Ένα ακόμη βήμα στην ειλημμένη απόφαση για τον εκσυγχρονισμό της διατήρησης και διάθεσης ικανοποιητικών αποθεμάτων ζωοτροφών και σιτηρών για ανθρώπινη χρήση και την ολοκλήρωση της αποστολής της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (ΕΣΚ), βρίσκεται η κυβέρνηση η οποία έλαβε σχετική απόφαση στις 24 Ιουνίου 2020.

Η διατήρηση ικανοποιητικών αποθεμάτων σιτηρών τόσο για ανθρώπινη χρήση όσο και για σίτιση των ζώων, κρίνεται καίριας σημασίας. Ειδικά, για μία χώρα όπως η Κύπρος, όπου η κάλυψη των ετήσιων αναγκών των 700 χιλιάδων μετρικών τόνων σε ζωοτροφές και σε αλεύρι ικανοποιείται κατά 10% από εγχώρια παραγωγή και κατά 90% από εισαγωγές, η διατήρηση αποθεμάτων γίνεται επιτακτική ανάγκη. Αυτό διαφάνηκε άλλωστε και από τα πρόσφατα γεγονότα με την πανδημία του κορωνοϊού, όπου με μια απόφαση χωρίς προηγούμενο, η Ρουμανία, μέσω των λιμανιών της οποίας διακινείται το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής παραγωγής σιτηρών, αποφάσισε να απαγορεύσει την εξαγωγή σιτηρών από τη χώρα, προκαλώντας την αντίδραση της παγκόσμιας Κοινότητας. 

Αντιλαμβανόμενη τη σοβαρότητα της κατάστασης, η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσισε όπως την ευθύνη εξασφάλισης, διατήρησης και διάθεσης ικανοποιητικών αποθεμάτων σιτηρών, τόσο για ζωοτροφές όσο και για ανθρώπινη χρήση, αναλάβει πλέον πλήρως το Κράτος, μέσω του Τμήματος Γεωργίας του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος.

Πέραν όμως της ρύθμισης αυτού του πολύ ευαίσθητου τομέα, η πρόσφατη απόφαση της Κυβέρνησης σήμανε και την ολοκλήρωση του κύκλου της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, ενός ημικρατικού οργανισμού ο οποίος κατά γενική ομολογία είχε πλέον ολοκληρώσει το έργο του και λειτουργούσε εδώ και καιρό σε ζημιογόνα βάση. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2011 μέχρι και σήμερα, οι συνολικές ζημιές του Οργανισμού ξεπέρασαν τα €15 εκατ. ενώ το μερίδιο αγοράς της ΕΣΚ έχει μειωθεί από 49,62% το 2011 σε λιγότερο από 10% το 2020. Η συνεχιζόμενη σταδιακή μείωση του όγκου των πωλήσεων της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου οφείλεται στην ενίσχυση της ανάπτυξης του ανταγωνισμού και την είσοδο νέων ιδιωτών εμπόρων στο τομέα της εμπορίας των σιτηρών, μειώνοντας το μερίδιο αγοράς των παραδοσιακών «παικτών» της αγοράς σιτηρών. 

Πέραν της αύξησης του αριθμού των εμπόρων στον τομέα της εισαγωγής σιτηρών στην Κύπρο, η Επιτροπή αντιμετωπίζει επίσης την εγγενή αδυναμία της γεωγραφικής θέσης του Σιλό της, στο λιμάνι της Λεμεσού. Ο κύριος όγκος των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται στην Επαρχία Λάρνακας και στην ελεύθερη περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου και η μεταφορά σιτηρών της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου από τη Λεμεσό σε αυτές τις περιοχές, επιβαρύνει την τιμή με €6 – €8 τον τόνο, καθιστώντας την τιμή μη ανταγωνιστική σε σύγκριση με τους άλλους εμπορευόμενους που χρησιμοποιούν το λιμάνι της Λάρνακας για τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Έτσι, δυνητικοί πελάτες της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου μπορούν να είναι μόνο οι μύλοι ζωοτροφών και οι κτηνοτρόφοι της περιοχής Λεμεσού και Πάφου. 

Το πλεονέκτημα δε του Οργανισμού, ως ο μοναδικός έμπορος σιτηρών στην Κύπρο με αποθηκευτικούς χώρους (Σιλό), έπαυσε πλέον να ισχύει και έχει εξελιχτεί σε μειονέκτημα, αφού οι πλείστοι εμπορευόμενοι του Τομέα έχουν προχωρήσει στην κατασκευή ιδιόκτητων σύγχρονων και χαμηλού κόστους Σιλό. 

Πέραν της σταδιακής μείωσης του μεριδίου αγοράς της, η Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου έχει να αντιμετωπίσει και το ψηλό σταθερό κόστος, απόρροια των μεγάλων ανελαστικών δαπανών οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο το μισθολόγιο των υπαλλήλων και εργατών της και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες του Σιλό Λεμεσού, οι οποίες επιμερίζονται σε μικρότερο όγκο προϊόντων, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την ευημερία του Οργανισμού.

Τρία νομοσχέδια οδηγούνται στη Βουλή

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, το υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και το υπουργείο Οικονομικών, μετά και τη σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, καταθέτουν στις επόμενες μέρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, τρία επιμέρους νομοθετήματα που επί της ουσίας, μεταθέτουν την ευθύνη εξασφάλισης, διατήρησης και διάθεσης ικανοποιητικών αποθεμάτων σιτηρών, τόσο για ζωοτροφές όσο και για ανθρώπινη χρήση, στο υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Τα Νομοσχέδια μεταφέρουν επίσης όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Οργανισμού στην κυριότητα του Κράτους και παρέχουν το δικαίωμα στους εργαζόμενους στην Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου, εάν το επιθυμούν, να μεταφερθούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Πωλεί ακριβότερα από τους ανταγωνιστές

Θεωρητικά, ο ρόλος της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου ως εισαγωγέας, θα έπρεπε να συντείνει στην πάταξη της αισχροκέρδειας από τους ιδιώτες εισαγωγείς, αφού η Επιτροπή δεν είχε κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Λογικά, η τιμή πώλησης των σιτηρών που εισάγοντο από την Επιτροπή και κάλυπταν το κόστος αγοράς του προϊόντος συν τα λειτουργικά έξοδα, χωρίς να προστίθεται οποιοδήποτε κέρδος, θα έπρεπε να πιέζει τις τιμές της αγοράς προς τα κάτω. Στην πράξη όμως, όπως θεωρεί και μεγάλη μερίδα των αγοραστών σιτηρών στην Κύπρο, οι ιδιαίτερα ψηλές λειτουργικές δαπάνες της Επιτροπής είχαν ως συνέπεια την επιβάρυνση της τιμής πώλησης του προϊόντος, για περιορισμό των ζημιών.

Η ψηλή τιμή πώλησης του προϊόντος από την Επιτροπή, δημιουργούσε τέτοιες συνθήκες στην αγορά, που επέτρεπε στους ιδιώτες εισαγωγείς να διαθέτουν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερες μεν τιμές από τις τιμές αναφοράς της Επιτροπής, αλλά σε υψηλότερες τιμές από αυτές που θα διέθεταν τον προϊόν τους εάν λειτουργούσε ελεύθερα η αγορά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο τελικός αγοραστής να αγοράζει ακριβότερα το προϊόν και έτσι να επηρεάζεται αλυσιδωτά δυσμενώς η ανταγωνιστικότητα πολλών κλάδων της γεωργίας μας.