Πάνω από 1270 ξενικά είδη, κάποια εκ των οποίων είναι εισβλητικά, έχουν καταγραφεί στην Κύπρο, σύμφωνα με έρευνες της Υγειονομικής Μονάδας της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας (RAF), στην Κύπρο, ενώ διεθνής έκθεση της Διακυβερνητικής Πλατφόρμας για τη Βιοποικιλότητα και τις Οικοσυστημικές Υπηρεσίες σημειώνει ότι σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την αστικοποίηση, τα ξενικά είδη μπορούν να επιφέρουν ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα του νησιού και σε φυσικές προστατευόμενες περιοχές ή και να οδηγήσουν στον αφανισμό ενδημικών ειδών τα οποία είναι μοναδικά στην Κύπρο.

Σύμφωνα με δελτίο Τύπου από το Ινστιτούτο Κύπρου, στην ίδια μελέτη επισημαίνεται ότι το παγκόσμιο κόστος των επιπτώσεων της «εισβολής» χωροκατακτητικών ειδών εκτιμάται στα 423 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και αναμένεται ότι θα συνεχίσει να τετραπλασιάζεται ανά δεκαετία, ενώ τα ξενικά-επεμβατικά είδη αποτελούν και την κύρια αιτία για την εξαφάνιση του 60% των ζώων και φυτών παγκοσμίως.

Όπως αναφέρεται, η διεθνής έκθεση της Διακυβερνητικής Πλατφόρμας για τη Βιοποικιλότητα και τις Οικοσυστημικές Υπηρεσίες (IPBES), με τίτλο «Ξενικά-επεμβατικά είδη και ο έλεγχός τους» (Invasive Alien Species and their Control), ετοιμάστηκε με τη συμμετοχή 86 ερευνητών από 49 χώρες, ανάμεσα στους οποίους και η Δρ. Αγγελική Μαρτίνου, εντομολόγος στην Υγειονομική Μονάδα της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας (RAF) στο Ακρωτήρι, και ερευνητική συνεργάτιδα του Κέντρου Αριστείας για την Κλιματική και Ατμοσφαιρική Έρευνα (CARE-C) του Ινστιτούτου Κύπροu.

Σημειώνεται ότι τα ξενικά-εισβλητικά ή χωροκατακτητικά είδη, όπως αναφέρονται στην μελέτη, είναι οργανισμοί, οι οποίοι μεταφέρονται σε νέες τοποθεσίες εκτός του εύρους  της φυσικής εξάπλωσης τους, ακούσια ή εκούσια, μέσω ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Εκτιμάται ότι παγκοσμίως υπάρχουν 37.000 ξενικά είδη, από τα οποία γύρω στα 3.500 είναι εισβλητικά, ενώ η εισαγωγή αυτών των ξενικών ειδών σε νέες περιοχές επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα της εκάστοτε περιοχής, καθώς και στις υπηρεσίες οικοσυστήματος, στην  αειφόρο ανάπτυξη, και στην ανθρώπινη υγεία.

Όπως αναφέρεται, σύμφωνα με έρευνες της Υγειονομικής Μονάδας της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορία (RAF), στην Κύπρο, έχουν καταγραφεί γύρω στα 1270 ξενικά είδη, κάποια εκ των οποίων είναι εισβλητικά (https://ris-ky.info/cydas).

Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στη μελέτη των επιπτώσεων των χωροκατακτητικών ειδών, καθώς σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την αστικοποίηση, μπορεί να επιφέρουν ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα του νησιού και σε φυσικές προστατευόμενες περιοχές ή και να οδηγήσουν στον αφανισμό ενδημικών ειδών τα οποία είναι μοναδικά στην Κύπρο.

Προστίθεται ότι κάποια από τα χωροκατακτητικά είδη που μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τη βιοποικιλότητα της Κύπρου είναι η ακακία, η μάινα, η βαλτοκαραβίδα, το κουνουπόψαρο, το μικρό μυρμήγκι της φωτιάς, το λεοντόψαρο, ο λαγοκέφαλος αλλά και πολλά άλλα.

Σημειώνεται ότι η έκθεση του IPBES τονίζει επίσης τη σημασία μελέτης των επιπτώσεων των ξενικών-εισβλητικών ειδών στην ανθρώπινη υγεία.

Όπως αναφέρεται, το κουνούπι του κίτρινου πυρετού ή το Ασιατικό κουνούπι τίγρης, που πρόσφατα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, μεταφέρουν παθογόνα που μπορεί να προκαλέσουν ασθένειες όπως ο κίτρινος πυρετός, ο δάγκειος πυρετός ή ο ιός Ζίκα, ενώ τα ξενικά εισβλητικά είδη μπορεί να αποτελέσουν απειλή και για την γεωργική παραγωγή, με επιπτώσεις στην οικονομία.

Η έκθεση εισηγείται τρόπους διαχείρισης του προβλήματος, όπως την εφαρμογή διαχειριστικών σχεδίων για την καταπολέμηση ή εξάλειψη ξενικών εισβλητικών ειδών από αρμόδιους φορείς.

Επισημαίνεται ότι η  καλύτερη ενημέρωση των πολιτών και η ενασχόληση τους με την καταγραφή των χωροκατακτητικών ειδών, είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς η πρόληψη αλλά και ο έγκαιρος εντοπισμός τους, είναι συνήθως ο μόνος τρόπος για να καταπολεμηθούν επιτυχώς.

Τέλος, σημειώνεται ότι η έκθεση τονίζει την ανάγκη περαιτέρω μελέτης για την κατανόηση των επιπτώσεων των ξενικών εισβλητικών ειδών στο φυσικό περιβάλλον, καθώς και για τον υπολογισμό του κόστους διαχείρισης τους.

Αναφέρεται ότι για περισσότερες πληροφορίες για τη μελέτη, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκέπτονται την πιο κάτω σελίδα:

ipbes.net/IASmediarelease?fbclid=IwAR2ZxDcsLsv5fWvC-gHcf-G0Vub-0RVCR_NAtHp-AvSvz15PBhw4KvGEjac

ΚΥΠΕ