά. Τότε, ήμασταν σε περιοδεία μαζί με τον “Αντίλογο” – στην κωμωδία του Ντάριο Φο “Κλάξον, τρομπέτες και πλάκες”. Έρχονταν οι άνθρωποι να με συλλυπηθούν και τους παρηγορούσα εγώ, όχι το αντίθετο. Θα ακουστεί περίεργο, αλλά ήταν πολύ ωραίο αυτό το συναίσθημα. Με την έννοια ότι από εκείνους που άξιζε, τον απλό κόσμο που δεν είχε ανάγκη να κερδίσει κάτι, αγαπήθηκε βαθιά αυτός ο άνθρωπος…».
 
«Τον παπά μου τον θυμάμαι με χαμόγελο. Συγκινούμαι καθώς στο λέω, αλλά έτσι έχω τη μορφή του μπροστά μου. Ο Χριστόφιας ήταν ένας άνθρωπος που νοιαζόταν για τους άλλους. Ήταν καλόκαρδος άνθρωπος. Και συνομιλούσε με όλους, αν και ήξερε πάντα ποιον είχε απέναντί του. Ήταν, επίσης, υπερευαίσθητος. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερό του “ελάττωμα”. Έκλαιγε από μια απλή χειρονομία ενός καθημερινού ανθρώπου, από μια καλή κουβέντα που θα του έλεγε κάποιος, από μια χειρονομία αγάπης. Έτσι θα τον έχω πάντα στη μνήμη μου. Από αυτό το υλικό ήταν φτιαγμένος ο πατέρας μου…».
 
Ακολουθεί σπάνιο φωτογραφικό υλικό της οικογένειας